Monday, July 31, 2006

Επιστρέφοντας (Ποιητική απόπειρα, μετα την εμπειρία του δάσους)

Ένα δέντρο μου δείχνει τον δρόμο.
Έρχομαι
έφυγα
με συγχωροχάρτι που εξέδωσα
μόνος
μόνο στον εαυτό μου
για όλες τις ορθές μου στίξεις
τις αποφάσεις τις σωστές
τις μέρες μου τις λανθασμένες
και τις ιαχές – Ακου!
που πανηγυρικά άφησα ν’ απλωθούν
στον αέρα.
Τώρα, συλλαμβάνομαι
Αειφόρος
στα κλαδιά και στα φύλλα
ενός δέντρου που βγάζει αρώματα.
Κρατάω σκοπιά, βάρδια διαρκείας
ώρες του άλλου μου ημισφαιρίου
του Νοτιοανατολικού – του Ολόκληρου.
Μην περάσει στα κρυφά
απαρατήρητος
ο άπληστος Άλλος
και με ξεριζώσει ολάκερον!

Saturday, July 22, 2006

ΟΤΑΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕ...


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14 ΙΟΥΛΙΟΥ 2006-07-14


Προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο του Μανάους 2 η ωρα Ελλάδος, ξημερώματα Παρασκευής, 7 ωρα Βραζιλίας, Πέμπτη απόγευμα. Ο κυβερνητης μας προετοίμασε κάπως για αυτό που μας περίμενε μόλις άνοιγαν οι πόρτες του αεροπλάνου: Εξω, είπε, έχει 35 βαθμούς Κελσίου και 95% υγρασία!

Κόλαση! Υπομείναμε τη σύντομη τελετή προς τιμήν του Πατριάρχη, και επιβιβαστήκαμε στα λεωφορεία μας για να πάμε στις προβλήτες του λιμανιού όπου είναι δεμένα τα πλοιάρια που θα μείνουμε.

Ο συνοδός μας ο Πόλ, ένας Βραζιλιάνος που μου θυμίζει κάτι μεταξύ Ρέι Τσαρλς και Χαρι Μπελφαόντε (αν ποτέ μπορείτε να το φαντασθειτε αυτό!) μας καλωσορίζει «σ’ έναν τόπο όπου, σας ορκίζομαι κυρίες και κύριοι, δεν μπορείτε να διανοηθειτε κάν την ομορφιά του». Τα μάτια του είναι κλειστα σαν προφέρει τη λέξη «ομορφιά», και το πρόσωπό του φέγγει από ένα σίγουρο και γαλήνιο χαμόγελο. Ειμαι σίγουρος πως αισθάνεται αυτά που μας λέει, δεν το κάνει μόνο επειδή είναι ξεναγός.

Δεν βλέπουμε τίποτα γύρω μας. Το σκοτάδι δεν θα μπορούσε ναταν πιο μαυρο. Κλείστηκα μέσα στην παγωνιά της κλιματισμένης μου καμπίνας, έκανα ένα μπάνιο με κίτρινο νερό, προσέχοντας να μην καταπιών ούτε σταγόνα, αλείφθηκα με κρέμα που απωθεί, λέει, τα έντομα, και χώθηκα κάτω από τα σεντόνια διαβάζοντας κείμενα για τον Αμαζόνιο, που κατέβασα από το Ιντερνετ και έφερα μαζί μου.

Είμαστε στο παραπόταμο Ριο Νέγκρο του Αμαζόνιου. Λέγεται «Μαύρος Ποταμός», και λόγω της μεγάλης οξύτητας των υδάτων του δεν μαζεύει κουνούπια. Το σαν Κοκα Κολα νερό που τρέχει στα μπάνια μας είναι από αυτόν τον ποταμό. Μας λένε πως είναι ακίνδυνο ακριβώς επειδή έχει τόση μεγάλη οξύτητα που σκοτώνει τα μικρόβια. Μας συστήνουν όμως να μην το πίνουμε, και τα δόντια μας τα πλένουμε με νερό εμφιαλωμένο.

