Σώσε μια γλώσσα, αγαπώντας την.
Ο Βιτγκενστάϊν είχε πει ότι τα όρια του κόσμου, είναι τα όρια της γλώσσας μας. Σήμερα γιορτάζεται η Παγκόσμια Μέρα της Μητρικής Γλώσσας, κι όπως διαβάζω σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στην ιστοσελίδα της «Ναυτεμπορικής», σχεδόν οι μισές από τις 6.000 ομιλούμενες σήμερα γλώσσες κινδυνεύουν να συρρικνωθούν ή ακόμα και να εξαφανιστούν έως το τέλος του αιώνα, καθώς οι κάποτε απομονωμένοι πολιτισμοί, απορροφώνται από μεγαλύτερες εθνικές ή παγκόσμιες ομάδες. Μια γλώσσα υπάρχει και εξελίσσεται, «ζει», όταν υπάρχουν άνθρωποι που τη μιλούν. Η γλώσσα «Τσάλιμ» της Σιβηρίας, η οποία σήμερα ομιλείται από ελάχιστα άτομα, όλα άνω των 45 ετών, θα πεθάνει μαζί με τον τελευταίο από αυτούς τους ανθρώπους.
Η δική μας η γλώσσα, μια από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες στον κόσμο, δεν θα πω τα τετριμμένα ότι κακοποιείται και λιγοστεύει χρόνο με τον χρόνο (άλλωστε, και η κακοποίηση μιας γλώσσας είναι μέρος της εξέλιξής της, αρκεί να εξελίσσεται), η δική μας η γλώσσα, λοιπόν, έχει ανάγκη να την αγαπήσουμε περισσότερο. Που πάει να πει, να την ψάξουμε πιο πολύ, να παίξουμε λίγο με τις λέξεις της, να αναζητούμε το νόημά τους σε καλά λεξικά, να την ανανεώνουμε γυρεύοντας πάντα διαφορετικούς τρόπους για να λέμε τα ίδια πράγματα – με άλλα λόγια, να την φροντίζουμε τη γλώσσα μας, σα να΄ναι παιδί μας. Λάθη θα κάνουμε, αλλά αν είναι από αγάπη για τη γλώσσα και όχι από απάθεια γι’ αυτήν, οι Θεοί της έκφρασης θα μας αγαπήσουν κι εμάς, και θα μας συγχωρέσουν.
Η δική μας η γλώσσα, μια από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες στον κόσμο, δεν θα πω τα τετριμμένα ότι κακοποιείται και λιγοστεύει χρόνο με τον χρόνο (άλλωστε, και η κακοποίηση μιας γλώσσας είναι μέρος της εξέλιξής της, αρκεί να εξελίσσεται), η δική μας η γλώσσα, λοιπόν, έχει ανάγκη να την αγαπήσουμε περισσότερο. Που πάει να πει, να την ψάξουμε πιο πολύ, να παίξουμε λίγο με τις λέξεις της, να αναζητούμε το νόημά τους σε καλά λεξικά, να την ανανεώνουμε γυρεύοντας πάντα διαφορετικούς τρόπους για να λέμε τα ίδια πράγματα – με άλλα λόγια, να την φροντίζουμε τη γλώσσα μας, σα να΄ναι παιδί μας. Λάθη θα κάνουμε, αλλά αν είναι από αγάπη για τη γλώσσα και όχι από απάθεια γι’ αυτήν, οι Θεοί της έκφρασης θα μας αγαπήσουν κι εμάς, και θα μας συγχωρέσουν.
13 Comments:
Εχετε δίκηο. Ακόμα πιο χρήσιμο όμως ειναι να διαβάζουμε μια σελίδα ενος λεξικού την ημέρα. Ακόμα κι άν ξέρουμε όλες τις λέξεις εκείνης της σελίδας.
Κατερινα.
Δίκηο έχεις. Εγω, σκέψου, την γλώσσα μου την έμαθα στα 12 μου χρόνια. Μεχρι τότε, μιλούσα μόνο αγγλικά, αφου ζούσαμε έξω και υποχρεωτικώς πήγαινα σε σχολείο εσώκλειστος. Ηρθα στην Ελλάδα το 1970, ξέροντας μόνο τις λέξεις "μαμά" και "μπαμπά". Οι φιλόλογοι που με παρέλαβαν εδω, και ιδιαιτέρως, και στο σχολείο, μου έμαθαν τα ελληνικά μου τυποποιημένα. Τα μίσησα. Ειχα όμως, ταυτοχρονα, μεγάλη λαχτάρα να εκφραστω μ' αυτήν την γλώσσα, για νά είμαι "ένα" με τά άλλα παιδιά - να μήν ξεχωρίζω και να με λένε ψώνιο. Επίσης, έβλεπα όμορφα πράγματα γύρω μου, και ΄'ηθελα να τα περιγράφω και να τα μοιράζομαι. Στο σχολείο, μου έβαζαν "10" στην έκθεση, με το ζόρι. Δεν τους άρεσε που εκφραζόμουν ελέυθερα, όπως ένοιωθα. Επρεπε η έκθεσή μου να έχει - ξέρεις - όλα αυτά τα μέρη (αρχή, μεση, τέλος, εισαγωή, κύριο μέρος, συμπέρασμα, κλπ) που τάχα πρέπει να'χει μια καλή έκθεση. Το λεξιλόγιό μου ηταν πλούσιο, γιατί διάβαζα βιβλία, πολλά βιβλία, αλλά ηταν απορριπτέο ως "υπερβολικό και φλύαρο".
