Όπου Φύγει...
Πόσο εύκολα ο επηρμένος αγράμματος συντρίβει τη λογική – κοίτα!
Έρχεται απ’ το πουθενά, και επικαλείται Ιστορία.
Φοράει ποδιά του χασάπη, ακονίζει τα μαχαίρια του, και βγαίνει σε κοινή θέα να πουλήσει βιβλία.
Με το κιλό – να τ’ αφήσω;
Και γλιστρούν έτσι, επάνω απ’ τον ντορβά του, του Έθνους όλες,
οι ψευδαισθήσεις – δες πόσο χαριτωμένα που σκορπάνε στις αγοράς τα πανέρια.
«Πάρε κόσμε, δυο δεκάρες η περίληψη του πολιτισμού μας»,
κι ένα καλπάζον άλογο, έρχεται να περιμαζέψει αρχαία κάθε σχολικής χρονιάς.
«Κυρία, κυρία, να πω;», φωνάζει απ’ το πίσω κάθισμα ο γνωστός – άγνωστος της τάξης.
Και προτού προλάβει εκείνη, ελλείψει άλλων εθελοντών,
ν’ αποκριθεί «πες μας, να τελειώνουμε»,
μια βόμβα – περισσότερο της εντύπωσης, λίγο της έκρηξης –
τινάζει στον αέρα όσα ξέραμε ως τώρα.
Έτσι, μόνος πλέον με τον άγνωστο εαυτό μας,
παραδέχομαι επιτέλους πως δεν έχω άλλη επιλογή από τον φόβο,
και έντρομος τρέπομαι σε φυγή αιώνια, να γλιτώσω
τουλάχιστον
από τούτο.
Το σκάλισμα στη πέτρα, που μπορεί και νάναι η ταυτότητά μου
μπορεί η ιστορία ενός παιδιού που δεν άντρεψε ποτέ
μπορεί και μια απλή αποτύπωση θανάτου…
Έρχεται απ’ το πουθενά, και επικαλείται Ιστορία.
Φοράει ποδιά του χασάπη, ακονίζει τα μαχαίρια του, και βγαίνει σε κοινή θέα να πουλήσει βιβλία.
Με το κιλό – να τ’ αφήσω;
Και γλιστρούν έτσι, επάνω απ’ τον ντορβά του, του Έθνους όλες,
οι ψευδαισθήσεις – δες πόσο χαριτωμένα που σκορπάνε στις αγοράς τα πανέρια.
«Πάρε κόσμε, δυο δεκάρες η περίληψη του πολιτισμού μας»,
κι ένα καλπάζον άλογο, έρχεται να περιμαζέψει αρχαία κάθε σχολικής χρονιάς.
«Κυρία, κυρία, να πω;», φωνάζει απ’ το πίσω κάθισμα ο γνωστός – άγνωστος της τάξης.
Και προτού προλάβει εκείνη, ελλείψει άλλων εθελοντών,
ν’ αποκριθεί «πες μας, να τελειώνουμε»,
μια βόμβα – περισσότερο της εντύπωσης, λίγο της έκρηξης –
τινάζει στον αέρα όσα ξέραμε ως τώρα.
Έτσι, μόνος πλέον με τον άγνωστο εαυτό μας,
παραδέχομαι επιτέλους πως δεν έχω άλλη επιλογή από τον φόβο,
και έντρομος τρέπομαι σε φυγή αιώνια, να γλιτώσω
τουλάχιστον
από τούτο.
Το σκάλισμα στη πέτρα, που μπορεί και νάναι η ταυτότητά μου
μπορεί η ιστορία ενός παιδιού που δεν άντρεψε ποτέ
μπορεί και μια απλή αποτύπωση θανάτου…
17 Comments:
...και ξαφνικά όλοι νοιαζόμαστε για την ιστορία αυτού του τόπου!
Τι περίεργο! ρωτάω τις τελευταίες βδομάδες όσους βλέπω πότε ανέβηκαν τελευταία φορά στην Ακρόπολη ή σε κάποιο άλλο τόπο που μυρίζει ιστορία και Ω!!! τι απογοήτευση αναμενόμενη... κανείς - πουθενά δεν έχει πάει.
Πόσο παράλογοι είμαστε σ΄αυτόν τον τόπο...
Κι αν ο Διογένης έψαχνε για άνθρωπο στα χρόνια τα δικά του, στα δικά μου μήτε άνθρωπος υπάρχει, μήτε λογική.
Aπ΄τον πολύ τον φόβο, σταμάτησα πια να φοβάμαι...
Να περάσετε όμορφα
το Σαββατοκύριακο
[!]
το ακόμα τρομακτικότερο για μένα είναι πόσο συχνά βλέπεις ανθρώπους που μέχρι χτες θεωρούσες σχετικά καλλιεργημένους να κατρακυλούν σε αυτόν τον κατήφορο της βλακείας...να ευαγγελίζονται απίστευτες ανοησίες και να πιστεύουν ότι σαχλότερο επί γης...
