Η όρασή μου...
Είναι λίγα χρόνια τωρα, 2 νομίζω εάν τα συγκρατεί καλά το θολό, σε τέτοιες περιπτώσεις, μυαλό μου, που η όρασή μου άρχισε να χαλάει. Ο αστιγματισμός με κάνει να μη βλέπω καθαρά στον κινηματογράφο, και η πρεσβυωπία με δυσκολεύει να διακρίνω καλά, ιδίως μέσα στο μισοσκόταδο, τη λίστα των κρασιών σ' ένα ωραίο εστιατόριο.
Απέκτησα, λοιπόν, στα καλά καθούμενα, δυό ζευγάρια γυαλιών. Ένα για τα κοντινά μου πλάνα, όπως λένε οι άνθρωποι της τηλεόρασης, και ένα για τα μακρυνά. Στα μεσαία, καλά πάμε μέχρι στιγμής. Αλλά δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το πράγμα, και άς μου λένε φίλοι και συγγενείς, προφανώς γιατί με συμπαθούν και με συμπονούν, ότι μου πάνε μούρλια τα γυαλιά.
Τη πρώτη φορά που συνειδητοποίησα αυτήν την πρώτη θαμπάδα στην όρασή μου, έκλεισα θυμάμαι με τρόμο τα μάτια και είπα στον εαυτό μου, ψιθυριστά μην ακούσει κανείς, "μεγάλωσες, φίλε".
Επεσα σε βαθεια μελαγχολία, από την οποία δεν ξέρω εάν ακόμα έχω αναδυθει. Ξέρω ότι δεν περνά μέρα που να μην το σκέφτομαι "αυτό". Το γεγονός, δηλαδή, ότι ενω μέχρι πρίν από μερικά χρόνια μπορούσα να στέκομαι πλάι σε παρατηρητές αεροπλάνων στο αεροδρόμιο του Χήθροου, στο Λονδίνου, και να τους υπαγορεύω τους κωδικούς αριθμούς των αεροσκαφών, που εκείνοι έβλεπαν μόνο με κυάλια, τώρα πενθώ για την απώλεια αυτού του θεικού δωρου. Αφελώς, ρωτησα έναν γιατρό πως γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη να συμβαινει "αυτό"; "Φθορά μηχανήματος", μου απάντησε κυνικά. Και συμπλήρωσε: "O χρόνος".
Όμως, έχω και μιαν άλλην διάγνωση, που την πιστεύω πιο πολύ. Μου την είπε κάποτε ένας σπουδαίος γιατρός, φιλόσοφος της ιατρικής, που λέγεται Κωνσταντίνος Γαρδίκας, και που δυστυχως δεν ζεί σημερα. Ηταν Καθηγητής Παθολογίας, διευθυντής επί σειρά ετών στον "Ευαγγελισμό", άνθρωπος που άπλωσε την ιατρική του πέρα από τα όρια της επιστήμης της και την συνέδεσε άρρηκτα με τον άνθρωπο και τον χώρο του. Καθόμασταν συχνά στη βεράντα του, ακριβώς απέναντι από τον "Ευαγγελισμό", και μού' λεγε θυμάμαι, "τί κρίμα, το βλέμμα μας να σταματάει σε τόσα κτίρια, τόσο κοντά".
Οταν δεν ανταποκρινόμουν σε κάτι που έλεγε, χαμογελούσε ταπεινά και συνέχιζε επεξηγώντας. "Οι μισες παθήσεις των οφθαλμών σήμερα, οφείλονται στο ότι το μάτι δεν αφήνεται να κοιτάξει απεριόριστα μπροστά, να ξεκουραστεί με την απόσταση, και όχι να ζοριστει προσκρούοντας σε κτίρια κοντινά". Και μου συνέστησε, όταν νοιώθω τα μάτια μου κουρασμένα και βαριά, όταν από το συνεχές διάβασμα, γράψιμο, η καί άγχος επέρχεται "όλη αυτή η θαμπάδα", να δραπετεύω για λίγο, να αναζητώ μια θάλασσ' ανοικτή, και να την βλέπω αχόρταγα.
Αυτό το τοπίο, το συνέλαβα πέρυσι, Γενάρη μήνα, στη Τηνο. Και το συνέλαβα έτσι, πεντακάθαρο, χωρίς τα γυαλιά μου. Επειδή, έστω για λίγο, παραδόθηκα στο "ανευ εμποδίων" πεδίο μου, και τα είδα όλα όπως τα έβλεπα και πρίν. Διαυγή, όμορφα, αισόδοξα.
Απέκτησα, λοιπόν, στα καλά καθούμενα, δυό ζευγάρια γυαλιών. Ένα για τα κοντινά μου πλάνα, όπως λένε οι άνθρωποι της τηλεόρασης, και ένα για τα μακρυνά. Στα μεσαία, καλά πάμε μέχρι στιγμής. Αλλά δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το πράγμα, και άς μου λένε φίλοι και συγγενείς, προφανώς γιατί με συμπαθούν και με συμπονούν, ότι μου πάνε μούρλια τα γυαλιά.
Τη πρώτη φορά που συνειδητοποίησα αυτήν την πρώτη θαμπάδα στην όρασή μου, έκλεισα θυμάμαι με τρόμο τα μάτια και είπα στον εαυτό μου, ψιθυριστά μην ακούσει κανείς, "μεγάλωσες, φίλε".
