Monday, August 27, 2007

Η Απαρατημένη Πατρίδα Μου


Απ’ τα’ απόγεμα της Παρασκευής, μ’ ένα ζεύγος ακουστικών στ’ αυτί κ’ ένα μικρόφωνο μπροστά στο στόμα, ν’ ακούω και να μιλάω για πυρκαγιές. Έξω, να τις μυρίζομαι και να τις βλέπω. Μέσα μου, να τις αισθάνομαι. Ν’ αφαιρούν χώρο από την ύπαρξή μου. Κομμάτια από την απαρατημένη πατρίδα μου.
Απ’ όλα τα μέτωπα, μια αδιαμφισβήτητη, σχεδόν καθολική διαπίστωση: Δεν ήμασταν ούτε γι’ αυτό προετοιμασμένοι.
Γι’ αυτό και πρώτο μέλημά μας ήταν να δείξουμε γρήγορα με το δάκτυλό μας αλλού:
n Στις «πρωτοφανείς καιρικές συνθήκες» (μια ζωή στην Ελλάδα, θυμάμαι τον εκάστοτε υπουργό Εσωτερικών, ΠΕΧΩΔΕ, Γεωργίας, η και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, να μιλάει για τον λυσσασμένο μας άνεμο, τον αφόρητή μας ζέστη, τα’ ακραία μας τα φαινόμενα).
n Και σε κάποια «οργανωμένα σχέδια εξόντωσης της χώρας». Δηλαδή, ο εχθρός που πάντα μας βολεύει. Και που εγώ, συμπαθάτε με, ώσπου να δω να πιάνεται έστω ένας από τους εμπρηστές και να καταδικάζεται κατόπιν δίκαιης και καθαρής ακροαματικής διαδικασίας, δεν θα πιστεύω ποτέ ότι υπάρχει.
Κανείς δεν σκέφτηκε ότι, εφ’ όσον ζούμε πια σε μια χώρα «υψηλού κινδύνου», υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να καεί, φερ ειπείν, λέμε τώρα, ακόμα και η Αρχαία Ολυμπία.
Και αφού κανείς δεν το σκέφτηκε, πόθεν να προκύψει και σοβαρό σχέδιο για την αντιμετώπιση και αυτού του ενδεχόμένου;
Όταν συμβεί το κακό, και όσο διαρκεί η … επικοινωνιακή του ένταση, τότε, και μόνο ως … ανακοινωθέντα, «παίρνονται» κάποια μέτρα, που στην πορεία της εύθραυστης ζωής μας, γρήγορα ξεχνιούνται βέβαια, και ακόμα πιο γρήγορα καταργούνται.
Προσπάθεια να δακρύσει κατέβαλε ο πρωθυπουργός, στο πρώτο διάγγελμά του. Βλέμμα βρεμένο, πουκάμισο ανοικτό, αποφασιστικότης εμφανώς απούσα. Κι έπειτα, ανάμεσα σε άλλα, ανακοίνωσε ότι θα φωτογραφηθούν από δορυφόρο οι καμένες περιοχές, ώστε να μην μπορεί κανείς να τις οικοπεδοποιήσει.
Ωραία! Καίγεται η Ελλάδα. Χωριά γίνονται στάχτη. Άνθρωποι απανθρακώνονται μέσα στα σπίτια τους, στα χωράφια και στ’ αυτοκίνητά τους. Φωνές απόγνωσης σκίζουν τον άγριο αγέρα – των μποφόρ και των ηλεκτρονικών μέσων. «Βοηθείστε μας, παρακαλούμε. Θα καούμε ζωντανοί, τρέξτε. Στείλτε ένα αεροπλάνο, μια πυροσβεστική…».
Στον εικονικό του κόσμο χαμένος και ο Παπανδρέου. «Δεν είναι ώρα για κατανομή ευθυνών, έλεγε το απόγευμα του Σαββάτου. Βράδυ 9 και κάτι, εγώ ήμουν στον αέρα του Αντένα, όταν μεταδώσαμε την σκληρή επίθεσή του κατά της κυβέρνησης, «ηθικής αυτουργού της τραγωδίας που έπλήξε τη χώρα μας».
Πώς να εμπιστευθείς ποτέ έναν άνθρωπο που φοβάται να είναι ο εαυτός του;
Από κάτω, ολόγυρα, πρόσωπα τρομαγμένα – τι πράμα ειν’ αυτό φέτος; Τι καλοκαίρι φλογερό; Πόση οδύνη;
Κοιταζόμαστε σαν απόλυτα οικείοι ξένοι! Μας ενώνει της κάθε επερχόμενης συμφοράς το αδιάκριτο κτύπημα – ντεκόρ με τα δικά του αποκαΐδια απέκτησε και ο Κοκκιναράς, δίδυμο αδελφάκι με τη Ζαχάρω, όπως ο Παπάγος με το Αλιβέρι.
Σε κάθε μέτωπα, παραμονεύει ο φόβος μας για την ανακοίνωση του επόμενου. Η στιγμιαία έκπληξη, η μοιραία οργή, η ένοχη αποδοχή, η γλυκιά λήθη. «Όμορφη, και παράξενή μου πατρίδα…».
Εχουν κι άλλοι τις δυστυχίες, τις πυρκαγιές, τις πλημμύρες και τους σεισμούς τους, «αλλά δεν κάνουν κι έτσι»: να προσποιούνται, δηλαδή, ότι τους αφορά περισσότερο απ’ ότι τους νοιάζει!
Και να φωνάζουν, βεβαίως, πιο πολύ απ’ όσο μπορεί να αντέξει η μη προδοσία της ενοχής τους.
Στην επόμενη κραυγή, η νεκροψία θα είναι για την Ακρόπολη. Πιθανώς και για την Επίδαυρο. Και – γιατί όχι; - εν ώρα παραστάσεως. Μιας τραγωδίας αρχάιας, ας πουμε. Που να την βλέπουμε οι σημερινοί, σαν … θυμηση! Καρτ-ποσταλ υπερτροφικής πατριωτικής έπαρσης.
Ετσι δεν έχουμε ωραιοποιησει όλες τις τραγωδίες μας;
Ετσι δεν εμφανίζουμε πάντα τα όποια ελαττωματά μας ως παραστρατημένα προτερήματα;
«Μελαμψές φυλές. Κοντοπόδαρες. Σειληνοί του κράτους που ξερνάει, και νάτους: Τσιφτετέλληνες».
Μιλώ για αυτούς που καίνε. Όχι τους καμμένους που – το είδαμε όλες ετούτες τις ημερες – ένοιωσαν στο φλεγόμενο πετσί τους τι πάει να πεί «εις ώτα μη ακουόντων». Την απελπισία της εγκατάλειψης. Την τρομερή αίσθηση ότι ζουν σε μια χώρα όπου οι αφέντες της αδυνατούν να τους προστατεύσουν:
-- από τη φωτιά, τη βροχή, τον αέρα, την αστραπή
-- από την επιδρομή των απλήστων
-- από την επιβολή των αγραμμάτων
-- απο τους κλέφτες και τους λωποδύτες
-- το φαγητό που τρώμε, το νερό που πίνουμε
-- και τόσα, τόσα άλλα που τα βλέπω κάθε βράδυ στην άθλια τηλεοπτική ανακεφαλαίωση της κάθε μας μέρας.
Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν έχω νοιώσει τόσο εκτεθειμένος στη συμφορά, όσο τις τελευταίες τρεις που οι πυρκαγιές σαρώνουν τη μισή πατρίδα μου.
Εζησα τους φοβερούς τυφωνες στη νότια Αγγλία στα μέσα της δεκαετίας του ’80, με δέντρα να «σηκώνονται» στον αέρα μαζί με τις ρίζες τους, και να καταλήγουν μέσα σε σπίτια, πάνω σε αυτοκίνητα, θερίζοντας δεκάδες ανθρωπινες ζωές.
Ουτε στιγμή, όμως, δεν αισθάνθηκα αυτό το απόλυτο βυθισμα σε φόβο και απέραντη οργή που με κατέλαβε ετούτο το φρικτό καλοκαίρι της καιγόμενης Ελλάδας.
Ισως γιατί δεν βγήκε, τότε, μέσα στην τρέλλα του τυφώνα, κανένας Αγγλος Πολυδωρας για να δηλώσει ότι περιβάλλει με εμπιστοσύνη τον αρχηγό της Πυροσβεστικής. Εάν το έκανε, θα πείθονταν όλοι οι Αγγλοι – μαζί τους και εγω – ότι πράγματι είναι άχρηστος. Γιατί ποτέ, όταν βυθίζεται το καράβι σου, δεν βγαίνεις εσύ «στους ασυρμάτους όλου του κόσμου» για να βροντοφωνάξεις το, υποτίθεται, αυτονόητο: ένας εφοπλιστής να εμπιστεύεται τον καπετάνιο που διάλεξε.