Ξυπνώντας το πρωί και βγαίνοντας από την καμπίνα, αντικρίζουμε ένα θέαμα που στ’ αλήθεια σου κόβει την ανάσα. Ένας ποταμός, σαν θάλασσα. Απέραντος, σαν αιώνια αγκαλιά, γυαλιστερός και με σκόρπιες πινελιές από κόκκινο, λόγω του πρωινού ήλιου, που πρόλαβε κιόλας να φέρει την πρώτη σταγόνα ιδρώτα στο κούτελό μου.
Αγναντεύοντας πέρα, είναι αδύνατον, ακόμα, να συλλάβω το «πραγματικό μέγεθος» και το ατέλειωτο βάθος ιστορίας αυτού του ποταμού – του δεύτερου σε μήκος στον κόσμό (ο μακρύτερος είναι ο Νείλος), αλλά του μεγαλύτερου σε όγκο νερού, γι’ αυτό τον λένε και «Ποταμό Θαλασσα».

Είμαι σίγουρος πως ό,τι διάβασα όλες αυτές τις μέρες για τον Αμαζόνιο, τον ποταμό και τη ζούγκλα, θα χωνευτούν μέσα μου πολύ διαφορετικά όταν, από αύριο, αρχίζουμε να τον ταξιδεύουμε. Περιμένω πως και πως αυτήν την δεύτερη γνωριμία. Η πρώτη, εδώ στην προβλήτα του Μανάους, είναι σαν ναμαι σε λιμάνι, και έχει στατικότητα. Ο ποταμός αποκτά ζωή όταν συναντήσεις και τους ανθρωπους και τη φύση του.

Στο μεσημβρινό διάλειμμα της πρωτης ημερας του Συμποσίου, που ξεκίνησε με τα καλωσορίσματα και τις συνηθισμένες, σ’ αυτές τις περιπτώσεις ομιλίες, έπιασα κουβέντα με τον Σκότ Ουάλλας, έναν Αμερικανό συγγραφέα, δημοσιογράφο, παραγωγό και φωτορεπόρτερ, που εργάζεται στη Ουάσιγκτον για πολλά έντυπα, καλύπτοντας κυρίως περιβαλλοντικά και ανθρωπολογικά θέματα.

Πρίν από περίπου 4 χρόνια, πήγε με μια 30 μελή αποστολή (επικεφαλείς της οποίας ηταν ειδικές κυβερνητικές δυνάμεις, πλήρως εξοπλισμένες), σ’ ένα από τα πιο απόμακρα και ανεξερεύνητα μερη του Αμαζονίου, την Κοιλάδα του Γκαβαρί, στα βόρεια της χώρας, πολύ κοντά στα σύνορα με το Περού. Στη βραζιλιάνικη κυβέρνηση υπάρχει το λεγόμενο «Τμημα Απομονωμένων Ινδιάνων», και είναι με μέλη αυτού του τμήματος που ξεκίνησε ο Ουάλλας να πάει σ’ αυτήν την τεράστια δασική περιοχή (που έχει έκταση σχεδόν ίση με εκείνη της Πορτογαλίας), όπου ζουν περίπου 30 uncontacted tribes, όπως λένε αυτές τις φυλές που δεν έχουν έρθει ποτέ σε επαφή με κανέναν άλλον άνθρωπο, ουτε με άλλης κοντινής τους φυλής. Από αυτές τις περίπου 30 φυλές των ανέγγιχτων, έχουν επισημανθει οι 17. Οι υπόλοιπες, μετακινούνται συνεχώς μεσα στο δάσος, φροντίζοντας από εκεί ποιυ φεύγουν να εξαφανίζουν όλα τα ίχνη τους.

Πως είναι τα πρόσωπα αυτών των ανθρωπων, τι φοράνε, τι τρώνε, που μένουν, τι γλώσα μιλάνε, κανείς δεν ξέρει.

Από το Μανάους, η αποστολή του Ουάλλας πέταξε με αεροπλάνο έως την Κοιλάδα του Γκαβαρί, και από εκεί άρχισε ένα άλλο, μακρυ, δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι, μεσα στη ζουγκλα, που κράτησε σχεδόν 3 εβδομάδες. Εστησαν καρτερι σε διάφορα σημεία του δάσους, βασισμένοι σε πληροφορίες που είχαν συλλέξει τα μέλη αυτου του Τμήματος Απομονωμένων Ινδιάνων, και κάποια στιγμή, αργά το απόγευμα μιας μέρας του Ιουνίου, «ειδαμε σκιές στο δάσος». Ηταν, συμπέραναν, η φυλή που γυρευαν.

