Ο Ελύτης και οι Σαρδέλλες
Την Παρασκευή 23 Ιουνίου 2006, στις 8 η ώρα το βράδυ, έτυχε να παραβρεθώ σε μιαν εκδήλωση που διοργάνωσαν σ’ ένα εστιατόριο στα περίχωρα της Φρανκφούρτης προς τιμήν του Οδυσσέα Ελύτη, 5 Ελληνογερμανικοί πολιτιστικοί σύλλογοι.
Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, ενώ όλος ο κόσμος καταγίνεται με το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, κάποιοι δικοί μας άνθρωποι, άνθρωποι της έξω Ελλάδας, όπως τους λέω, να μαζεύονται και να θυμούνται τον «Οδυσσέα της Ποίησης» - αυτόν που μας χάρισε την περηφάνια να λέμε ότι ερχόμαστε από μια χώρα όπου ο Θεός δεν λυπήθηκε απλόχερα να μοιράσει γαλάζιο και φως μαζί.
Η πρώτη, δυσάρεστη έκπληξή μου, ήταν ότι η εκδήλωση θα γινόταν ταυτόχρονα με φαγοπότι. Τα τραπέζια του εστιατορίου “Blau Gelb”, που σημαίνει «Γαλάζιο Κίτρινο», ήταν στρωμένα για φούλ δείπνο, και όσοι έβρισκαν την θέση τους και κάθονταν, διάλεγαν σχεδόν αμέσως από τον κατάλογο το φαγητό που προτιμούσαν, και έδιναν την παραγγελία τους στις γκαρσόνες, που όλες ήταν Ελληνοπούλες.
Όσο ερχότανε κόσμος και γέμιζαν τα τραπέζια, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε ο θόρυβος, και συνειδητοποιούσες όλο και πιο έντονα ότι όντως «η Ελλάδα είναι εδώ», όπως περήφανα διαλαλούσαν οι διοργανωτές.
Συγκέντρωσα την προσοχή μου στο να παρατηρώ πρόσωπα και συμπεριφορές. Με πολύ θετική διάθεση, και στ’ αλήθεια με πολύ αγάπη. Άλλωστε, δεν ξεχνώ ποτέ ότι ήμουν κι εγώ (και ασφαλώς παραμένω ακόμα), αυτό που λέμε «Έλληνας της διασποράς».
Η εκδήλωση άρχισε με τους συνηθισμένους σ’ αυτές τις περιπτώσεις χαιρετισμούς, και συνεχίστηκε με μία παρουσίαση της ζωής και του έργου του Ελύτη από μια κυρία. Νομίζω πως είναι ζήτημα εάν την πρόσεχαν 3-4 άτομα. Όχι επειδή ο λόγος της δεν ήταν καλός, αλλά σίγουρα επειδή εκφωνήθηκε με τρόπο στεγνό, χωρίς ίχνος συναισθήματος, και με ύφος και τόνο διδασκαλικό. Υπήρχαν πολλά παιδιά, μικρά και πιο μεγάλα, στην εκδήλωση, και δεν είδα ούτε ένα που να ακούει τον λόγο της κυρίας έστω και με λίγη προσοχή.
Αλλά και οι μεγαλύτεροι, είχαν αλλού την προσοχή τους. Όσοι δεν είχαν αρχίσει ακόμα να τρώνε, ή συζητούσαν μεταξύ τους, η προσπαθούσαν να δείξουν ότι κάπως τους ενδιέφεραν όσα άκουγαν.
Σκεφτόμουν πόσο πιο ωραίο θα ήταν – αλλά αυτό προϋποθέτει, βλέπετε, κόπο και αγάπη – εάν συμπλήρωναν την ομιλία τους με λίγες διαφάνειες, ή ακόμα και να έδειχναν μια μικρή ταινία (ίσως από εξαιρετικά αφιερώματα που έχει κάνει κατά καιρούς η ΕΡΤ), με στιγμιότυπα από την στιγμή του Ελύτη, με κάποιο απόσπασμα από την εξαιρετική ομιλία του κατά την παραλαβή του Βραβείου Νόμπελ, ή ακόμα και με απαγγελία ποιήματος από τον ίδιο.
Όταν παρατάχτηκαν επί σκηνής οι μαθητές και μαθήτριες του ελληνικού σχολείου της Φρανκφούρτης για να ερμηνεύσουν μερικά τραγούδια με ποιήματα του Ελύτη, η απογοήτευσή μου ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς αυτό που ακούστηκε από τα στόματα των παιδιών δεν ήταν τραγούδι. Δεν είχε μελωδία, δεν είχε συναίσθημα. Ήταν σαν να άκουγες μια μικρή ομάδα ανθρώπων να φωνάζουν ρυθμικά ένα σύνθημα.