Είναι αργά, βράδυ Κυριακής.
Ξεκίνησα να γράψω ένα ρέκβιεμ για τα καμμένα μου. Τον Ταυγετο. Τον Καιάφα. Την Ολυμπία. Τά Στείρα.
Και κατέληξα να χτυπάω τα πλήκτρα έχοντας πάλι βουτήξει τα’ ακροδάχτυλά μου στο συσσωρευμένο περίσσευμα της οργης μου…

Tuesday, August 07, 2007

Χορός Ολόγυμνος


Ένα κέλυφος γεμάτο από ερωτηματικά, σφιχτά στα χέρια μου μέσα. Το μάζεψα από’ να κοίλωμα στα βράχια,
που’ χε γεμίσει νερό και ηρεμία.
Θάλασσα ακούω;
Άνεμο βλέπω;
Αγάπη ακουμπάω;
………………
Σιωπή υπέροχη – φτερούγισμα ερωτικού ύδατος, εξ ου και απαντήσεις δεν λαμβάνω, καθως. Απροσδόκητα αναζητώ πατήματα για τις αιώνιες απορίες μου. Χωρίς
Ούτε στιγμή – για δες!
να μην υποκύπτω στον πειρασμό της δυσκολίας.
Βουτώ στα παγωμένα σου νερά και αναδύομαι προσωρινός θριαμβευτής
ενός αγώνα
που εκ των προτέρων ξέρω πως νικητή δεν θα ΄χει.
Εξαλλα, ως εκ τουτου, πανηγυρίζω συγκορμος την προσωρινότητά μου,
μ’ έναν χορό ολόγυμνο, στα πρόθυρα της πέτρας και της άμμου.
Με τα χέρια σε έκσταση – τόσο, που ν’απλώνομαι από την μια άκρη του πελάγου ίσαμε την άλλην, σαν Εσταυρωμένος χιλίων ακανόνιστων κυμάτων,
σφαδάζοντας από ήχους της αλμύρας και της,
κάπου μακριά από μένα,
Αγιοσύνης της.
Ωστόσο, είναι στιγμες
Διακεκομένες
Που
Επιθυμω
Γδυσω
Ο,τι ταπεινα
Φυλακίζει με
Και ερθω
Κοντα
Σου
Κέλυφος
Μεσα
Κοιτα
Ανοικτο
Πόσο…