«Μας ειδαν όμως και αυτοι», μου λέει ο Ουάλλας, «και χωθηκαν ακόμα πιο βαθεια στο δάσος. Ηταν σαν να παίζαμε κρυφτό, εκείνοι και εμείς. Κρατησε τρία μερόνυχτα αυτό το παιχνίδι. Οι κινησεις μας ηταν ελάχιστες, όπως και οι δικές τους, ενώ ταυτόχρονα δέκα μέλη της ομάδας κινηθηκαν προς άλλη κατευθυνση, κυκλικά, για να εντοπίσουν το χωριό τους.»

Το κυνηγητό αυτό των σκιών τέλειωσε όταν η ομάδα των 10 εντόπισε το χωριό, αλλά οι αυτόχθονες είχαν κιόλας τραπεί σε φυγή. «κατάλαβαν ότι είμασταν πολλοί, οργανωμένοι, και καλά οπλισμένοι. Εάν καταλάβαιναν ότι είμασταν 10-15 περίεργοι εξερευνητές του Αμαζονίου, θα μας είχαν καθαρίσει, σίγουρα», μου λέει ο παλαίμαχος ρεπόρτερ του National Geographic.

Για μία ακόμη φορά, λοιπόν, μια αποστολή με σκοπό να επιτευχθει επαφή με τους ανέγγιχτους του Αμαζονίου, δεν απέφερε σπουδαία αποτελέσματα. Μπαίνοντας στο εγκαταλελειμένο χωριό, ο Ουάλλας και οι συνεργάτες του βρηκαν φωτιές να σιγοκαίνε, ολόκληρες στιβες από κρέατα (όλα από διάφορα είδη μαιμούδων), κόκκινο σκόνη uruku με την οποία έβαφαν το σώμα και το πρόσωπό τους, και μεγάλες ποσότητες δηλητηρίου, curare, που έβαζαν στα βέλη τους.

Οπωσδηποτε οι άνθρωποι αυτοί είναι φοβισμένοι. Αλλά σίγουρη είναι επίσης η επιθυμία τους να τους αφησουμε ήσυχους να συνεχίσουν να ζούν όπως θέλουν. Οσες φυλές ανέγγιχτων πιέστηκαν να ενταχθούν σε πιο οργανωμένους οικισμούς στον Αμαζόνιο, απολαμβάνοντας ακόμα και την βοήθεια της κυβέρνησης, εμφανίζουν κιόλας σημάδια μαρασμού.

Η σπουδαιότερη αρετή τους είναι ο απίστευτος σεβασμός τους για το περιβάλλον, φροντίζοντας ακόμα και τα ζωα που σκοτώνουν για να τραφούν να είναι γέρικα ζωα και να μην πειράζουν ποτέ τα πιο μικρά. Αυτό που τωρα πασχίζουν οι περιβαλλοντιστες να πείσουν τις αρχές της Βραζιλίας να κάνουν, δηλαδή την αειφόρο ανάπτυξη, για τους ανέγγιχτους αυτόχθονες, αυτές τις σκιές του Αμαζονίου, είναι τρόπος ζωής.

Ολες αυτές οι εκστρατειες προς ανεύρεσή τους, έχουν έναν μεγάλο κίνδυνο: να μετατρέψουν τους ανθρωπους αυτούς σε θέαμα, όπως κάναμε εμείς παλιά στα χωριά μας με τις αρκούδες, η οι ιδιοκτήτες των τσίρκων με τα άγρια ζωα που κάνουν τούμπες και περνάνε μέσα από φωτιές.

