Tuesday, September 26, 2006

ΤΟ Μπερδεμα!




Α! και τι ωραίος, στ’ αλήθεια,
είν’ αυτός ο τρελλός χορός
των μικρών και μεγάλων αφισών που, αντάμα
με τα πρωτοβρόχια
του φθινοπώρου
πλημμύρισαν άξαφνα την πόλη μου.
Κυριαρχούν, βεβαίως, οι υποψήφιοι
Δημαρχαίοι,
Νομαρχαίοι, και
Υπερνομαρχαίοι,
ανάμικτοι
με τραγουδιστάδες της νύχτας,
αηδόνια των μπουζουκομάγαζων.
Ετσι, που πολλές φορές συγχίζομαι,
και δεν ξέρω που τραγουδάνε απόψε
ο Ντινόπουλος με την Πιπιλή,
και που εκλέγονται ο Λε-Πα με την Αντζελα…

Friday, September 22, 2006

Αυτοκτόνησε για να ζήσει το παιδί του



ΕΝΟΡΚΟ διοικητικό δικαστήριο της Αγγλίας εξέτασε την περασμένη Τρίτη μια συγκλονιστική περίπτωση αυτοκτονίας ανθρώπου, που καταδεικνύει, ανάμεσα σε άλλα πολλά, την «αποστασιοποιημένη βαρβαρότητα» με την οποία αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που αναζητούν στα εδάφη τους ένα καταφύγιο για να γλιτώσουν από δικά τους, απάνθρωπα καθεστώτα, η μια ευκαιρία απλώς για να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή μακριά από την φοβερή και αβάσταχτη δυστυχία της διαρκούς φτώχειας.

ΟΙ ένορκοι παρακολούθησαν καρέ-καρέ, όπως κατεγράφη πριν από περίπου έναν χρόνο, από κάμερες κλειστού κυκλώματος του κέντρου κράτησης λαθρομεταναστών Γιάρλς Γούντ, στο Μπέντφορντσαϊρ, τον Μανουέλ Μπράβο, έναν άνδρα 36 ετών από την Αγκόλα να βγαίνει από το κελί του, να δένει μια πρόχειρη θηλιά στο λαιμό του και να θέτει τέρμα στη σύντομη ζωή του.

ΤΟΝ βρήκαν κρεμασμένο λίγη ώρα μετά οι φύλακες, όταν τους ειδοποίησε, γεμάτος ανησυχία, ο 13χρονος γιος του Αντόνιο, με τον οποίο είχαν μεταφερθεί στο ίδιο κελί 12 ώρες νωρίτερα εν αναμονή της απόφασης των αρχών για το εάν θα τους δοθεί ή όχι πολιτικό άσυλο. Λίγο πριν βγει από το κελί, ο Μανουέλ Μπράβο είπε στον γιο του: «Θέλω να’σαι γενναίος. Να δουλεύεις σκληρά. Να μην αμελήσεις τα μαθήματά σου στο σχολείο. Όλα θα πάνε καλά, αγόρι μου. Μην ανησυχείς.».

ΠΕΝΤΕ μήνες πριν την αυτοκτονία του, ο Μανουέλ Μπράβο μπήκε στην δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης του Λήντς όπου έγραψε και εκτύπωσε ένα μήνυμα που έλεγε: «Θέλω να πεθάνω, αφού δεν βλέπω να’χω πιθανότητες να πάρω άδεια παραμονής εδώ. Ο θάνατός μου ίσως να είναι και η μοναδική ελπίδα για να παραμείνει στη χώρα ο γιος μου, και υπό την επίβλεψη του προγράμματος προστασίας ανηλίκων της κυβέρνησης, να συνεχίσει το σχολείο του.» Το μήνυμα δεν δόθηκε ποτέ στους φίλους του, όπως είχε σκοπό. Βρέθηκε φυλαγμένο στο ντοσιέ «Τα Έγγραφα Μου», στον υπολογιστή της βιβλιοθήκης, λίγο μετά τον θάνατό του.

Ο ΜΑΝΟΥΕΛ ΜΠΡΑΒΟ, είχε φτάσει στη Βρετανία το 2001 με τη γυναίκα του και τους δύο γιους του, Αντόνιο και Μέλιου. Ζήτησε πολιτικό άσυλο γιατί όπως δήλώσε τότε στις αρχές, ο πατέρας του υπήρξε ηγέτης της «Ένωσης Δημοκρατικής Νεολαίας», που αντιπολιτευόταν το καθεστώς του προέδρου της Αγκόλας, Χοσέ Εντουάρντο ντος Σάντος. Είπε ακόμα πως άνθρωποι του καθεστώτος είχαν δολοφονήσει τους γονείς του και βιάσει τις αδελφές του. Νωρίτερα φέτος, η γυναικα του Λίντις και ο μικρός γιος του, Μέλιου, αναχωρησαν για την Αγκόλα για να βρεθει κοντα στον βαρια άρρωστο πατέρα της. Μόλις έφθασαν όμως στο αεροδρόμιο της Αγκόλας, συνελήφθησαν και έκτοτε η τύχη τους αγνοείται.