Ναι, κανείς, ποτέ, δεν μού μίλησε τοτε για την θάλασσα του Ομηρου. Ευτυχώς, την ταξίδεψα μόνος μου. Και λίγο, νομίζω, τα κατάφερα τελικά.
Δική μου χαρά ειναι να μιλάω μαζί σου.
Οταν ζεις μακρια απο την Ελλαδα, τοτε μονο καταλαβαινεις την ομορφια της ελληνικης γλωσσας... Και επειδη εγω τωρα ειμαι μακρια και πραγματικα μου λειπει η πλουσια ελληνικη γλωσσα , θα προσπαθησω να βαλω το στοχο για το 2006 να διαβαζω και να μαθαινω τουλαχιστον καναδυο καινουριες λεξεις την ημερα! Παραλληλα ομως θα βελτιωσω τα αγγλικα μου οσο μπορω. Γιατι και η αγγλικη γλωσσα εχει τη δικη της ομορφια. Οπως αλλωστε ολες οι γλωσσες του κοσμου...
Χρήστο επιτέλους βρέθηκε το blog σου. Ευχαριστώ που μου το έστειλες.
Ελληνικά, πολύ ωραία γλώσσα είτε στο προφορικό της λόγο είτε παίρνει μορφή γραπτού κειμένου.
Έλληνες, έχουμε μανία να καταπονούμε τα ελληνικά είτε προφορικά είτε γραπτά.
Θα προσθέσω και το ζήτημα της κατάργισης του πολυτονικού συστήματος και της προσπάθειας που γίνεται να επιβληθεί σε λίγο το α-τονικό σύστημα. Δείτε για παράδειγμα, στα δελτία ειδήσεων των καναλιών όταν προβάλουν φράσεις ή δηλώσεις. Τις γράφουν χωρίς να βάζουν τόνους. Γιατί άραγε? Θέμα χώρου, χρόνου ή κάτι άλλο κρύβεται απο πίσω? (σ.σ. μακριά από μένα το ότι για "όλα" φταίνε οι ξένοι).
Χρήστο σ'ευχαριστώ πολύ που μας υπενθύμισες την ημέρα τούτη! Σημαντική πολύ και ξεχασμένη από όλους μας!
Και τον koyan για το πραγματικά μαργαριταρένιο ιστότοπο που μας πρότεινε
Τη γλώσσα μαθαίνεις να την αγαπάς μέσα από τους ανθρώπους κι είναι πολύ μεγάλη η ευθύνη όλων μας, ιδίως όσων έχουμε ασχοληθεί ή εργαζόμαστε συστηματικά με την εκπαίδευση.Και δεν εννοώ μόνο τους φιλολόγους.Δεν θέλω να είναι αυτοί το άλλοθί μας για τις δικές μας "ανικανότητες" κι αστοχίες.Δράττομαι της ευκαιρίας και θα αναφερθώ σ'ένα περιστατικό που μου συνέβη πέρυσι κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως αναπληρώτρια πληροφορικής σ'ένα σχολείο σε παραθαλάσσιο μέρος κάπου στην νότια Ελλάδα.
Με ρώτησαν ξαφνικά τα παιδιά της Α' Λυκείου ΤΕΕ τι σημαίνει παράκτιος.Αν αυτά τα παιδιά είχαν διδαχθεί στοιχειώδη αρχαία ελληνικά κι αν τους είχαν δείξει πώς να παίζουν με τις λέξεις, αν τους είχαν βαλει στο παιχνίδι του να υποψιάζονται πράγματα και καταστάσεις, να μπορούν να κρίνουν σίγουρα δεν θα περίμεναν από μένα να τους εξηγήσω το αυτονόητο,τη λέξη που χαρακτηρίζει όλη τους τη ζωή των δεκαπέντε- δεκαέξι ετών δίπλα στη θάλασσα. Θλιβερό
Νομίζω ότι οι περισσότεροι που δημιουργήσαμε blog αγαπητέ οικοδεσπότη, θέλαμε να δώσουμε αυτή τη μαρτυρία, της χρήσης -χωρίς καταχρήσεις- της γλώσσας μας.