Από την άλλη, όμως, ίσως είναι χρησιμο να έρθουμε κάποια στιγμή πιο κοντά τους, όχι για να τους εκπολιτίσουμε, αλλά μάλλον για να μας διδάξουν εκείνοι έναν άλλον, πιο σωστό τρόπο ζωής που ίσως δεν γνωρίζουμε.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

(Ανεβαίνει σημερα αυτό το post, πολύ καθυστερημένα, γιατί το laptop μου έπαθε Black-out όλες αυτές τις ημερες, πιθανως λόγω … υπερσυγκέντρωσης υγρασίας, και αναγκάστηκα να χρησιμοποιω ένα και μοναδικό laptop κοινό που υπάρχει στην αίθουσα Τυπου του μεγάλου πλοίου, ίσα-ίσα για να γραφω και να στέλνω τα κομμάτια μου στην «Ελευθεροτυπία». I’ll make up for it τις προσεχεις ημέρες.)

Thursday, July 20, 2006

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΜΑΖΟΝΙΟΥ 2


Το βράδυ της περασμένης Δευτερας, αναχωρήσαμε από το Μανάους, την πρωτευουσα της Πολιτείας του Αμαζονίου, με πορεία βορειοδυτική. Ενα μεγάλο κρουαζιερόπλοιο, το Iberostar, και δεκα μικρότερα πλοιάρια, αποτελούσαν την πολυ εντυωσιακή μας νηοπομπή μεσα στα στη νυχτα – ταξίδι 18 ωρών.
Οι νυχτες εδω ειναι σκοτεινές. Πουθενα αλλού δεν έχω δει πιο μαύρο ουρανό. Οταν έχει ξαστεριά, το θέαμα είναι εντυπωσιακό, καθως η λάμψη από τ’ αστέρια είναι σαν την «Αγια Νυχτα» σε καλλιτεχνικές χριστουγεννιάτικες κάρτες. Ο καπετάνιος του δικού μας πλοιαρίου, του Helio Gabriel, μας κάνει «να» με ενθουσιασμό, και μας δείχνει με το δάχτυλό του ένα αστέρι πιο φωτεινό και πιο μεγάλο απ΄όλα τα άλλα. «Ειναι», μας λέει, «ο Σταυρός του Νότου». Και ολονών το μυαλό μας πήγε στον Καββαδία.
Ξυπνήσαμε το άλλο πρωί, ανήμποροι να αρθρώσουμε άλλο τι από το επιφώνημα «ααααα» με το θέαμα που αντικρύζαμε. Αριστερα και δεξιά, πολύ κοντά πιά στα πλοιάριά μας, αφού στο σημείο εκείνο ο ποταμός ο Rio Negro είχε πολύ στενέψει, το τροπικό δασος, όπως τόχουμε δει στον κινηματογράφο, στα ντοκιμαντέρ και στις φωτογραφίες.
Η βλάστηση πυκνή, και απίθανης ποικιλίας. Δυσκολευόμασταν να εντοπίσουμε δύο δέντρα ίδια. Δυσκολευόμασταν, επίσης, να καταμετρήσουμε τις τόσες διαφορετικές αποχρώσεις του πράσινου.
Τα νερά του ποταμού, μαύρα σαν Κόκα-Κόλα εκεί που τα σκίζει η καρίνα του πλοίου, είναι σαν τζάμι γυαλιστερό καθως κτυπά επάνω τους το πρωτο φως του ήλιου. Εκεί, στο τζάμι, καθρεφτίζεται κάθε δέντρο που περνάμε – μια μαγική παράταξη βλάστησης, που στέκεται εκεί, τιμητικά θαρρείς, για το καλωσόρισμα αλλά και για την υπενθυμιση ότι «εδω, Ανθρωπε, τη ζωή την ορίζουμε εμείς».
Οσοι από εμάς δεν έχουμε κιόλας φαγωθει εντελώς από την αρρωστεια της απληστίας (αυτής που κατατρώει και καταστρεφει κάθε πηγή φυσική πλούτου, κάθε αξία ηθική), αισθανόμαστε τήν την ιερή, θαρρείς, και αέναη αρμονία που συνδέεει, αιώνες τωρα, το είδο μας με το περιβάλλον του.
Ενας συνταξιδευτής από την Τουρκία, άνθρωπος απαράμιλλης ευγένειας και ευαισθησίας, ο Ριντβάν, μας λέει: «Νοιωθω ότι κάπου εδω, θα πρέπει όλοι μας να γεννηθήκαμε».