ΕΝ τω μεταξύ, η αίτησή του Μανουέλ Μπράβο προς τις βρετανικές αρχές απορρίφθηκε, και η έφεσή του μπλέχτηκε στα γρανάζια μιας χρονοβόρας και πολύπλοκης διαδικασίας, το τέλος της οποίας ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένο: απελαύνονται πατέρας και μεγαλύτερος γιος, μένουν μητέρα και μικρότερος.

ΠΙΣΤΕΨΕ, τότε, ο άνθρωπος ότι μόνο ο θάνατός του μπορούσε να ανατρέψει αυτήν την απόφαση. Ποιο καθεστώς – θα σκέφτηκε – θα τολμήσει να απελάσει ένα παιδί 13 χρόνων, που μάλιστα δεν έχει οικογένεια στην οποία να επιστρέψει στη χώρα του; Η πράξη του συγκλόνισε όσους την πληροφορήθηκαν. ( Όχι πολλοί, δυστυχώς, αφού η είδηση δημοσιεύτηκε μόνο στις καλές αγγλικές εφημερίδες.). Και τους έκανε, ίσως, να σκεφτούν ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που φεύγουν από τις χώρες τους, δεν φεύγουν για πλάκα, χωρίς λόγο. Ούτε έρχονται στις δικές μας χώρες αποφασισμένοι να «μας πάρουν τη μπουκιά από το στόμα», και «να μοιραστούν τον πλούτο που εμείς, με τη δουλειά μας, αποκτήσαμε». Φεύγουν γιατί κινδυνεύουν. Από απολυταρχικά καθεστώτα η/και από φτώχεια. Δεν ξέρουν, δυστυχώς, ότι σε πολλούς από τους ... παραδείσους όπου με χίλια βάσανα καταφέρνουν να φτάσουν, πολλές φορές κινδυνεύουν εξίσου!

Υ.Γ.: Το κομμάτι δημοσιεύτηκε σήμερα, 22 Σεπτεμβρίου 2006, στη στήλη «Πρόσωπα & Προσωπεία» της «Ελευθεροτυπίας». Η Independent, που για μένα είναι, αυτή τη στιγμή, από τις πιο … προχωρημένες εφημερίδες παγκοσμίως (επισκεφθείτε την στο
www.independent.co.uk), είχε κάνει την είδηση πρωτοσέλιδο θέμα. Εμείς, εδώ, είμαστε ακόμα κολλημένοι στην μικροπολιτική. Επίσης, η φωτογραφία που δημοσιεύεται είναι από διαδήλωση, πρόσφατα, έξω από αυτό το κέντρο προσωρινής παραμονής λαθρομεταναστών στο Μπέντφορντσαϊρ. Μια γυναίκα διαμαρτύρεται για την ταλαιπωρία που υφίστανται οι ζητώντες άσυλο, κρατώντας ένα πλακάτ που γράφει ότι στην πατρίδα τους αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν βασανιστήρια, και αναρωτιέται αν θα καταφέρουν να επιβιώσουν στην, πολιτισμένη, κατά τα άλλα, Βρετανία;

Wednesday, September 20, 2006

Οι αταξινόμητες περιπλανήσεις μου



Θα θύμωνε
ο μέντοράς μου, ασφαλώς
αν αντιλαμβανόταν πως έγραφα
ποίηση θυμωμένη.
Ρήτρα υψηλά θ’ απαιτούσε
για την προσβολή των λέξεων
και των συναισθημάτων.
Ασφάλιστρα πανάκριβα
για κάθε στίξη
που χάνεται,
κάθε «άνω τελεία»
που άσκοπα, εντελώς, σπαταλιέται
στης νέας διαλέκτου
την τυποποίηση.
Θα μ’ έβαζε να ξαναδιαβάσω
Σαίξπηρ και Έλιοτ,
Ελύτη και Καβάφη,
Ντίκενς και Ντοστογιέφσκι,
Καζαντζάκη και Παπαδιαμάντη.
Ταξίδια μου
καινούργια
(και παλαιά, επίσης…)
γενναιόδωρα
θα επιδοτούσε – Αχ!
Και μπιχλιμπίδια όμορφα θα μου χάριζε
να’χω απασχόλιο
στις αταξινόμητες περιπλανήσεις μου
στο «πέραν» του εδώ,
στο «σιμά» του εκεί,
στο «έρχομαι», πάντα.
Να με περιμένεις, πάλι
όπως ήμουν.
Απαλλαγμένον από θυμό,
ανασφάλεια, κι όλα τα άβολα φτιασίδια της –
Κοίτα!
Κοίτα εμφάνιση…
Για να θυμάσαι
όταν δεν θάχω πιά, τίποτ’
άλλο
να με βαραίνει
παρεκτός ετούτο το μόνο,
υπέροχο φορτίο των λέξεών μου.
Δηλαδή:
Ένα ποίημα, όλο κι όλο.
Μόνο ένα.