Είναι αστείο οι Κινέζοι για παράδειγμα, να μιλούν την ίδια "γλώσσα" -ας πούμε καλύτερα να εκφράζονται ίδια- χιλιάδες χρόνια τώρα και να τιμούν σήμερα ποιητές τους όπως είναι ο Όμηρος για εμάς.
Εκείνοι όμως έσκυψαν το κεφάλι, υποτάχτηκαν. Εμάς έπρεπε να μας υποτάξουν αλλιώς, γλωσσικά και φυλετικά νομίζω.
Αγαπητέ Untouched
Χαίρομαι που συναντιόμαστε και εδω. Κλέβω και εγω, πολλές φορές, από τις δικές σας σκέψεις.
Συμφωνω με την συμπρωτευουσα αγγλική - άλλωστε για μενα, η γλώσσα δεν έχει πατρίδα.
Να'στε πάντα καλά.
Το σημείωμά μου περί γλώσσας, αναδημοσιευτηκε από ένα κυπριακό έντυπο, προκαλώντας αυτήν την αντίδραση ενός καθηγητή, του κ. παναγιωτίδη. Την παραθέτω:
"Ο κ. Χρήστος Μιχαηλίδης στο τρίτο φύλλο της City («Παγκόσμια ημέρα μητρικής
γλώσσας», σ. 24) αναφέρεται σε γλωσσικά θέματα και μας παροτρύνει να «παίξουμε λίγο
με τις λέξεις... να την ανανεώνουμε [τη γλώσσα] γυρεύοντας πάντα διαφορετικούς
τρόπους να λέμε τα ίδια πράγματα». Σίγουρα ο κ. Μιχαηλίδης αντιλαμβάνεται πως και το
παιχνίδι με τις λέξεις και η ανανέωση των εκφραστικών μέσων και η γλωσσική
δημιουργικότητα βρίσκονται μέσα στην ανθρώπινη φύση. Όχι μόνο γιατί έχει αυτό
τονιστεί ήδη από τη δεκαετία του ’60 από τον αμερικάνο γλωσσολόγο Τσόμσκυ, τον
οποίο τον Μάιο θα έχουμε κοντά μας στην Κύπρο, όχι μόνο γιατί οι λογοτέχνες και οι
εργάτες του λόγου (από τους ποιητές μέχρι τους μπλογκάδες και από τους
μυθιστοριογράφους των 700 σελίδων μέχρι τους ανώνυμους συντάκτες ανεκδότων) το
κάνουν πράξη κάθε μέρα, αλλά και γιατί ο καθένας μας συμμετέχει σε αυτό το παιχνίδι
με τη γλώσσα και την ανανέωσή της: στο Στρατό, στο κουτσομπολιό, στο (παιδικό)
παιχνίδι, στις αφηγήσεις της γιαγιάς.
Κατόπιν, ο κ. Μιχαηλίδης προχωρεί στο εγκώμιο της κυπριακής ελληνικής. Αυτό κατ’
αρχήν είναι προς τιμήν του, σε έναν τόπο όπου οψιμαθείς γλωσσαμύντορες και αδαείς
φωστήρες πασχίζουν να πλήξουν τη διάλεκτο προσπαθώντας να μας πείσουν πως
πρόκειται για παραφθαρμένα ελληνικά, για ανεπαρκή τουρκογενή βαυίσματα, για μια
ντοπιολαλιά που προσήκει σε άξεστους χωρικούς και κουφιοκέφαλους νεόπλουτους
νησιώτες. Δυστυχώς όμως συνθέτει το εγκώμιό του με τον λάθος τρόπο, μάλιστα με
ακριβώς τον τρόπο που προσφέρει πυρομαχικά στα οπλοστάσια των εχθρών της
κυπριακής ελληνικής.
Ονομάζει την κυπριακή «ομηρική». Αντιλαμβανόμαστε βεβαίως πως η ομηρική, η
τεχνητή μικτή διάλεκτος στην οποία γράφτηκαν τα ομηρικά έπη, ουδέποτε ομιλήθηκε και
φυσικά δεν μπορεί να έχει σχέση με τα σύγχρονα κυπριακά. Ο συντάκτης προφανώς
εννοεί πως στην κυπριακή απαντούν (ενίοτε ως γνήσια επιβιώματα, ενίοτε
επανεισηγμένες από καθαρευουσιάνους λογίους του 19ου αιώνα) πολλές αρχαιότατες
ελληνικές λέξεις. Αυτό φυσικά ισχύει για όλες τις ελληνικές ποικιλίες καθώς και για
μερικές γλώσσες που έχουνε δανειστεί από τα ελληνικά (αλβανικά, τούρκικα,
μακεδονικά, βλάχικα κ.ο.κ.) ακόμα και, επιλεκτικά, για τα αγγλικά (π.χ. kudos).