Δεν εννοούσε, γεωγραφικά, την περιοχή εκείνη του Αμαζονίου, στην οποία μας βρηκε εκείνο το μοναδικό ξημέρωμα, εν πλώ στον Ρίο Νέγκρο. Εννοούσε το κάθε δάσος, το κάθε ποτάμι, την κάθε θάλασσα, το κάθε δέντρο...
Οσοι κάνουν το λάθος να συμμτέχουν σ’΄αυτό το ταξίδι μόνο ως τουρίστες, κυνηγωντας εικόνες κάρτ-ποστάλ, και γεμίζοντας βαλίτσες με πολύτιμου λίθους, δερμα ψαριών και ξυλινα κροκοδειλάκια, δεν μπορούν να καταλάβουν αυτό που μας επαναλαμβάνουν κάθε μέρα εδώ οι αυτόχθονες κάτοικοι του Αμαζονίου, ότι προτιμούν να ζούν μια ζωή δύσκολη, με λιγότερες ανέσεις, και λιγότερη διάρκεια από τη δική μας (γιατί, οι αρρωστειες δεν αντιμετωπίζονται εύκολα εδω, και ζωές χάνονται και μόνο που δεν φτάνει ένας άρρωστος σε ιατρικά χέρια), παρά «μια ζωή καταστροφής».
Στούς φτωχότατους παραποτάμιους οικισμούς, συναντάμε μόνο χαρούμενα πρόσωπα και διάθεση θετική για ζωή. Πουθενά, ουτε ένα σκουπιδάκι, παρά μόνο τα αποτσίγαρα ημών, των απολίτιστων Ευρωπαίων, που βγηκαμε χρμανιασμένοι στη στεριά και τρέξαμε να κατεβάσουμε την φαρμακερή μας τζούρα.
Ακόμα και τις φλούδες από τις μπανάνες που αφαιρούν για να φάνε το φρούτο, τις πετάνε αμέσως σε ένα «χωμάτινο κρεβάτι» για ν γίνουν, μαζί με άλλα φλούδια, φύλλα, και κουκούτσια, πολύτιμη κοπριά.
Παρακολουθώντας, μερες τωρα εδω, τις εργασίες του 6ου Συμπόσιου για το Περιβάλλον, υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ακούσαμε χίλιες φορές την φράση «αειφόρος ανάπτυξη», την αναγκη της οποίας αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε εδω και 1-2 δεκαετίες περίπου.
Οι αυτόχθονες του Αμαζονίου την φωνάζουν αυτήν την φράση, εφαρμόζοντάς την, αιώνες τωρα. Δεν τους ακούσαμε. Δεν μπήκαμε κάν στον κόπο να μελετήσουμε τον τρόπο ζωής τους και κάτι από αυτόν να ξεσηκώσουμε,
Σού λέει: Από το δέντρο που εξάγουμε αιθέρια έλαια από τα οποία παράσκευάζονται πανάκριβα αρώματα (από τον Αμαζόνιο παίρνει η Chanel την δική της πρώτη ύλη για το περίφημο άρωμά της, το Νο.5), αφαιρούμε μόνο τα φύλλα κι τα μικρά κλαδάκια. Αυτα πολτοποιούμε για να βγάλουμε το άρωμα. Η ποσότητα είναι μικρή. Θα μπορούσε να ηταν πολύ μεγαλύτερη εάν κόβαμε όλο το δέντρο, και το πολτοποιούσαμε ολόκληρο. Ομως, τότε δεν θα είχαμε αειφόρο ανάπτυξη. Θα είχαμε θάνατο. Και στη θέση του θανάτου, μενει μόνο πόνος. Κόβοντας μονάχα τα φύλλα και τα κλαδάκια τα πιο ξεραμένα, και βγάζουμε από το δέντρο το υλικό που θέλουμε, και δεν το σκοτώνουμε.
Το δέντρο, είναι το καλύτερο εργοστάσιο. Παράγει οξυγόνο. Μας δίνει νερό. Μας χαρίζει και τους καρπούς του. Και δεν κατασρέφει το περιβάλλον. Ετσι θα έπρεπε να ήταν και όλα τα εργοστάσια. Να παράγουν, χωρίς να καταστρέφουν τη φύση.
Επιστρεφουμε, σε λόγο στα πλοιάριά μας. Αυριο, θα πρπατήσουμ μες τη ζούγκλα...