Μια γιαγιά ρυτιδιασμένη 92 ετών, σε χωριό της ορεινής Αρκαδίας, σε έναν καφενέ με τσίγκινα τραπέζια και ψάθινες καρέκλες, χωρίς τσεμπέρι μα με λευκά μαλλιά χτενισμένα με χωρίστρα στη μέση, πιασμένα σφιχτά σε έναν μικρό κότσο, καμαρώνοντας το γιό της που μοίραζε τον ελληνικό καφέ στα φλυτζάνια, τον εγγονό της που αγόρασε αγροτικό αυτοκίνητο στην πόλη, μασώντας και φτύνοντας καπνό ένα μεσημέρι με κοίταξε, τον ξένο που έτυχε να κάθομαι εκεί, εκδρομέας που ζήτησε καφέ για να ξυπνήσει λίγο παραπάνω.
Με κοίταξε την ώρα που η τηλεόραση η μικρούλα πάνω στο ψυγείο έπαιζε "τα νέα" και μιλούσε για Ιστορία και ανιστόρητες προκλήσεις.
Με κοίταξε, λες κι έφταιγα για κάτι από αυτά που άκουγε, κι ύστερα μου είπε με φωνή σταθερή: "Να τους πεις στην Αθήνα ότι την Ιστορία τη φωνάζουν οι πέτρες. Είναι γραμμένη πάνω τους. Εκεί να τη διαβάσουν".
Μου ήρθε στο μυαλό αυτό το περιστατικό του καλοκαιριού του 2002, διαβάζοντας τη δημοσίευσή σας.
fuzzy
Το θαυμαστικό, (!), με καλύπτει απόλυτα. Αλλωστε, αυτό που διάβασες, δεν είναι παρά μια ενδόμυχη σκέψη μου, δοσμένη (ή και "τραβηγμένη") ποιητικά.
Το ποίημα, ο καθένας το διαβάζει όπως αισθάνεται. Και το (!), είναι και αυτό έυγλωττο.
χρηστος
υγ. πάντως, προς ενδιαφερόμενους, το ποίημα ΔΕΝ εςιναι γραμμένο ΓΙΑ το Βιβλίο ιστορίας.
Ας είναι η επιλογή φυγή, αλλά όχι φόβος...
παρακαλούμε το ε-μέιλ σας ζητούμε επαφή
η εικόνα πιο δυνατή κι απ' το κείμενο!
This comment has been removed by the author.
Ο χασάπης, ο δάσκαλος, ο πατέρας, ο σοφιστής, όλοι τους, μας έμαθαν απο νωρίς οτι είμαστε στάσεις για λεωφορείο της γραμμής. Τους φόβιζε, να γενούμε φάροι για τις θάλασσες του κόσμου.
Η ασκάλιστη πέτρα είναι πάντα αγνή, μπορείς να την διαμορφώσεις όπως εσύ θες και να σκαλίσεις ό,τι εσύ επιθυμείς. Το κακό με τις δικές μας πέτρες, είναι οτι σκαλίστηκαν, πρίν απο μας, για μας. Και ψάχνουμε, εναγωνίως, μια τους ακμή για να αφήσουμε το δικό μας χάραγμά...
Το ποίημα είναι μια ενδόμυχη ,μάλλον, σκέψη που απαθανατίζει τις προβληματικές του Θανάτου, τις Περιλήψεις του Πολιτισμού,τα Σκαλισματα, τίς Πέτρες,τις Ανατροπές.
Ως άλλος Αρανίτσης, απλούστερος και πιο μηνυματικός,περισσότερο δρων ως πομποδέκτης παρά ως πομπός, ο Χρήστος περικυκλώνει το άπιαστο των σκέψεων, το ασταμάτητο της νόησης.Οσοι τον διαβάζουν, σίγουρα γνωρίζουν απο Στοχασμό...
Χαιρετώ. πολυ ομορφο
ριτς
elias
ευχαριστω
Όταν οι διάφοροι "εγγράμματοι", "καλλιεργημένοι" και λοιποί "προοδευτικοί" αποδομητές δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να σκάβουν διαρκώς μιαν αβυσσαλέα τάφρο αγνωσίας, δίνουν το δικαίωμα στους Λιακόπουλους και τους άλλους ελλαδέμπορους να αναλάβουν αυτοί το γέμισμα του κενού. Ισχύει, φυσικά, και το αντίστοφο.
Κι αρχίζει ο ψευτοπόλεμος μεταξύ των μεν και των δε, και γεμίζει η γαστέρα τόσο των μεν όσο και των δε, και σκάνε οι βόμβες σαν το χαλάζι, κι ανοίγει το χάος που φέρνει μαράζι.
Για πόσο ακόμη, άραγε, θα τους ανέχεται όλους αυτούς η πολύπαθη πατρίδα;
H αμάθεια μπορεί να είναι συμπαθής. Η ημιμάθεια δεν παλεύεται...
απολαμβάνοντας την σπανιότητα της κοινής λογικής,παντρεμένης με αυτογνωσία. καλημέρα χρήστο. παλιά ακροάτρια
Πατ.....Speaking in Chess.....!!!
Post a Comment
<< Home