Επίσης αναφέρει την ύπαρξη διπλών συμφώνων στην κυπριακή διάλεκτο, όπως στη λέξη
θάλασσα. Πράγματι, σε κάποιες περιπτώσεις, η σύγχρονη κυπριακή προφορά των διπλών
συμφώνων απηχεί αρχαίες προφορές. Όλες οι ελληνικές διάλεκτοι διατηρούν κάτι δικό
2
τους από τις παλιότερες μορφές της γλώσσας. Τι γίνεται όμως με το διπλό μμ του
μουσιαμμά ή του σήμμερα; Όπως έχουν δείξει οι Άννα Παναγιώτου και Jim Davy του
Πανεπιστημίου Κύπρου, πρόκειται – φυσικά – για καινοτομίες. Μάλιστα, οι Παναγιώτου
και Davy καταδεικνύουν ότι στα κυπριακά όλα τα σύμφωνα πριν τα τονισμένα φωνήεντα
τείνουν να καθίστανται διπλά.
Παραβλέπω κρατυλικές αστειότητες που αφορούν το πώς η λέξη ‘πέτρα’, με το ταυ και
το ρω της αντανακλά τη στρογγυλότητα της πέτρας, αστειότητες που επικρίθηκαν ήδη
από τους Σχολαστικούς φιλοσόφους του Μεσαίωνα και ενταφιάστηκαν από τον de
Saussure στις αρχές του 20ου αιώνα, και συνεχίζω με κάτι σοβαρότερο: τον ισχυρισμό
πως η ‘ομηρική’ (δηλαδή η κυπριακή ελληνική) επιβιώνει «με βάσανο μεγάλο». Δε
γνωρίζω γιατί ο συντάκτης ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, κάτι που θα αποτελούσε πολιτιστική
και πολιτισμική κρίση. Να σπεύσω πάντως να τον βεβαιώσω πως η κυπριακή ζει και
βασιλεύει και διαρκώς καλλιεργείται εκ μέρους και των νέων ανθρώπων αυτού του
τόπου: από το Ίντερνετ και την τηλεόραση μέχρι την αυλή του σχολείου, όπως μας
φανερώνουν πρόσφατες έρευνες της Σταυρούλας Τσιπλάκου καθώς και αυτές του
Ανδρέα Παπαπαύλου, καθηγητών του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Να κλείσω με μια παρότρυνση προς τον κ. Μιχαηλίδη, αυτή που έχω πάντοτε πρόχειρη
και για τους δημοσιογράφους που γνωρίζω προσωπικά: να διαβάζουν πριν να γράψουν.
Εάν δε δεν ξέρουν τι να (πρωτο)διαβάσουν, ας (μας) ρωτάνε πρώτα.
Φοίβος Παναγιωτίδης
Επ. Καθηγητής Γλωσσολογίας".
Απάντησα στην επιστολή του αυτήν ως εξης:
"Αγαπητέ κ. Παναγιωτίδη.
Ο κ. Αδειλίνης (σ.σ.: ο διευθυντής του εντύπου) μου «προώθησε», αγγλιστί «μου έκανε forward» το πολύ ενδιαφέρον e-mail σας, σχετικά με το μικρό σημείωμα που έγραψα με μοναδικό κίνητρο, όχι σίγουρα με … ακαδημαϊκή βλέψη, την αγάπη μου για τη γλώσσα.
Αντιμετωπίσατε το σημείωμά μου περίπου ως διδακτορική διατριβή, και μάλιστα με ύφος (που απορρέει από το γραπτό σας) ενός απόλυτου, στις απόψεις του, πανεπιστημιακού «δασκάλου». (Σκοπίμως βάζω τη λέξη εντός εισαγωγικών, γιατί δασκάλους με απόλυτες απόψεις, εγώ ποτέ δεν αναγνώρισα).
Ήταν ένα σημείωμα με έντονη συναισθηματική χροιά. Εάν έγραφα dissertation θα είχα άλλη προσέγγιση, θα βλέπατε και παραπομπές βιβλιογραφίας, και σίγουρα πριν το γράψω θα συμβουλευόμουν πολύ άξιος ανθρώπους που γνωρίζω εδώ στην Ελλάδα. (Ολως τυχαίως, παρόμοιο σημείωμα δημοσίευσα προ ημερών και στην αθηναϊκή «Ελευθεροτυπία», και ούτε ένας από τους επιφανείς γλωσσολόγους εδώ δεν θεώρησε ότι ο όρος «ομηρική» δεν χρησιμοποιήθηκε κυριολεκτικώς, αλλά μόνο για να τονίσει την … αρχαικότητα μερικών όμορφων λέξεων.
