Friday, June 15, 2007

Τα παλιοσαραβαλάκια


Όταν ήμουν στον «Δίεση», ξυπνούσα κάθε πρωί πολύ νωρίς. Καί έως τις 6.15 περίπου ήμουν κιόλας στον δρόμο.
Είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, ετούτος ο πολύ πρωινός. Οσοι «συναντιόμασταν» σ’ εκείνην την πρωινή διαδρομή (που τους μήνες του χειμώνα ηταν σκοτεινή και δύσκολη), είμαι σίγουρος πως νοιώθαμε περίπου συγγενείςς η καλοί φίλοι. Είχε τυχει, θυμάμαι, να συναντηθώ πολλές στο ίδιο φανάρι με τον «κύριο Φίατ 127», καί με ένα νόημα της κεφαλής ν’ ανταλλάξουμε την καλημέρα μας.
Κι’ όταν, τον περασμένο Οκτώβριο πήρα το καινούργιο μου αυτοκίνητο, ακριβό και απαστράπτον, ένοιωσα άβολα που σταμάτησα δίπλα του, μη με περάσει για «ψώνιο της προχωρημένης ώρας», που βγηκε νωρίς να κάνει το κομμάτι του.
Προς έκπληξή μου μεγάλη, με αναγνώρισε και με χαιρέτισε ενθουσιωδώς ο άνθρωπος. «Με γειά, καλοτάξιδο», φώναξε από το ανοικτό του παράθυρο.
«Ευχαριστώ πολύ. Ν’ αξιωθείτε και σεις να πάρετε καινούργιο», του είπα.
«Α, μπα. Τα’ αγαπάω εγω το σαραβαλάκι μου», απάντησε. Και το πρόσωπό του είχε γλύκα και σιγουριά.
«Πως σας λένε;», φώναξα. Αλλά είχε ανάψει κιόλας το φανάρι και πρόλαβα μόνο να δώ το χέρι του να με χαιρετάει.
Εχετε δίκηο πού εκπλήττεσθε, αν δεν είστε αυτό που ονομάζουμε «πρωινοί τύποι». Καί εγω νόμιζα ότι τα Φίατ 127 δεν υπήρχαν πιά. Οπως καί άλλες παλιές μάρκες επίσης. Κάτι Οπελ θηριώδη. Κάτι BMW που οδηγούσε ό Μπάρκουλης στις ταινίες, κάνοντας τον Σούμαχερ. Κάτι Mazda σάν παλιά κατσαρολικά της γιαγιας. Κάτι Toyota κουπε, καί Honda Civic, που τα οδηγούσαν κάποτε οι πιτσιρικάδες καί κάνανε τους γκόμενους, καί κάτι Γκολφάκια της πρωτης γενιάς, που τά είχανε οί γιάπηδες της εποχής.
Λοιπόν, πρέπει νά ξυπνησετε μιά μέρα τέτοια ωρα, καί νά απολαύσετε στούς δρόμους αυτήν την πανδαισία των παλιών αυτοκινητων. Στα τιμόνια τους, άνθρωποι της πραγματικής οικονομίας, όπως τους λέει ό φιλος μου ο Γιωργος. Δηλαδή, οι μεροκαματιάρηδες. Εργάτες, μπογιατζηδες, κηπουροί, μαρμαράδες, μεταφορείς, κουβαλητάδες, απλοί υπάλληλοι σε κάποια μαγαζιά, σε κάποιες εταιρείες, σε βενζινάδικα, σε εργοστασια, και κάπου κάπου, κάποιοι πρωινοί ραδιοφωνατζήδες!
Οι πιό πολλοί οδηγοί αυτών των παλιών αυτοκινήτων, ειναι αλλοδαποί. Και έχουν, όλοι σχεδόν, από 2 και 3 συνεπιβάτες. Ελληνες είναι συνήθως μόνοι, και κατσούφηδες. Και βεβαίως, έχουν «καλύτερα» αυτοκίνητα. Δηλαδή, πιο καινούργια, και πιο ακριβά.
Τους αλλοδαπούς τους έβρισκα πιό χαμογελαστούς, κι άς είναι πιό σκληρά καί πιό ρυτιδωμένα τα αξυριστα τους, πάντα, πρόσωπα. Εδειχναν να χαίρονται που έχουν δουλειά για να πάνε. Εμείς, σαν να βλαστημάμε την ώρα και τη στιγμή.
«Πάλι δουλειά, ρε πούστη». Σωστά! Πες το και στον άνεργο, να εισπράξεις την περιφρόνηση που σου πρέπει.
Μου λείπει πολύ αυτή η πρωινή διαδρομή. Το ντουμανιασμένο Ζάσταβα που συναντούσα στον φούρνο του Βενέτη, κοντά, εκεί στην Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής, με τους 4 αλλοδαπούς εργάτες μέσα, «άγρια» τα πρόσωπά τους, σκληρά από τη δουλειά και τα τσιγάρα. Το σαραβαλάκι τους μου θύμιζε κατσαρόλα, που’ναι έτοιμη να τινάξει το καπάκι της.
Κάποια μέρα, σκεφτόμουν, θα γίνει χύτρα ταχύτητας. Και το Ζασταβάκι, θα πάει στο νεκροταφείο της δικής μας απληστίας, και θα γίνει επιτέλους, «ένα ολοκαίνουργιο, δικό μου».
Αυτη η σκληρή, αλλά μαγική πρωινή πολιτεια, σάν νά εξαφανίζεται γύρω στις 7. Τότε, επέρχεται η λαίλαψ των καινουργων αυτοκινητών. Η κάθοδος των Ελληνων. Αλλος κόσμος.
Κόσμος που, την ώρα πιά που πηγαινω στην καινούργια μου δουλειά, στον «Αντέννα», είναι εντελώς διαφορετικός. Άλλος. Ακόμα πολύ ξένος σε μένα.
Μιλάω για τον μετά τις 9 κόσμο που εγω ονομάζω after!. Τον βλέπουμε άλλωστε καί στα σίριαλ. Που δείχνουν μιά πολή που νά κυριαρχειται από τέτοιους ανθρωπους. Ανθρωπους των καινούργιων και, κυρίως, πολύ μεγάλων αυτοκινήτων. Εκεί, γύρω στις 10, αρχίζει η επέλαση των τζίπ, στο τιμόνι των οποίων κυριαρχούν οι κυρίες. Καπνίζουσες, οι πιο πολλές, και ομιλούσες διαρκώς στα κινητά επίσης.
Δεν θα δείς ποτέ, τέτοια ωρα, την μαγική πολιτεία του χαράματος, με την υπέροχη παρέλαση του στόλου με τα παλιοσαραβαλάκια. Που δεν θάθελα να αποσυρθούν ποτέ.