Ένας από τους ωραιότερους στίχους του Ελύτη, «Η Παναγιά τα πέλαγα, κρατούσε στη ποδιά της / Τη Σίκινο, την Αμοργό, και όλα τα παιδιά της», δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από την χορωδία. Και το ρεφρέν, «ζει και ζει και ζει και ζει και ζει, ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει», που μάλιστα ερμηνεύτηκε με περισσό ενθουσιασμό, φαντασθείτε να τον ακούτε με φωνές τσιριχτές, ρυθμικά και με παλμό συνθημάτων!
Έπειτα, ήρθε η σειρά των απαγγελιών. Μερικές ήταν πολύ καλές, γιατί αυτοί που τις έκαναν, ήταν σαφές πως αγαπούν τα ποιήματα που επέλεξαν. Τα διάβασαν σαν να τα είχαν γράψει οι ίδιοι.
Όμως, και πάλι, η προσοχή από τη μεριά του κόσμου ήταν ελάχιστη. Ο θόρυβος από τα μαχαιροπίρουνα πάνω στα πιάτα, από το πήγαιν-έλα των σερβιτόρων, και από τα σχόλια, επί του φαγητού, ήταν αρκετός να σε κάνει να θέλεις να φύγεις – κάτι που με κρύα καρδιά έπραξα, περίπου μία ώρα μετά την έναρξη της εκδήλωσης, ιδίως όταν, τη στιγμή κάποιας απαγγελίας, άκουσα μια κυρία που καθόταν στο τραπέζι μου να λέει φωναχτα στην γκαρσόνα, «για μένα οι σαρδέλλες»!
Νομίζω πως η επιείκεια για «τα ξενιτεμένα μας παιδιά», έχει ένα όριο. Δεν ζούμε πια σε εποχές όπου η εργασία και παραμονή στο εξωτερικό ήταν μόνο «ένα αναγκαίο βάσανο», για να βγάλουμε λίγα λεφτά και να επιστρέψουμε στη πατρίδα. Δεν ζούμε ούτε σε εποχές όπου η επικοινωνία με τη «Μητέρα Πατρίδα» ήταν δύσκολη υπόθεση, και για να πάρεις, ας πούμε, ένα βιβλίο του Ελύτη στην Αμερική η στην Γερμανία, ήταν υπόθεση αρκετών εβδομάδων.
Ίσως ήρθε ο καιρός να σταματήσουμε να χαϊδεύουμε τα’ αυτιά των συμπατριωτών μας που ζουν στο εξωτερικό, και να τους αντιμετωπίζουμε σαν νορμάλ ανθρώπους που ζουν σε σύγχρονες κοινωνίες, πού έχουν σχεδόν όσες ανέσεις έχουμε και εμείς στην Ελλάδα, αν όχι και περισσότερες, και που οφείλουν να έχουν οι ίδιοι απαιτήσεις πρωτ’ απ’ όλα από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Προχθές, στην εκδήλωση της Φρανκφούρτης, βίωσα μια μίζερη βραδιά, και δεν υπήρχε τρόπος να με πείσει κάποιος ότι δεν ήταν, ή ότι θα έπρεπε να ιδώ με περισσότερη συμπάθεια «μια φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλαν τα ξενιτεμένα μας παιδιά».
Τα ξενιτεμένα μας παιδιά καταβάλουν πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες στα σχολεία και στα πανεπιστήμια όπου φοιτούν στο εξωτερικό, και ξέρουν πολύ καλά ότι εκεί, μια εκδήλωση σαν αυτήν που μας παρουσίασαν προχθές, δεν θα ήταν αποδεκτή. Η καλύτερα, δεν θα γινόταν ποτέ.
Οι ευθύνες των «δικών μας» επισήμων, είναι τεράστιες. Στην εκδήλωση για τον Ελύτη παραβρέθηκε ο Πρόεδρος του ΕΟΤ στη Γερμανία, και ανεμένετο να παραβρεθεί (ίσως να πήγε όταν είχα αποχωρήσει εγώ), ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος. Επίσης, ήταν παρόντες οι δάσκαλοι και μαθητές των παιδιών. Δεν μπορεί λοιπόν όλοι αυτοί να έχουν μείνει κολλημένοι στην εποχή που τραγουδούσαμε όλοι το «ξενιτεμένο μου πουλί», η τους «μετανάστες» του Μαρκόπουλου, και έτρεχαν ποτάμια τα δάκρυα.