Επίσης, είναι σαφές πως όταν λέω πόσο μου αρέσει να ακούω «όμορφα στρογγυλεμένα» στη Κύπρο τα σύμφωνα «τα» και «ρ» στη λέξη «πέτρα», εννοώ την αισθητική της γλώσσας (όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ – και μην μου πείτε, κύριε καθηγητά, ότι υποκειμενικότητα στη γλωσσολογία δεν υπάρχει!) και όχι τις αστειότητες, όπως λέτε, των Σχολαστικών φιλοσόφων του Μεσαίωνα. Για όνομα του Θεού, ηρεμήστε! Κοντεύω να αισθανθώ ότι, εκεί που επιχείρησα, με τον δικό μου τρόπο (περισσότερο χρονογραφικό, παρά ακαδημαϊκό) να εκθειάσω τις γλώσσες, σαν την ελληνική, που παραμένουν ζωντανές και που, σαν τις ακούω να ομιλούνται όμορφα είναι πιο όμορφες ακόμα κι από τραγούδι, εσείς περίπου πάτε να μου προσάψετε ότι πάω να προκαλέσω και κακό κιόλας. Ηρεμήστε, σας παρακαλώ!
Δεν ξέρω αν η κυπριακή, όπως την λέτε, (εγώ ελληνική την ακούω, αλλά θα’χετε τους λόγους σας για να την λέτε έτσι) είναι ολοζώντανη, και καλλιεργείται ανάμεσα στους νέος ανθρώπους, στα σχολεία και στο ίντερνετ, αλλά εγώ, που εργάστηκα παλαιότερα στο νησί, διευθύνοντας ραδιόφωνο, και που το επισκέπτομαι τουλάχιστον για 2 μήνες κάθε χρόνο, μόνο στους ηλικιωμένους βλέπω πια αυτήν την ζωντάνια.
Την τελευταία σας παράγραφο προτιμώ να μην την σχολιάσω, γιατί μπορεί και να γίνω αγενής. Ενέχει μιαν αλαζονεία, που στον δικό μου χαρακτήρα ενεργεί απωθητικά.
Σας ευχαριστώ, πάντως, πάλι για τις υπόλοιπες, ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σας.
Με τιμή,
Χρηστος Μιχαηλίδης."
Ο κ. Παναγιωτίδης επανήλθε σχεδόν αμέσως, γράφοντας:
Κύριε Μιχαηλίδη,
Σας ευχαριστώ πολύ για την άμεση απάντησή σας. Να διευκρινίσω μερικά σημεία μόνον.
Δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς «ακαδημαϊκή βλέψη για τη γλώσσα» για να μην κάνει χονδροειδή λάθη – ή έστω να μην εμμένει πεισματικά σε αυτά. Εν προκειμένω, δεν άγγιξα ούτε την αναμασημένη παρανάγνωση του Βιτγκενστάιν που προτάσσετε, ούτε το πώς αισθάνεστε απέναντι στους αγγλισμούς της κυπριακής ελληνικής, ούτε το τελευταίο μέρος του άρθρου σας, ακριβώς επειδή δεν ήθελα ούτε να γίνω σχολαστικός ούτε να υπεισέλθω σε ζητήματα «υποκειμενικότητας», «αισθητικής της γλώσσας» και «έντονης συναισθηματικής χροιάς».
Ως δημοσιογράφος, είτε συντάσσετε χρονογράφημά, είτε ρεπορτάζ, είτε κείμενο γνώμης, οφείλετε να αποκαλείτε, λ.χ., το Ιράκ ‘Ιράκ’ και όχι ‘Σουμερία’ ή ‘Ασσυρία’. Οφείλετε να αναγνωρίζετε πως είναι καλό να γνωρίζει κανείς πώς λέγεται η ελληνική διάλεκτος που ομιλείται στην Κύπρο όταν γράφει γι’ αυτήν· ότι ένας αριθμός αρχαίων λέξεων δεν καθιστούν την ποικιλία που τις περιέχει αρχαία· ότι η αναπαραγωγή γλωσσικών ανακριβειών και μυθευμάτων δε συνιστά συγκινησιακό ή βιωματικό γράψιμο.
Οφείλετε να σέβεστε την άποψη κάθε αναγνώστη (και δη του, κατά τα φαινόμενα, επαΐοντος) και να παραδέχεστε τα λάθη σας χωρίς να αμφισβητείτε αυθαίρετα την επαγγελματική ακεραιότητά του και να τον χρεώνετε με μανία και παράκρουση καλώντας τον να «ηρεμήσει». Αυτόν τον τόνο διαβλέψατε στο σημείωμά μου; Μάλλον δεν το διαβάσατε προσεκτικά.