Monday, September 18, 2006

Ενοχη σιωπή (Και πιο ένοχη, ακόμα, ταύτιση με τον δήμιο)



Σ’ αυτούς τους περίεργους καιρούς που ζούμε, όπου τα πάντα μπορούν να παρερμηνευθούν και η καχυποψία να πηγαίνει σύννεφο, κάθε κράτος που κάνει κάτι που μπορεί να στενοχωρήσει την Αμερική η το Ισραήλ, αυτομάτως θα κερδίσει πολλούς φίλους. Πρόσφατη είναι, άλλωστε, η τρέλα που κατέλαβε τους Άραβες όταν η εθνική μας μπάσκετ κέρδισε την αντίστοιχη ομάδα της Αμερικής, και βγήκαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας για ένα άθλημα που μάλλον δεν ξέρουν εάν παίζεται με τα χέρια η τα πόδια.
Συμπάθειες πολλές έχει κερδίσει τον τελευταίο χρόνο και το Ιράν, που πολύ έντεχνα εφαρμόζει το «δύο μέτρα και δύο σταθμά» σε μια ολόκληρη γκάμα από θέματα. Έχω διαβάσει όχι λίγα επαινετικά κείμενα για τον ανεκδιήγητο πρόεδρο της χώρας, τον Μαχμούντ Αχματιτζενάντ, και έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους να επαινούν το καθεστώς του ωσάν να είναι κάποιο μοντέλο Δημοκρατίας που όλοι θα πρέπει να μιμηθούμε.
(Προσθέτω, παρενθετικά, και ένα άλλο παράδοξο που, χρόνια τώρα, ευδοκιμεί εδώ, στα δικά μας λημέρια: πες κακή κουβέντα για τους Άραβες, και είναι αυτομάτως ωσάν να είσαι εχθρός του Ελληνισμού, πράκτορας των Αμερικάνων, η και τα δύο).
Μιλάμε, όμως, σήμερα για το Ιράν. Ένα καθεστώς το οποίο δεν είναι δημοκρατικό, καταπιέζει και βασανίζει τους ίδιους τους πολίτες του, ασκεί τρομοκρατία στο εσωτερικό της χώρας, και την συντηρεί εκτός αυτής, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο της Χεζμπολλάχ.
Η θεοκρατική κλίκα της Τεχεράνης, ένα πράγμα γνωρίζει να πράττει άριστα: να δημιουργεί ψεύτικες, πλασματικές κρίσεις. Το έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Το κάνει και τώρα με το πυρηνικό της πρόγραμμα, ότι τάχα το αναπτύσσει για λόγους ενεργειακούς. Ένας και αδιατάρακτος ο στόχος: να καταστείλει την όποια εσωτερική αντίδραση για τα μύρια όσα στραβά του καθεστώτος, και να δημιουργήσει ενότητα και οργή κατά του «κοινού εχθρού».
Όπως και στην περίπτωση του Ιράκ επί Σαντάμ Χουσείν, τα μεγάλα θύματα του καθεστώτος είναι οι ίδιοι οι απλοί πολίτες του – και, για όνομα του Θεού, μόνο ένας παλαβός θα επαναλάμβανε στο Ιράν το έγκλημα που διέπραξε ο Μπούς κατά της Τεχεράνης.
Δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να εισβάλει κανείς σε μιαν άλλη χώρα. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί και να απαγορευθεί η σκληρή, εναντίον της κριτική. Και δεν σημαίνει ότι όποιος επικρίνει το Ιράν, ή όποιον άλλον αντιτίθεται στις ΗΠΑ η στο Ισραήλ, είναι αυτόματα και «τσιράκι» αυτών των δύο κρατών.
Τι θα κάνουμε όμως; Θα κρατήσουμε το στόμα κλειστό, και δεν θα αντιδράσουμε καθόλου εναντίον ενός καθεστώτος το οποίο πέρυσι, δημοσίως απαγχόνισε δύο νεαρούς άνδρες μόνο επειδή ήταν ομοφυλόφιλοι; Πληροφορίες ανθρωπιστικών οργανώσεων ανέφεραν μάλιστα ότι οι δύο νεαροί, που πέθαναν φρικτό θάνατο, δεν είχαν καν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας τους.
(Στη φωτογραφία, η στιγμή που τους περνάνε τη θηλιά στο λαιμό!)
