Monday, April 10, 2006

Τα λυπημένα πρόσωπα της μέσης ηλικίας...


Μελαγχολική εικόνα στο διπλανό τραπέζι, κέντριζε εξαρχής την προσοχή σου. Η δυνατή μουσική και το κέφι των δύο παλαιών τραγουδιστριών δύσκολα θαρρείς έφτανε ως εκεί. Εκεί, όπου ο χρόνος είχε αφήσει έντονα την πατημασιά του, κι ίσως από μια γωνιά του μαγαζιού, πίσω από κάποια κολώνα η ένα ηχείο, να πανηγύριζε κιόλας γι’ αυτό.

Ήταν μια παρέα έξη ανθρώπων. Τρία ζευγάρια, φίλοι μεταξύ τους πιθανώς, βρέθηκαν εκεί, Σαββατόβραδο στη Γαλάνη και τη Πρωτοψάλτη, μάλλον για να θυμηθούν τα παλιά. Η, μήπως, για να τα ξεχάσουν;

Δύσκολο πολύ να υποθέσεις ότι οι άνθρωποι αυτοί κάποτε γλεντούσαν. Τίποτα επάνω τους δεν μαρτυρούσε ένα έστω στοιχείο νεανικής χαράς. Οι άνδρες είχαν χάσει τα περισσότερα μαλλιά τους – όσα απόμειναν ήταν άσπρα και απεριποίητα. Το κούτελο του ενός, δεν ξέρω πως και γιατί, μαρτυρούσε βάσανα πολλά.

Οι γυναίκες τους, όλες με παραπανίσια κιλά, μαλλιά πρόχειρα βαμμένα και κοκκινάδι έντονο στα χείλη – μοναδικό, ίσως, απομεινάρι μιας φωτιάς που κάποτε έκαιγε θριαμβευτικά!

Επί ώρα πολλή ταλαιπωρούσαν στα χέρια τους ένα ποτηράκι λευκού κρασιού, που δεν σηκώθηκε ούτε μια φορά για να τσουγκρίσει το άλλο. «Εις υγείαν», ας πούμε. Ή, «γεια μας, ρε παιδιά», έτσι για την τιμή των όπλων, εις ανάμνησιν, έστω, των παλιών, καλών ημερών.

Όσο περνούσε, όμως η ώρα, και η μουσική, δυναμώνοντας, γινόταν όλο και πιο «δική μας», έβλεπες με περισσότερη συμπάθεια αυτά τα έξη μελαγχολικά πρόσωπα, που σίγουρα δεν ήταν εκεί! Απουσίαζαν…

Το’βλεπες πεντακάθαρα στη σκέψη τους που ταξίδευε – σε κάποιο παιδί που σπουδάζει έξω, σ’ έναν γάμο που δεν πάει καλά, στο σπίτι που άδειασε από φωνές και σκοτούρες, ίσως σε κάποιον φίλο που έφυγε, σίγουρα στον χρόνο που περνάει και θερίζει…

Άξαφνα, καθώς κάθε τραγούδι γνώριμο σου είναι και αναμνήσεις φέρνει, πόσο πιο γλυκά και όμορφα σου φαίνονται αυτά τα γκρεμισμένα πρόσωπα, που ακόμα δεν έχουν κοιταχτεί μεταξύ τους, ακόμα δεν έχουν βρει τρεις λέξεις ν’ ανταλλάξουν.

Μια σκέψη τρομακτική, αλλά και τόσο τρυφερή συνάμα, περνά αυτοστιγμεί από τη σκέψη σου: είναι έτσι, απόμακροι και ξένοι μεταξύ τους, γιατί φοβούνται να κοιταχτούν, φοβούνται να μιλήσουν, το ποτήρι να τσουγκρίσουν και το τραγούδι να τραγουδήσουν, γιατί όλα αυτά τους φέρνουν αντιμέτωπους με εκείνο με το οποίο δεν έχουν ακόμα εξοικειωθεί: τον χρόνο που περνάει.

Θα το πετύχουν, δεν χωρεί αμφιβολία. Γιατί είναι καλόβολα ετούτα τα’ ανθρωπάκια – εσύ κι εγώ είμαστε, αθόρυβοι οδοιπόροι μιας ζωής που, κάποια στιγμή, σε καλεί απλώς να κάνεις ένα διάλειμμα, να συμφιλιωθείς με τον εαυτό σου, να πεις «ωραία είναι τα μαλλάκια μου και έτσι», λίγο να τα περιποιηθείς, και λίγο πιο δυνατά να τραγουδήσεις το «η σωτηρία της ψυχής» η την «Περιμπανού».

Τότε, τα μελαγχολικά πρόσωπα αποκτούν ομορφιά ανείπωτη, έστω κι αν ακόμα δυσκολεύονται να χαμογελάσουν γιατί οι σκέψεις είναι ακόμα εκεί – ταξιδιάρικες, στο παρελθόν που δεν υπάρχει πια, και στις σκοτούρες που καθένας κουβαλά μέσα του σαν βάρος ιδιωτικό.