Επεσα σε βαθεια μελαγχολία, από την οποία δεν ξέρω εάν ακόμα έχω αναδυθει. Ξέρω ότι δεν περνά μέρα που να μην το σκέφτομαι "αυτό". Το γεγονός, δηλαδή, ότι ενω μέχρι πρίν από μερικά χρόνια μπορούσα να στέκομαι πλάι σε παρατηρητές αεροπλάνων στο αεροδρόμιο του Χήθροου, στο Λονδίνου, και να τους υπαγορεύω τους κωδικούς αριθμούς των αεροσκαφών, που εκείνοι έβλεπαν μόνο με κυάλια, τώρα πενθώ για την απώλεια αυτού του θεικού δωρου. Αφελώς, ρωτησα έναν γιατρό πως γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη να συμβαινει "αυτό"; "Φθορά μηχανήματος", μου απάντησε κυνικά. Και συμπλήρωσε: "O χρόνος".
Όμως, έχω και μιαν άλλην διάγνωση, που την πιστεύω πιο πολύ. Μου την είπε κάποτε ένας σπουδαίος γιατρός, φιλόσοφος της ιατρικής, που λέγεται Κωνσταντίνος Γαρδίκας, και που δυστυχως δεν ζεί σημερα. Ηταν Καθηγητής Παθολογίας, διευθυντής επί σειρά ετών στον "Ευαγγελισμό", άνθρωπος που άπλωσε την ιατρική του πέρα από τα όρια της επιστήμης της και την συνέδεσε άρρηκτα με τον άνθρωπο και τον χώρο του. Καθόμασταν συχνά στη βεράντα του, ακριβώς απέναντι από τον "Ευαγγελισμό", και μού' λεγε θυμάμαι, "τί κρίμα, το βλέμμα μας να σταματάει σε τόσα κτίρια, τόσο κοντά".
Οταν δεν ανταποκρινόμουν σε κάτι που έλεγε, χαμογελούσε ταπεινά και συνέχιζε επεξηγώντας. "Οι μισες παθήσεις των οφθαλμών σήμερα, οφείλονται στο ότι το μάτι δεν αφήνεται να κοιτάξει απεριόριστα μπροστά, να ξεκουραστεί με την απόσταση, και όχι να ζοριστει προσκρούοντας σε κτίρια κοντινά". Και μου συνέστησε, όταν νοιώθω τα μάτια μου κουρασμένα και βαριά, όταν από το συνεχές διάβασμα, γράψιμο, η καί άγχος επέρχεται "όλη αυτή η θαμπάδα", να δραπετεύω για λίγο, να αναζητώ μια θάλασσ' ανοικτή, και να την βλέπω αχόρταγα.
Αυτό το τοπίο, το συνέλαβα πέρυσι, Γενάρη μήνα, στη Τηνο. Και το συνέλαβα έτσι, πεντακάθαρο, χωρίς τα γυαλιά μου. Επειδή, έστω για λίγο, παραδόθηκα στο "ανευ εμποδίων" πεδίο μου, και τα είδα όλα όπως τα έβλεπα και πρίν. Διαυγή, όμορφα, αισόδοξα.
2 Comments:
Πράγματι, αν το σκεφτεί κανείς, οι άνθρωποι στην επαρχία, στα χωριά, σπάνια φοράνε γυαλιά όρασης.
Μόνο σε κάποια ηλικία, και εκεί πράγματι είναι ο παράγοντας "χρόνος".
Χωρίς να πέσουμε στα κλισέ για την σημερινή ζωή (στρες, κλπ), είναι γεγονός πως υποβάλλεται η όρασή μας σε πολλές δοκιμασίες: από την έλλειψη ορίζοντα, στην τηλεόραση, στην οθόνη που έχω μπροστά μου αυτή την στιγμή. Έτσι και εγώ, θύμα.
Από νωρίς, από τα 16 μου.
Δεν το είχα σκεφτεί, αλλά έχω πολύ καιρό να δω ένα ηλιοβασίλεμα...
Αγαπητέ Χρήστο, καταρχήν καλωσόρισες στη γειτονιά μας. Ειλικρινά το ευχόμουν και το περίμενα. Τώρα εκτός από την συντροφιά της εφημερίδας αλλά και του ραδιοφώνου θα έχουμε και την δυνατότητα να τα λέμε και από εδώ.
Σε σχέση με το θέμα που θίγεις δεν μπορώ να έχω ακόμη γνώμη μια και είμαι ακόμα 28 και τώρα είμαι στη φάση που ξεχωρίζω αριθμούς εκεί που είναι αδύνατο να φτάσει ανθρώπινο μάτι.
Ξέρω οτι και σε μένα κάποια στιγμή αυτό θα σταματήσει να συμβαίνει αλλά προς το παρόν δεν το σκέφτομαι.
Εκείνο που μου άρεσε είναι η προσέγγιση του δεύτερου γιατρού.
Πάντοτε με τρόμαζε η κυνική άποψη που είχαν οι γιατροί για όποια πάθηση και αν αφορούσε.
Μου άρεσε αυτή η προσέγγιση γιατί ακόμα και αν δεν είναι έτσι σου δίνει την ελπίδα να νομίζεις πως έτσι είναι.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως στις διακοπές όλες οι παθήσει περνούν απαρατήρητες!
Φιλικά!
Post a Comment
<< Home