Wednesday, July 19, 2006

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΜΑΖΟΝΙΟΥ 2


Τις τελευταίες 3 μέρες λείπαμε σε «εκστρατευτικό ταξίδι» στα βάθη του Αμαζονίου, και δεν ειχαμε πρόσβαση σε ίντερνετ. Εγραφα όμως το ημερολόγιό μου μέχρι το βράδυ της Δευτερας, και είχα σκοπό να το κάνω post σημερα, Τετάρτη 19/7, που βρισκόμαστε πάλι στο Μανάους.

Ομως, μόλις πηγα να ξεκινησω το laptop μου το πρωί της Τρίτης, για να συνεχίσω να γράφω το blog, διαπίστωσα ότι δεν αναβε. Τιποτα! Πατούσα το power, αναβαν για λίγο τρία φωτάκια, και ξανάσβηναν, σαν να αρνούνταν να συνδεθουν.

Στην αρχή πίστεψα ότι θα έφταιγε η φοβερή υγρασία. Εβγαλα την παταρία, τύλιξα το laptop σε μια στεγνή πετσέτα, και το έχωσα στα βάθη της βαλίτσας μου για κάμποσες ωρες. Πάλι τα ίδια όμως. Καμμία απόκριση από τον ηλεκτρονικό μου σύντροφο. Με πρόδωσε στην πιο κρίσιμη στιγμή της μέχρι τώρα διαβίωσής μας, παίρνοντας ίσως για πάντα μαζί του χιλιάδες δικές μου λεξούλες, κάθε μία στιγμή πολύτιμη της ζωής μου, και μαζί εικόνες αμέτρητες.

Μου λένε οι φίλοι εδω πως μάλλον κάηκε ο σκληρός. Δεν ξέρω πως και γιατί. Θα το ψάξω όταν γυρίσω στην Αθηνα. Επί του παρόντος, βολεύομαι με ένα άλλο laptop που ειναι εγκατεστημένο σε μια υποτυπώδη αίθουσα Τυπου που βρίσκεται στο ξενοδοχείο Tropical.

Δεν μπορω όμως να κατεβάω τις φωτογραφίες μου, αφού το σχετικό πρόγραμμα είναι στο άλλο κομπιούτερ. Εχω σπαστει πολύ. Να! Τωρα που γράφω, όλοι οι υπόλοιποι έχουν πάει στο «Πάρκο των Πιράνχας», ταξίδι 3 ωρών με βάρκες και πουλμαν.

Τα πιράνχας και τα φίδια είναι οι εφιάλτες μου. Οι ντόπιοι γελάνε όταν τους το λέω. Μου απαντούν: «Πρώτον, τα πιράνχας δεν σε πιράζουν, παρά μόνο άν έχεις ακατάσχετη αιμορραγία, και δεύτερον, δεν συμπαθούν το κρέας των Ελλήνων». Ο συνοδός μας ο πράκας, που ηρθε εδω από την Ινδία στα 17 του, ερωτεύτηκε και ξέμεινε, μου λέει ότι κάθε μερα κολυμπάει στον Αμαζόνιο, και νοιώθει τα πιρνάχας να του χαιδεύουν το δερμα.

Κάθομαι, λοιπόν, εδω και γραφω – και για την «Ελευθεροτυπία», και για το blog αυτό. Αν είχα το laptop εν πλω, θα είχα γράψει την ιστορία της ζωής μου.

Εμεινα πίσω, αλλά δεν πειράζει. Θα ανακτήσω το χαμένο έδαφος. Θα προσπαθήσω, αν και μου ειναι πολύ δυσκολο, αυτά που ηδη ειχα γραψει για τις πρωτες 4 μέρες και ειχα κάνει save για να τα περάσω μετα στο USB μου και να τα κάνω Post σημερα.

Ευχαριστω πολύ που ειστε εδω!