Ως δημοσιογράφος, γνωρίζετε τη διαφορά γεγονότος και σχολίου / άποψης. Εσφαλμένα μου αποδίδετε «απόλυτες απόψεις». Εγώ σε γεγονότα αναφέρθηκα. Ως δημοσιογράφος, επίσης γνωρίζετε πως η επίκληση στην αυθεντία αποτελεί πενιχρό υποκατάστατο επιχειρημάτων. Κοινώς: το ότι δεν μπήκανε στον κόπο οι (εκλεκτότεροί μας;) εν Ελλάδι συνάδελφοί μου να ασχοληθούν με «παρόμοιο σημείωμα» στην «αθηναϊκή ‘Ελευθεροτυπία’» δε σας δίνει δικαίωμα να συναγάγετε πώς το εγκρίνουν. Πάντως, η σιωπή τους σίγουρα καθόλου δεν ακυρώνει τις παρατηρήσεις μου. Ως δημοσιογράφος τέλος γνωρίζετε πως ακόμα πιο ατυχή κι από την επίκληση στην αυθεντία είναι τα ad hominem, έστω και συγκεκαλυμμένα.
Επιμένετε πως η διάλεκτος κινδυνεύει. Πώς; Αντιτάσσοντας την προσωπική εμπειρία σας στην Κύπρο απέναντι στην επιστημονική έρευνα καταξιωμένων γλωσσολόγων, απέναντι σε όλους εμάς που ζούμε στη Μεγαλόνησο και από αγάπη για την κυπριακή ελληνική τη μελετούμε επιστημονικά. Θα αντιτάσσατε τη φευγαλέα εντύπωσή σας σας απέναντι στην κατάρτιση ενός ογκολόγου, ενός φυσικού, ενός ιστορικού τέχνης;
Δεν αντιμετώπισα το κείμενό σας ως διατριβή. Με προβλημάτισε όμως η, και για ‘email’ ακόμη, άγνοια και προχειρότητα με τις οποίες ήταν συνταγμένο. Ωστόσο, κύριε Μιχαηλίδη, η άγνοια δεν είναι ντροπή, ενώ να την περιφέρουμε δημόσια μόλις και είναι. Η εμμονή όμως στην ημιμάθεια αποτελεί απαράδεκτο σφάλμα, ιδίως από ανθρώπους που καλλιεργούν (και) τη γνώση: τους δημοσιογράφους."
Και του απάντησα με τη σειρα μου:
"Παρακαλώ πολύ, είναι καλύτερα να μην συνεχίσουμε αυτόν τον … διάλογο που, κατά την ταπεινή μου γνώμη βασίζεται σε εκ μέρους σας παρανόηση της χρονογραφικής-συναισθηματικής παρουσίασης ενός θέματος, γεγονός που, στην συνέχεια, σας παρέσυρε σε μιαν επίδειξη επιστημονικότητας που δεν μπορώ να παρακολουθήσω.
Δεν είναι ζήτημα αποδοχής η όχι μιας κριτικής. Πρόκειται απλά (πολύ απλά, μάλιστα) για την αδιασάλευτη άρνησή μου να αποδεχτώ ένα ύφος αδικαιολόγητα δασκαλίστικο που, ομολογώ, με τρομάζει όσο δεν μπορώ να σας περιγράψω. Ισως γιατί στο επίκεντρο όλης αυτής της … συζήτησής μας, είναι η γλώσσα, που εγω την είδα κάτω από το πρίσμα μιας δικής μου, υπόκειμένικότατης προσέγγισης (ως έχω απόλυτο δικαίωμα) και εσείς την κρίνατε έτσι όπως εγω ΔΕΝ την είδα, άρα είσασταν, και παραμένετε, εκτός θέματος. Με τρομάζει, κυρίως, η τόσες φορές αναφερόμενη από εσάς «επιστημονική έρευνα» που, αφ’ ενός μεν δεν την αμφισβήτησα, αλλά και εάν το έκανα ακόμα, ελάτε τώρα!, θα με πείσετε άραγε ότι και επιστημονικές έρευνες δεν μπορουν να αμφισβητηθούν; (Ειρήσθω εν παρόδω, κύριε καθηγητά – ακόμα και η επί σειρά ετών απλή παρατηρηση ενός φαινομένου, π.χ. η γλώσσα που ομιλείται στη Κύπρο από νέους, μπορει επιστημονικά να αποτελέσει βάση ποιοτικών δεδομένων).
Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν μπορουμε να συναντηθούμε πουθενα (γιατί για άλλο πράγμα μιλάω εγω, για άλλο εσείς), καλύτερα να αποφύγουμε τον ενθουσιασμό αυτής της συνεύρεσης.
Σας χαιρετώ.