Ο ίδιος ο Ελύτης, εάν παραβρισκόταν σ’ αυτήν την εκδήλωση, νομίζω πως θα έφευγε και αυτός. Ίσως και να έλεγε και δυο-τρεις βαριές κουβέντες πριν φύγει.
Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, ενώ όλος ο κόσμος καταγίνεται με το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, κάποιοι δικοί μας άνθρωποι, άνθρωποι της έξω Ελλάδας, όπως τους λέω, να μαζεύονται και να θυμούνται τον «Οδυσσέα της Ποίησης» - αυτόν που μας χάρισε την περηφάνια να λέμε ότι ερχόμαστε από μια χώρα όπου ο Θεός δεν λυπήθηκε απλόχερα να μοιράσει γαλάζιο και φως μαζί.
Η πρώτη, δυσάρεστη έκπληξή μου, ήταν ότι η εκδήλωση θα γινόταν ταυτόχρονα με φαγοπότι. Τα τραπέζια του εστιατορίου “Blau Gelb”, που σημαίνει «Γαλάζιο Κίτρινο», ήταν στρωμένα για φούλ δείπνο, και όσοι έβρισκαν την θέση τους και κάθονταν, διάλεγαν σχεδόν αμέσως από τον κατάλογο το φαγητό που προτιμούσαν, και έδιναν την παραγγελία τους στις γκαρσόνες, που όλες ήταν Ελληνοπούλες.
Όσο ερχότανε κόσμος και γέμιζαν τα τραπέζια, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε ο θόρυβος, και συνειδητοποιούσες όλο και πιο έντονα ότι όντως «η Ελλάδα είναι εδώ», όπως περήφανα διαλαλούσαν οι διοργανωτές.
Συγκέντρωσα την προσοχή μου στο να παρατηρώ πρόσωπα και συμπεριφορές. Με πολύ θετική διάθεση, και στ’ αλήθεια με πολύ αγάπη. Άλλωστε, δεν ξεχνώ ποτέ ότι ήμουν κι εγώ (και ασφαλώς παραμένω ακόμα), αυτό που λέμε «Έλληνας της διασποράς».
Η εκδήλωση άρχισε με τους συνηθισμένους σ’ αυτές τις περιπτώσεις χαιρετισμούς, και συνεχίστηκε με μία παρουσίαση της ζωής και του έργου του Ελύτη από μια κυρία. Νομίζω πως είναι ζήτημα εάν την πρόσεχαν 3-4 άτομα. Όχι επειδή ο λόγος της δεν ήταν καλός, αλλά σίγουρα επειδή εκφωνήθηκε με τρόπο στεγνό, χωρίς ίχνος συναισθήματος, και με ύφος και τόνο διδασκαλικό. Υπήρχαν πολλά παιδιά, μικρά και πιο μεγάλα, στην εκδήλωση, και δεν είδα ούτε ένα που να ακούει τον λόγο της κυρίας έστω και με λίγη προσοχή.
Αλλά και οι μεγαλύτεροι, είχαν αλλού την προσοχή τους. Όσοι δεν είχαν αρχίσει ακόμα να τρώνε, ή συζητούσαν μεταξύ τους, η προσπαθούσαν να δείξουν ότι κάπως τους ενδιέφεραν όσα άκουγαν.
Σκεφτόμουν πόσο πιο ωραίο θα ήταν – αλλά αυτό προϋποθέτει, βλέπετε, κόπο και αγάπη – εάν συμπλήρωναν την ομιλία τους με λίγες διαφάνειες, ή ακόμα και να έδειχναν μια μικρή ταινία (ίσως από εξαιρετικά αφιερώματα που έχει κάνει κατά καιρούς η ΕΡΤ), με στιγμιότυπα από την στιγμή του Ελύτη, με κάποιο απόσπασμα από την εξαιρετική ομιλία του κατά την παραλαβή του Βραβείου Νόμπελ, ή ακόμα και με απαγγελία ποιήματος από τον ίδιο.
Όταν παρατάχτηκαν επί σκηνής οι μαθητές και μαθήτριες του ελληνικού σχολείου της Φρανκφούρτης για να ερμηνεύσουν μερικά τραγούδια με ποιήματα του Ελύτη, η απογοήτευσή μου ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς αυτό που ακούστηκε από τα στόματα των παιδιών δεν ήταν τραγούδι. Δεν είχε μελωδία, δεν είχε συναίσθημα. Ήταν σαν να άκουγες μια μικρή ομάδα ανθρώπων να φωνάζουν ρυθμικά ένα σύνθημα.