Friday, July 14, 2006

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΜΑΖΟΝΙΟΥ 1


Γράφω από το αεροπλάνο, ένα Airbus Α310-300 της White, που είναι ιδιωτικό παρακλάδι της κρατικής TAP. Αναχωρήσαμε πριν από 3,5 ώρες περίπου από τη Λισαβώνα, όπου φτάσαμε νωρίτερα σήμερα με πτήση της Iberia από την Αθήνα, μέσω Μαδρίτης. Θέλουμε άλλες 2 ώρες και περίπου 15 λεπτά για να φτάσουμε στο Μανάους, πρωτεύουσα της πολιτείας των Αμαζόνας, όπου θα διεξαχθεί, από σήμερα 13 Ιουλίου, (-7 ωρες πίσω από την Ελλάδα), μέχρι και την Πέμπτη 20 Ιουλίου, το «6ο Θρησκευτικό, Επιστημονικό και Περιβαλλοντικό Συμπόσιο», με θέμα φέτος, «Ο Αμαζόνιος Ποταμός: Πηγή Ζωής».

Το Συμπόσιο αυτό, όπως και τα προηγούμενα 5, είναι έμπνευσης του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, που είναι μαζί μας τώρα, σ’ αυτό το αεροπλάνο.

Είναι η τρίτη φορά που τον βλέπω από κοντά. Η πρώτη ήταν γύρω στο 1993, όταν βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη (πρωτη φορά στη ζωή μου) για ένα συνέδριο του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για τα Μίντια, για το οποίο είχα εργαστεί για ένα φεγγάρι, δύο χρόνια πριν, στο Μάντσεστερ, ως επικεφαλής των ερευνητικών προγραμμάτων.

Ειχαμε πάει, με την Ευη Δεμίρη και τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη, (αγαπημένοι συνάδελφοί μου αμφότεροι, από τους οποίους έμαθα πολλά), στο Φανάρι, και ειχαμε κουβεντιάσει μαζί του για μία ωρα περίπου. Ηταν καλωσυνάτος, πράος, πολύ απλός, με καθαρή σκέψη, την οποία και σου μετέδιδε με εξαιρετική χρήση του λόγου.

Πρόσεξα, τότε, πίσω του, στο γραφείο που καθόμασταν, ένα σπασμένο τζάμι, και μας εξήγησε ότι μόλις το προηγούμενο βράδυ, πάλι οι διαβόητοι Γκρίζοι Λύκοι, είχαν κάνει το γνωστό τους γιουρούσι με πέτρες και άναρθρες κραυγές, που καλούσαν «τον γκιαούρη διαολόπαπα να ξεκουμπιστεί από τα άγια χώματα της Ισταμπούλ».

«Είμαστε συνηθισμένοι», αρκέστηκε να πει χαμηλόφωνα ο Πατριάρχης καθώς, ακόμα και εκείνη τη στιγμή που μιλούσαμε, από μεγάφωνα μεγάλης ισχύος πολύ κοντά στο Πατριαρχείο, άκουγες στη διαπασών τον Ιμάμη να δοξάζει τον Αλλάχ και να καλεί τους πιστούς σε προσευχή. «Θέλει πολλά κότσια να ζεις εδώ και να αντιστέκεσαι στην εχθρότητα των φανατικών με μόνο όπλο σου την δύναμη της πίστης και του χαρακτήρα σου», είπα από μέσα μου.
Τον είδα ξανα, ένα-δυό χρόνια αργότερα, στις εκδηλώσεις στην Πάτμο για τα δεν θυμάμαι πόσα χρόνια από την συγγραφή της Αποκάλυψης από τον Ιωάννη. Γινόταν πανζουρλισμός στο νησί, με όλη τη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αραγμένη σε κότερα και θαλαμηγούς, να παραστέκεται στον άρρωστο Ανδρέα Παπανδρέου, τα μίντια να κυνηγούν την Μιμή σε κάθε της βήμα, και τα τηλεοπτικά τσακάλια να έχουν στρατοπεδεύσει έξω από τη θαλαμηγό του Λάτση για να βγάλουν θέμα.