Χ.Μιχαηλίδης"
Ισως η ανταλλαγή αυτή, τόσων επιστολών, να έχει κάποιο ενδιαφέρον για όποιον επιθυμεί να πάρει θέση. Μια μικρή όμως παρατηρηση από εμένα:
Με λυπεί πολύ που δεν συζητάμε "επι του θέματος". Θα μπορουσα να είχα συμφωνησει με τον κ. Παναγιωτίδη εαν (α) προσέγγιζε διαφορετικά το θέμα και (β) εαν ηταν πιο ευγενικός.
ΧΜ
(… με ακαδημαική έρευνα και σε linguistics, στα πλαισια της διδακτορικής μου διατριβής περί των τεχνικών των συνεντεύξεων στην γραπτή και ομιλούσα δημοσιογραφία, που εκπόνησα στην Αγγλία)
Ο κ. Παναγιωτίδης επανήλθε.
"Λυπάμαι πως σας τρομάζουν τα επιχειρήματα (γι' αυτό και δεν τα αγγίζετε). Λυπάμαι που τα συγχέετε με το ύφος.
Εμένα με λυπεί και με ενοχλεί η αδυναμία σας να αναγνωρίσετε τα λάθη σας, η επιμέλεια με την οποία οχυρώνεστε πίσω από το δάχτυλό σας καθώς και η πρόχειρα συγκεκαλυμμένη επιθετικότητά σας απέναντι σε έναν αναγνώστη που μπαίνει στον κόπο να ανοίξει διάλογο μαζί σας.
Ελπίζω άλλοι αναγνώστες, που ενδεχομένως να διαφωνήσουνε μαζί σας σε θέματα γνώμης και όχι για τα αυτονόητα, να τύχουν καλύτερης μεταχείρισης. Αλλά προφανώς, αντίθετα με όλους εμάς, εσείς ό,τι είχατε να μάθετε, το μάθατε.
Φ. Παναγιωτίδης"
Δεν θα συνεχίσω μαζί του. Δεν ειναι διάλογος αυτός. πείτε ότι φταιω εγω, να τελειώνουμε. Κουράστηκα! Και σείς, κ. Παναγιωτίδη, κερδίσατε!!!
Χ.Μ.
Το κείμενό σας στην κυπριακή City είναι πολύ πιο εκτενές. Ακριβώς στα τμήματα που δεν περιλαμβάνονται σε αυτό εδώ το ποστ σας, εκεί όπου αναφέρεστε στην κυπριακή ελληνική, επικεντρώνονται οι διορθώσεις μου και η μετέπειτα αλληλογραφία μας (την οποία δε με ενημερώσατε πως θα αναδημοσιεύατε, έστω και σε μπλογκ).
Εχει δίκηο ο κ. Παναγιωτίδης. To άρθρο μου στην εφημερίδα City,ηταν αυτό:
Παγκόσμια Ημερα Μητρικής Γλώσσας
Η θάλασσα με τα δυο της «σίγμα»…
Ο Βιτγκενστάϊν είχε πει ότι τα όρια του κόσμου, είναι τα όρια της γλώσσας μας. Την περασμένη Τρίτη γιορτάστηκε η Παγκόσμια Μέρα της Μητρικής Γλώσσας, κι όπως διαβάζω σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στην ιστοσελίδα της «Ναυτεμπορικής», σχεδόν οι μισές από τις 6.000 ομιλούμενες σήμερα γλώσσες κινδυνεύουν να συρρικνωθούν ή ακόμα και να εξαφανιστούν έως το τέλος του αιώνα, καθώς οι κάποτε απομονωμένοι πολιτισμοί, απορροφώνται από μεγαλύτερες εθνικές ή παγκόσμιες ομάδες. Μια γλώσσα υπάρχει και εξελίσσεται, «ζει», όταν υπάρχουν άνθρωποι που τη μιλούν. Η γλώσσα «Τσάλιμ» της Σιβηρίας, η οποία σήμερα ομιλείται από ελάχιστα άτομα, όλα άνω των 45 ετών, θα πεθάνει μαζί με τον τελευταίο από αυτούς τους ανθρώπους.
Η δική μας η γλώσσα, μια από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες στον κόσμο, δεν θα πω τα τετριμμένα ότι κακοποιείται και λιγοστεύει χρόνο με τον χρόνο (άλλωστε, και η κακοποίηση μιας γλώσσας είναι μέρος της εξέλιξής της, αρκεί να εξελίσσεται), η δική μας η γλώσσα, λοιπόν, έχει ανάγκη να την αγαπήσουμε περισσότερο. Που πάει να πει, να την ψάξουμε πιο πολύ, να παίξουμε λίγο με τις λέξεις της, να αναζητούμε το νόημά τους σε καλά λεξικά, να την ανανεώνουμε γυρεύοντας πάντα διαφορετικούς τρόπους για να λέμε τα ίδια πράγματα – με άλλα λόγια, να την φροντίζουμε τη γλώσσα μας, σα να΄ναι παιδί μας. Λάθη θα κάνουμε, αλλά αν είναι από αγάπη για τη γλώσσα και όχι από απάθεια γι’ αυτήν, οι Θεοί της έκφρασης θα μας αγαπήσουν κι εμάς, και θα μας συγχωρέσουν.