Παντρεύεσαι, κάνεις παιδιά, τα μεγαλώνεις, μεγαλώνει κι ο κύκλος σου μαζί με τον δικό τους, δουλεύεις σκληρά, ταξιδεύεις, διασκεδάζεις, ανησυχείς, αγωνιάς, προσπαθείς, ελπίζεις, ονειρεύεσαι, πάντοτε το καλύτερο, πάντοτε εκείνο που σε οδηγεί σε ύπνο γλυκύ, και ξαφνικά, χωρίς να καταλάβεις πως και τι, τα παιδιά έχουν φύγει, άλλος σπουδάζει, άλλος στο στρατό, άλλη παντρεύτηκε, το σπίτι άδειασε, άδειασες και συ, όμορφα άδειασες, αλλά είναι άσχημο πράγμα να μένεις μόνος, κάτι που παθαίνεις όταν όλη σου η ζωή περιστρέφεται μόνο γύρω από αυτά τα πράγματα – αυτά που συνηθίσαμε να ονομάζουμε υποχρεώσεις.

Τότε, ακριβώς, συνειδητοποιείς, πως δεν φύλαξες τίποτα για τον εαυτό σου…

Καθώς έφευγαν, λοιπόν, τα τραγούδια και έπαιρναν τις θέσεις τους στις ψυχές των ανθρώπων, έβλεπες τα πρόσωπα του διπλανού τραπεζιού με τόση αγάπη που άλλοτε δεν είχες αισθανθεί. Ήθελες να τους αγκαλιάσεις όλους και να τους φιλήσεις, αλλά φοβήθηκες το απλανές βλέμμα των ανδρών και το άγριο κοκκινάδι των γυναικών, και μαζεύτηκες πάλι στη θέση σου.

Ο επίλογος, γράφτηκε με ένα τραγούδι που πάντα ξεσηκώνει τον κόσμο. Ένα χαμόγελο ανεπαίσθητο, φώτισε τα πρόσωπα των διπλανών, και έφερε πρώτη φορά τα ποτήρια τους ενωμένα στο κέντρο του τραπεζιού. «Ειμαστ’ ακόμα ζωντανοί…», ούρλιαζαν από το μπροστινό τραπέζι των επωνύμων οι από χρόνια πεθαμένοι. Ενώ οι δίπλα, το εννοούσαν. «Ειμαστ’ ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή, σαν ροκ συγκρότημα». Και φάνηκε, στο χειροκρότημα.

4 Comments:

Blogger Αταίριαστος said...

Υπέροχο κομμάτι κ. Μιχαηλίδη. Υποκλίνομαι.

1:09 AM  
Blogger christos michaelides said...

sodap

Ευχαριστω πολύ. Μου λείπει και μένα ο "Καθρέφτης".Με λιγότερο χρόνο στη διάθεσή μου, έλεγα περισσότερα πράγματα.

12:29 AM  
Blogger christos michaelides said...

ni_chi

Νασαι καλά.Είχα ανάγκη να ξεφυγω για λίγες μέρες. Οι τελευταίοι μήνες στον "Δίεση" ήταν πολύ δύσκολοι για μένα.

12:32 AM  
Blogger georgios H2O® said...

κυριε Μιχαιλιδη ειμαι 25 χρονων σπουδαγμενοσ με ενα Bachelor και ενα Master στη Landscape Architecture (αρχιτεκτονικη τοπιου) και στο Town and Urban design (σχεδιασμο πολεων - παρκα, πλατεις κτλ). Κατρχας θελω να δηλωσω πιστος ακροατης και αναγνωστης σας, χωρις βεβαια παντα να συμφωνω με οσα λετε, αλλα αλλιως δεν θα ειχε νοημα αν συμφωνουσαμε σε ολα. Τι λετε και εσεις?
ομως θελω να σασ πω οτι με συγκινησατε με αυτο σας το αρθρο γιατι απλα εμεις οι νεοι ζουμε τοσο διαφορετικα απο τους μεγαλυτερους σε ηλικια και καποια πραγματα τα περναμε τοσο γρηγορα και δεν ζουμε τις επαναστασεις αυτων των ανθρωπων με τα γερασμενα προσωπα.
ειναι τοσο ομορφο να βλεπουμε τους γονεις μας να περνανε τοσα πολλα για να μας μεγαλωσουν και να τραγουδανε εστω και σιωπηλα εξω απο τα μαγαζια - μπουζουκσιδικα πως ειναι ακομα ζωντανοι και θα ειναι για παντα οχι σαν εμας που τα βρισκουμε ολα ετοιμα και μεταλλασομαστε σε μιζερα ατομα.
η σκηνη που περιγραφεται πραγματικα με συγκινει και με ευχαριστει απιστευτα γιατι υπαρχουν ανθρωποι που ζουν ακομα ελυθεροι και ζωντανοι!!!!

2:58 PM  

Post a Comment

<< Home