Ένας από τους ωραιότερους στίχους του Ελύτη, «Η Παναγιά τα πέλαγα, κρατούσε στη ποδιά της / Τη Σίκινο, την Αμοργό, και όλα τα παιδιά της», δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από την χορωδία. Και το ρεφρέν, «ζει και ζει και ζει και ζει και ζει, ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει», που μάλιστα ερμηνεύτηκε με περισσό ενθουσιασμό, φαντασθείτε να τον ακούτε με φωνές τσιριχτές, ρυθμικά και με παλμό συνθημάτων!
Έπειτα, ήρθε η σειρά των απαγγελιών. Μερικές ήταν πολύ καλές, γιατί αυτοί που τις έκαναν, ήταν σαφές πως αγαπούν τα ποιήματα που επέλεξαν. Τα διάβασαν σαν να τα είχαν γράψει οι ίδιοι.
Όμως, και πάλι, η προσοχή από τη μεριά του κόσμου ήταν ελάχιστη. Ο θόρυβος από τα μαχαιροπίρουνα πάνω στα πιάτα, από το πήγαιν-έλα των σερβιτόρων, και από τα σχόλια, επί του φαγητού, ήταν αρκετός να σε κάνει να θέλεις να φύγεις – κάτι που με κρύα καρδιά έπραξα, περίπου μία ώρα μετά την έναρξη της εκδήλωσης, ιδίως όταν, τη στιγμή κάποιας απαγγελίας, άκουσα μια κυρία που καθόταν στο τραπέζι μου να λέει φωναχτα στην γκαρσόνα, «για μένα οι σαρδέλλες»!
Νομίζω πως η επιείκεια για «τα ξενιτεμένα μας παιδιά», έχει ένα όριο. Δεν ζούμε πια σε εποχές όπου η εργασία και παραμονή στο εξωτερικό ήταν μόνο «ένα αναγκαίο βάσανο», για να βγάλουμε λίγα λεφτά και να επιστρέψουμε στη πατρίδα. Δεν ζούμε ούτε σε εποχές όπου η επικοινωνία με τη «Μητέρα Πατρίδα» ήταν δύσκολη υπόθεση, και για να πάρεις, ας πούμε, ένα βιβλίο του Ελύτη στην Αμερική η στην Γερμανία, ήταν υπόθεση αρκετών εβδομάδων.
Ίσως ήρθε ο καιρός να σταματήσουμε να χαϊδεύουμε τα’ αυτιά των συμπατριωτών μας που ζουν στο εξωτερικό, και να τους αντιμετωπίζουμε σαν νορμάλ ανθρώπους που ζουν σε σύγχρονες κοινωνίες, πού έχουν σχεδόν όσες ανέσεις έχουμε και εμείς στην Ελλάδα, αν όχι και περισσότερες, και που οφείλουν να έχουν οι ίδιοι απαιτήσεις πρωτ’ απ’ όλα από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Προχθές, στην εκδήλωση της Φρανκφούρτης, βίωσα μια μίζερη βραδιά, και δεν υπήρχε τρόπος να με πείσει κάποιος ότι δεν ήταν, ή ότι θα έπρεπε να ιδώ με περισσότερη συμπάθεια «μια φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλαν τα ξενιτεμένα μας παιδιά».
Τα ξενιτεμένα μας παιδιά καταβάλουν πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες στα σχολεία και στα πανεπιστήμια όπου φοιτούν στο εξωτερικό, και ξέρουν πολύ καλά ότι εκεί, μια εκδήλωση σαν αυτήν που μας παρουσίασαν προχθές, δεν θα ήταν αποδεκτή. Η καλύτερα, δεν θα γινόταν ποτέ.
Οι ευθύνες των «δικών μας» επισήμων, είναι τεράστιες. Στην εκδήλωση για τον Ελύτη παραβρέθηκε ο Πρόεδρος του ΕΟΤ στη Γερμανία, και ανεμένετο να παραβρεθεί (ίσως να πήγε όταν είχα αποχωρήσει εγώ), ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος. Επίσης, ήταν παρόντες οι δάσκαλοι και μαθητές των παιδιών. Δεν μπορεί λοιπόν όλοι αυτοί να έχουν μείνει κολλημένοι στην εποχή που τραγουδούσαμε όλοι το «ξενιτεμένο μου πουλί», η τους «μετανάστες» του Μαρκόπουλου, και έτρεχαν ποτάμια τα δάκρυα.
Ο ίδιος ο Ελύτης, εάν παραβρισκόταν σ’ αυτήν την εκδήλωση, νομίζω πως θα έφευγε και αυτός. Ίσως και να έλεγε και δυο-τρεις βαριές κουβέντες πριν φύγει.
12 Comments:
Δεν πειράζει.