Στη Κύπρο, επιβιώνει ακόμα μια από τις πιο όμορφες μορφές της ελληνικής γλώσσας – η ομηρική. Οι λέξεις, ντύνονται με την προφορά που τους πρέπει. Η θάλασσα με τα δυο της «σίγμα», η πέτρα με τα σύμφωνά της όπως πρέπει στρογγυλεμένα και πλούσια στη γλώσσα, η κότα όρνιθα και το αλάτι άλας. Μόνο που αυτή η γλώσσα, δυστυχώς, επιβιώνει με βάσανο μεγάλο, και δεν ξέρω για πόσο ακόμα. Τα παιδιά και τα εγγόνια εκείνων που την κρατάνε ακόμα ζωντανή, κάνουν ό,τι μπορούν να την πεθάνουν. Όχι μόνο με αγγλισμούς – αυτοί με ενοχλούν το λιγότερο – αλλά με την εγγενή αδυναμία τους να εμπλουτίσουν τον λόγο τους με λέξεις που να χουν ποικιλία νοημάτων και χρώματος.
Πήγα σε μια διάλεξη εδώ, στην Αθήνα, προχθές, ακριβώς γι’ αυτό το θέμα. Δεν είχε δασκαλίστικο περιεχόμενο, και γι’ αυτό ήταν ωραία. Κρατώ τον επίλογο από την ομιλία του ποιητή Τίτου Πατρίκιου: «Καταλαβαίνω καλύτερα εκείνον που θα μου μιλήσει σε μιαν άγνωστη για μένα διάλεκτο των Ινδιάνων, παρά κάποιον που θα μου στειλει ένα ακαθόριστο, ελληνικό μήνυμα με το κινητό, ρωτώντας με ‘τι γίνεται;’. Δεν είναι γλώσσα αυτή. Αμηχανία είναι».
Οπως βλέπετε, οι προσθηκες ειναι αυτες που αφορουν την κυπριακή διάλεκτο, που ακουστικώς, για μένα, είναι σάν κελάιδημα πουλιού, και μάλιστα ... ομηρικού. Ο κ. Παναγιωτίδης, ερμηνεύοπντας αυστηρά ακαδημαικά το σημείωμά μου, ακόμα και τις συναισθηματικές μου εξάρσεις για το "π" και τό "ρ" της πέτρας, που μου χαρίζουν έναν εξαίσιο στρογγυλό ήχο, πέρίπου με απέπεμωε ως ασχετο επί της γλωσσολογίας. Επίσης, αμφισβητει ότι η "αληθινή" γλώσσα στη Κύπρο ξεφτίζει σήμερα, αμφισβητώντας το δικαίωμα κάποιου να καταλήγει σ' αυτ΄'ο το συμπερασμα εμπειρικά και όχι ακαδημαικά.
Τα σημειώνω αυτά χάριν μόνο των άλλων επισκεπτών, αφού έχω ξεκαθαρίσει ότι με τον κ. Παναγιωτίδη, μόνο επειδή συμπεριφέρθηκε με αγένεια, και για κανέναν άλλον λόγο, δεν θα κάνω διάλογο.
Το ότι δέν τον ενημέρωσα για την "ανάρτηση" των e-mail μας στο blog μου, νομίζω πως είναι απόλυτο δικαίωμά μου. Εκτός εάν αμφισβητειται και αυτό, επιστημονικώς!
Να και ο Ολύμπιος με την επιστημονική προσέγγιση σε ένα γλωσσολογικό θέμα το οποίο (για όνομα του Θεού πιά, τόσο δυσνόητα τα έγραψα) αναπτύχθηκε χρονογραφικά, με έντονη συναισθηματική χροιά, απλώς και μόνο για να τονίσει την ομορφιά των λέξεων όπως τις αντιλαμβάνεται ο καθένας και όχι όπως τις καθορίζει κάποιο ακαδημαικό εγχειρίδιο.
Αν είμασταν σε συνέδριο, και εσείς θα έιχατε δίκηο.
Δεν είμαστε! Μιλάμε για την γλώσσα όπως την αντιλαμβάνεται, υποκειμενικά, ο κάθε ένας μας. Για μένα, η "πέτρα" έχει πάντα έναν στρογγυλό ηχο - ό,τι και να λέτε. Και η "θάλασσα", μια μόνιμη αίσθηση ερχομού και αναχωρήσησς. Αυτό, μπορειτε να το εξηγήσετε ... επιστημονικά?
Post a Comment
<< Home