Θα κάνουμε, άραγε, τα στραβά μάτια στο Ιράν, επειδή αντιτίθεται στην «φοβερή Αμερική», και στο «τρομερό Ισραήλ»; Ποιος εφεύρε την έννοια αυτής της ανόητης … πολιτικής αλληλεγγύης;
Μόλις τον περασμένο μήνα, διαβάσαμε σε όλες τις έγκυρες εφημερίδες του εξωτερικού (συμπεριλαμβανομένης και της βρετανικής Ιντιπέντεντ, που κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει για εχθρότητα προς τις αραβικές χώρες και για εύνοια προς την Ουάσιγκτον η την Ιερουσαλήμ), ότι η ιρανική αστυνομία χρησιμοποίησε άνευ προηγουμένου βία, με κλόμπς και δακρυγόνα, για να διαλύσει συγκέντρωση περίπου 200 γυναικών που ζητούσαν απλώς ίσα δικαιώματα με τους άνδρες στον γάμο και στα διαζύγια.
Οι γυναίκες στο Ιράν δεν έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση ως υποψήφιες. Δεν θεωρούνται άξιες να καταλάβουν δημόσιο αξίωμα.
Δικαιούνται, όμως, και ενθαρρύνονται κιόλας, να καταταγούν στα σώματα ασφαλείας. Και έτσι, πολύ συχνά βλέπουμε αυτές τις γυναίκες-αστυνομικίνες, να ασκούν απίστευτη βία εναντίον άλλων γυναικών που διαδηλώνουν ζητώντας το αυτονόητο: ίσα δικαιώματα.
Περισσότερες από 100 εφημερίδες έχει κλείσει το καθεστώς του Αχματινετζάντ και των αγιατολλάδων. Δημοσιογράφοι, συγγραφείς, ακόμα και bloggers τώρα, συλλαμβάνονται και κλείνονται σε φυλακές και κρατητήρια χωρίς δίκη. Χωρίς καν κατηγορία.
Υπό κράτηση ευρισκόμενοι, υποφέρουν φρικτά βασανιστήρια – ψυχικά και σωματικά. Οι καταγγελίες και οι μαρτυρίες που φτάνουν σε γνώση των ανθρώπων της Διεθνούς Αμνηστίας είναι ατέλειωτες και ανατριχιαστικές. Μόνο πέρυσι, ο οργάνωση αυτή τεκμηρίωσε 94 εκτελέσεις, πριν από τις οποίες προηγήθηκε φρικτός βασανισμός των θυμάτων.
Ο δημοσιογράφος Ακμπάρ Γκάντζι, μόλις έχει αφεθεί ελεύθερος έπειτα από φυλάκιση 6 ετών, επειδή τα άρθρα του θεωρήθηκαν «επικίνδυνα για την ασφάλεια της χώρας».
Ένας φίλος, στο BBC στο Λονδίνο, του μίλησε πριν από λίγες μέρες – φίλοι, από μικρά παιδιά. «Άκουγα την φωνή ενός άλλου ανθρώπου», μου είπε. «Δεν τον αναγνώρισα. Τόσο πολύ τον βασάνισαν, που τον μετέτρεψαν σε κάποιον άλλον. Τον ανάγκασαν και υπέγραψε μια δήλωση, ότι πράγματι εργαζόταν εις βάρος του καθεστώτος, το οποίο και ευχαριστεί επειδή τον έκλεισε φυλακή και τον βοήθησε να σωφρονιστεί!».
Αλλά, είπαμε: το μεγαλύτερο έγκλημα απ’ όλα είναι να σιωπά κανείς και να μην αντιδρά καθόλου σε όλ’ αυτά. (Και όμως, μια διαδήλωση τόσων ανθρωπιστικών, όπως ονομάζονται, οργανώσεων που έχουμε εδώ, έξω από την ιρανική πρεσβεία δεν έχω δει).

Υ.Γ. : Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lifo που κυκλοφόρησε στις 14.09.2005.

Tuesday, September 12, 2006

Εκδίκηση



Που ήσουν, λοιπόν
Εσύ
όταν γινόταν του Κόσμου η συντέλεια
και δεν προκαμα να ζωγραφίσω
μέσα στο βλέμμα μου, μέσα
τα μάτια σου τα όμορφα, τόσο;
Είχες πεταχτεί, μού’παν,
στην άλλη γωνιά
να καταθέσεις άκοπες ανάσες σου
σε λογαριασμό τρεχούμενο
που κάποτε
ανοίξαμε μαζί – θυμάσαι;
- για να’χουμε κάτι να διηγηθούμε, λέγαμε
όταν πια δεν θα μιλάμε…
Ε να, λοιπόν, τώρα,
που ήρθε η στιγμή
(επιτέλους! Της συντέλειας η στιγμή…)
να τα πούμε!