Wednesday, June 13, 2007

Μια βόλτα

Λέω να περπατήσουμε λίγο, τι λες;

Φουρτούνιασε σήμερα το μυαλό μου – δεν ξέρω πως τρύπωσε μέσα η πρώτη αρνητική σκέψη ή εικόνα, κι έμεινε εκεί. Καρφωμένη, πολλή ώρα.

Εδώ είν’ ωραία, δεν είναι; Ερχόμουν μικρός, και μάζευα στο δάσος τα πεσμένα φύλλα – συλλογή τά’χα. Να μετράω εποχές. Πιο πολύ μ’ άρεσε το φθινόπωρο. Εσένα;

Σήμερα, ερμαφρόδιτος πάλι ο καιρός. Δεν γουστάρω με τίποτα αυτό το υγρό και ζεστό πράμα. Το δωματιάκι στον «Αντένα», όπου βάζω κάθε πρωί τις τελευταίες πινελιές της εκπομπής, αποπνικτικό και στριμωγμένο – που να χωρέσει χρώμα, με τόσες ειδήσεις απλωμένες στο «σώμα» των εφημερίδων;

Σκέφτομαι, έτσι που περπατάμε, ποια στιγμή θα σου πιάσω το χέρι. Πονηρές οι προθέσεις μου, αλλά το ξεσυνήθισα τούτο το παιχνιδάκι. Όσο μεγαλώνεις, τόσο μικραίνουν τα περιθώρια σφαλμάτων – λένε! Εκτός κι αν καβατζάρεις τα 75 και βάλε, οπότε επανέρχεσαι σε κατάσταση γενικευμένης ασυλίας, όπου όλα συγχωρούνται. Ιδρωσε η παλάμη σου – τι έγινε;

Τίποτα! Τα συνηθισμένα, που αν τα εγγράψεις αρνητικά μες το μυαλό σου, ικανά είναι να σε αποτρελλάνουν. «Τα ξίφη τους διασταύρωσαν…», «Ανέβηκαν οι τόνοι της αντιπαράθεσης…». Το γνωστό κλίμα πόλωσης ολόκληρης της κοινωνίας. Φτηνό λεξιλόγιο, για φτηνές καταστάσεις…