Εμείς οι Έλληνες χτίσαμε τον Παρθενώνα.
Άσε που πήραμε Euro, Eurobasket kai Eurovision.
Τι ΕΛύτης και χαζομάρες τώρα...
This comment has been removed by a blog administrator.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; Ακόμη και τα νήπια έχουν μάθει πλέον πως ανάλογες βραδιές δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκδηλώσεις αναπαραγωγής στείρου κομματισμού και προβολής κενόδοξης αυταρέσκειας.
Κατερίνα μου.
Δεν μου φτάνει το "απ΄το τίποτα, καλή κι η Παναγιώταινα". Οχι. Στη συγκεκεριμένη περίπτωση, φοβούμαι πως το τίποτα θα ηταν καλύτερο. Τα παιδιά δυσανασχετούσαν. Δεν είναι αρκετό απλώς "κάτι να μάθουν για τον Ελύτη". θα μπορούσαν να τον αγαπήσουν κιόλας. Επιμένω ότι πρέπει να έχουμε περισσότερες απαιτήσεις - πρώτα από τον εαυτό μας.
Νασαι καλά.
Τέτοιες εκδηλώσεις αξίζουν τον κόπο όταν λείπει το φαγητό!
Πηγαίνουν μόνο όσοι πραγματικά θέλουν να ακούσουν για τον ποιητή.
Σωστός ο basik. Κατά τα άλλα πράγματι δεν χρειάζεται να είμαστε επιεικείς με τους ΄Ελληνες της Γερμανίας. Κι εκείνοι όμως δεν χρειάζεται να είναι επιεικείς μαζί μας και να υπερασπίζονται απέναντι στους Γερμανούς τις μικρότητες, τους εθνικισμούς και τα κουτσομπολιά του κάθε κομματόσκυλου, έτσι;
Kρίμα
Αν επαναληφθεί του χρόνου η εκδήλωση προτείνω να έχουν για σπόνσορα την coca coca και επίσημη καλεσμένη την κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου-Παρθένη-Δασκαλάκη.
Μπορεί τότε να δείτε την εκδήλωση με άλλο μάτι
Αγαπητέ Μάρξ.
Σιγουρα θα την δω με διαφορφετικό μάτι την εκδήλωση. Αλλά δεν θα σου πω από τωρα. Ναχεις αγωνία!
Δεν είναι "δικαιολογία" , ή δεν πρέπει να είναι πια για μας ότι "έτσι είμαστε".Φτάνει πια η κουταμάρα. Πρέπει εμείς να αλλάξουμε, για να βοηθήσουμε και τα παιδιά μας. Ευχαριστώ κύριε Χρήστο, και όχι μόνο γι΄ αυτό το κείμενο....
Πιστεύω ότι και εγώ εάν είμουν εκεί με το ίδιο μάτι θα έβλεπα τα πράγματα.Και συμφωνώ για την Παναγιώταινα,αλλά αν το σκεφτείς με ήρεμία εκ των υστέρων θα δείς ότι Ελληνες με προφανώς διαφορετικό επίπεδο παιδείας μαζεύτηκαν για να τιμήσουν ένα ποιητή που δεν είναι και ιδιαίτερα προσιτός στο κοινό κάτι σημαίνει.
Και από αυτά τα κακόφωνα παιδιά έστω και 2-3 να ενδιαφερθούν να διαβάσουν κάτι απο τον Ελύτη,δεν είναι λίγο.
Άλλωστε και οι σαρδέλλεςβγαίνουν από την θάλασσα που αγάπησε ο Ελύτης!
"Και αφού σ' εξοντώσουν θά 'ναι ακόμη ωραίος /
Ο κόσμος εξαιτίας σου /
η καρδιά σου - καρδιά /
Πραγματική στη θέση εκείνης που μας πήρανε/
Ακόμη θα χτυπά και μία ευγνωμοσύνη /
Από τα δένδρα που άγγιξες θα μας σκεπάζει..."
(Και με φώς και με θάνατον [18])
Από τον 'Μικρό Ναυτίλο"
Περισσότερο για το "Μια βραδιά στο Λεβερκούζεν" έμοιζε το σκηνικό παρά για το το Μια βραδιά αφιερωμένη στο λόγο του Ελύτη"¨.
Δυστυχώς για πολλούς από τους έλληνες της διασποράς υπάρχει ακόμα το μικρόβιό του πικραμένου, ξεριζωμέμνου, αδικημένου έλληνα. Τα βάλατε στη σωστή βάση τα πράγαματα.
Χάρηκα που ξαναβρήκα το blog σας.
Post a Comment
<< Home