Ο Πατριάρχης πέρασε μπροστά μου στα στενοσόκακα της Χωρας, ανεβαίνοντας στο μοναστήρι για να κάνει τη Λειτουργία. Κοιταχτήκαμε, έδειξε πως με αναγνώρισε, και χάρηκα εγώ τόσο που σχεδόν με ενθουσιασμό και με αυθορμητισμό ολωσδιόλου ανάρμοστο του φώναξα «ω, γεια σας τι κάνετε;». Από παντού, εισέπραξα βλέμματα αποδοκιμασίας. Από εκείνον, όμως, όχι. Αντιθέτως, χαμογέλασα με την αποκοτιά μου, και μου απάντησε στο ίδιο, περίπου στυλ: «Πολύ καλά, και χαίρομαι που σας βλέπω».

Σήμερα, καθώς μπήκε στο αεροπλάνο, κοντοστάθηκε λίγο στο χώρισμα μεταξύ πρώτης και οικονομικής θέσης, και μας χαιρέτισε. Δεν ειχα την αξίωση να με αναγνωρίσει, τόσα χρόνια που πέρασαν, χωρίς μουστάκι πιά εγώ, με άλλα δέκα περίπου χρονάκια στη πλάτη μου, και τουλάχιστον 15 κιλά από πάνω ως κάτω.

Τακτοποίησε μόνος την μία χειραποσκευή του στη ντουλάπα, και κάθισε στη θέση του. Μόνο τρία άτομα τον συνόδευαν – δεν τους γνωρίζω, θα τους μάθω. Αλλά μου έκανε εντύπωση αυτό, γιατί φαντάζομαι πόση «φασαρία» θα συνόδευε έναν αντίστοιχης εμβέλειας θρησκευτικό ηγέτη, τον Πάπα ας πούμε, σε ένα τέτοιο ταξίδι, εάν βεβαίως καταδεχόταν να ταξιδέψει, εκείνος ο άλλος ηγέτης, με μια χαμηλού κόστους τσάρτερ πτήση, με μόλις 9 θέσεις μπίζνες, και καμία απολύτως πολυτέλεια.

Όποιος θέλει, πάει κοντά του και του μιλάει. Η κουρτίνα που χωρίζει την πρώτη θέση από την οικονομική είναι, κατόπιν δικής του επιθυμίας, μαζεμένη ώστε να μην υπάρχει … αποκλεισμός.

Δεν ειμαι πολύ της Εκκλησίας άνθρωπος, και σίγουρα δεν έχω κανέναν λόγο συμφέροντος να εκθειάζω τον κ. Βαρθολομαίο. Το ταξίδι αυτό το πληρώνει εξ ολοκλήρου η εφημερίδα μου, η Ελευθεροτυπία, και όσο για τις δικές μου υπαρξιακές αγωνίες, οπωσδήποτε δεν πρόκειται να ζητήσω από τον επί Γης ποιμενάρχη της Εκκλησίας μας να μεσολαβήσει στον ύψιστο για μια θέση First Class όταν αποδημήσω!

Τις προσέχω, όμως, τις μικρές αυτές λεπτομέρειες στους ανθρώπους, και πολλές φορές δίδω σ’ αυτές ιδιαίτερη σημασία. Από τέτοιες μικρές λεπτομέρειες, έφτασα από τον χώρο της Εκκλησίας να εκτιμώ πολύ δύο ακόμα ανθρώπους: τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο, και τον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο.

Λοιπόν. Φτάνοντας στο Μανάους, θα γίνει μια μικρή τελετή καλωσορίσματος στο αεροδρόμιο, και θα κατευθυνθούμε μετά στο λιμάνι όπου θα διασκορπιστούμε σε τέσσερα πλοία, που θα είναι για όλο αυτό το διάστημα, το ξενοδοχείο μας.

Με ενημέρωσαν προ ολίγου ότι όλοι οι δημοσιογράφοι θα μείνουμε στο Helios Gabriel – ο Θεός βοηθός, γιατί τόσοι δημοσιογράφοι μαζεμένοι σε έναν χώρο δεν είναι καλό πράγμα!

Εμβόλιο κατά του Κίτρινου Πυρετού κάναμε όλοι. Κατά του Κιτρινισμού, το λησμονήσαμε…

Εις το επανειδείν!