Thursday, September 11, 2008

Η Εκδίκηση της Γυφτιάς


Βούιζαν χθες οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια του Κολωνακίου από το γνωστό του πλήθος. Στα μαγαζιά, οι ηλιοκαμένες κυρίες συζητούν με τις υπερενθουσιώδεις πωλήτριες για τα καμώματά τους του καλοκαιριού (Τι καμώματα, δηλαδή; Τις περιπαλνήσεις τους με τα κότερα, τι και που φόρεσαν στις … αποβάσεις τους, τέτοια). Στις καφετέριες, πάλι, το «εκλεπτυσμένο μπίρι-μπίρι», έχει και αυτό τη δική του, ιδιαίτερη χροιά. Κάτι σαν μουσική της ανώδυνης υπόκρουσης, που ακούγεται συνήθως στα σαλόνια και στα ασανσερ των καλών ξενοδοχείων.

Ξαφνικά, όμως, η πιο υπέροχη … μουσική που άκουσα ποτέ μου, έρχεται και αναστατώνει τη μικρή αυτή «κυψέλη» - τις μέλισσες και τις σφήκες της. Είναι τα μεγάφωνα ενός παλιού, καταγδαρμένου, κάποτε κόκκινου «Ντάτσουν», από τα οποία ξεχειλιζει η μελωδική φωνή του αρειμάνιου γύφτου που διαλαλεί τη μπίζνα του. «Ο παλιατζή-ης. Ο-λα τα παλιά αγορ-άζω. Σπί-τιαα και αυλές καθαρί-ζωωω. Σί-δερα. Θερμο-σί-φωνες. Καζαν – άκια. Ο παλιατζί-ης». Και, όλοι οι τονισμοί να πηγαίνουν περίπατο, στα λάθος φωνήεντα. Τα «ά» να τραβιούνται σε «αε», και τα «η» σε «ηε», έτσι που να πετυχαίνεται πάντα μια υπέροχη ομοιοκαταληξία.

ΤΟ μελίσσι ενοχλείται – το βλέπεις. Γυρίζουν τα κεφάλια. Κοιτούν απαξιωτικά το αμάξι. «Πως βρέθηκε εδώ, στον λαμπυρίζοντα κόσμο μας ετούτο το σαράβαλο», θα σκέφτηκαν, ίσως. «Μα τι θα γίνει κάθε μερα μ’ αυτήν την φασαρία», γκρίνιαξε, στη μπουτίκ, η κυρία που εν ημερωνόταν για την χειμερινή κολεξιόν. Στα μαγαζιά αυτά, όλα της περιοχής, ακούγεται, βλέπετε, άλλη μουσική. Τυποποιημένη, των πλέι-λιστ ραδιοφωνων. Και αν ακούγεται, κάποιες φορές, μια «διακοπούλα» στα τραγούδια, είναι συνήθως από φωνή που προσπαθεί να είναι αισθησιακή και (χωρίς προσπάθεια) λέει σαχλαμάρες. Γι’ αυτό τους ενόχλησε το μεγάφωνο του αρειμάνιου γύφτου!

Πόσο μάλλον, όταν τα μεγάφωνα, ξαφνικά, έγιναν δύο, και τότε η «εκδίκηση της γυφτιάς» έγινε κάτι σαν θεσπέσια όπερα. Ένα ντουέτο αλησμόνητο, από δύο μεγάφωνα Ντάτσουν, για ακροατήριο ενοχλημένο. Ο δεύτερος … τενόρος, διαλαλούσε τα άνθη του, που ξεχείλιζαν από την καρότσα, και έδιναν ομορφιά ανείπωτη στο τοπίο των παρκαρισμένων τζιπ, και των άλλων γυαλισμένων και καινούργιων ΙΧ. «Και γαρδένιες. Και καμέλιες απ’ το Πήλιο. Και φυτά εσωτερικά για τα ωραία σας σπίτια». Όλα τα «και», τονισμένα υπερβολικά. Κι ωραία.

Μαθαίνω πως, τωρα τελευταία, είναι καθημερινή η επίσκεψη των δύο αυτών … τενόρων στο Κολωνάκι. Που πάει να πεί πως έχει κι εκεί πελατεία. Αμα έχεις υπομονή, να περιμένεις και να παρακολουθήσεις, θα τη δείς κιόλας. Είναι οι κοπέλες των σπιτιών (Φιλιπινέζες, Σριλανκέζες, Μολδαβες, Αιθιοπέζες), που κατεβαίνουν από τις πολυκατοικίες φωνάζοντας «έλα φίλε». Άλλη έρχεται με ένα χαλασμένο φλοτέρ και του λέει «το καζανάκι είναι πάνω», και άλλη φεύγει με μια πλουμιστή καμέλια από το Βόλο!