Έχεις ωραία δάχτυλα για πιάνο. Απλώνουν εύκολα, σαν σεντόνι. Και φαίνονται σταθερά. Νύχια, δεν άφησες ποτέ; Πότε φουσκώσαν έτσι τα μαλλιά σου; Τη πρώτη φορά που σε είδα, θυμάμαι, φορούσες φούστα κοντή και μπότες. Μαύρες, της ιππασίας. Κι είχες ύφος ατίθασο. Άλογο καθαρόαιμο…

Ο Βασίλης, ανήσυχος πολύ. Με κάτι καθάρματα της blog-όσφαιρας που του την πέσανε με χυδαίες ύβρεις. Μίλησα στον αέρα με τον υπεύθυνο της Υπηρεσίας Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, και είπε πως θα ειδοποιήσει τον administrator τους να τους «έχει υπ’ όψιν». Τι ζόρι τραβάει ο κόσμος, ψυχούλα μου, δεν ξέρω. Μου είπε ο αστυνομικός ότι εκατοντάδες άνθρωποι έχουν φτάσει σ’ αυτόν σε απόγνωση. Έντρομοι από τις ύβρεις και τις απειλές των τσογλαναραίων της σύγχρονης αυτής ζούγκλας.

Πολλές φορές περπατώ μόνος μου εδώ. Μιλάω, ή σφυρίζω, ή τραγουδώ. Χαζεύω τη βλάστηση και προσκυνώ την ομορφιά της. Φαντάζομαι, μερικές φορές που πλημμυρίζω χαρά, πως έχω και παρέα. Μια πριγκηπέσα αέρινη, από παραμύθι τωρινό…

Στο επόμενο ειδησάριο, βλέπω νησιώτες μας της εγκατάλειψης να πηγαίνουν απέναντι για τα απαραίτητά τους. Ο καπετάν Μιχάλης από τη Χιό, παράγγειλε καινούργιο σκαρί από τη Τουρκιά, 4 χιλιάρικα εκεί, 20 εδώ, χαζός είναι. Η γυναίκα του, η Μαριώ, φίλεψε με Τουρκάλες στην άλλη ακτή και βρίσκονται τακτικά για κουβέντα, πλέξιμο και μαγειρική. Ανακαλύπτουν και οι δύο, πόσο διαφέρουν από τους δικούς τους ανθρώπους… Ο υπουργός πήρε τηλέφωνο και είπε να μη συνεχιστεί το ρεπορτάζ για την άγονη γραμμή.

Φανταζόσουν ποτέ ότι υπάρχουν ελάφια, εδώ στους πρόποδες της Πάρνηθας; Δυό βήματα από την απερίγραπτη ασχήμια – Θρακομακεδόνες, Χασιά, Μενίδι, …, όνειρα πολλά που χάθηκαν μες τη σκόνη, και γίνανε σκληράδα σε πρόσωπα που πιά μοιάζουν μαφιόζικα. Εδώ, έχει και έναν μικρό καταρράκτη, να σου ξεπλύνω τον ιδρώτα από τα χέρια.

Έβαλα μια γαλάζια «Μπόσσα» με τον Τσίκ Κορία και τον Μπόμπι Μακ Φεριν, και συνέχισα τη πρωινή μου περιπέτεια οργισμένος για εκείνους που ανεξέλεγκτοι ελέγχουν τα πάντα. Στην οθόνη του κινητού μου βλέπω να σχηματίζονται υπουργικά νούμερα, και πιά δεν το σηκώνω. Το ξέρω το παραμύθι. «Ξέρεις πόσο σ’ εκτιμώ …», και τα υπόλοιπα έπαψα πιά να τα’ ακούω.

Εδώ, αυτή η γραμμούλα στο χέρι, είναι της τύχης. Πιο κάτω, ενώνεται με εκείνην της μοίρας. Και εδώ, η γραμμή της ζωής. Ταξίδι θα πάς – έτσι δεν λένε οι καφετζούδες; Σ’το λέω κι εγώ, που κατέχω μόνο από τις γραμμές που βλέπω στην άκρη των ματιών σου. Γιατί μελαγχόλησες;

Νύχτωσε. Και οι ειδήσεις τακτοποιήθηκαν πιά στα παράθυρά τους. Πρετεντέρης, Κακουνάκης, Τράγκας, Δελατόλας, και πιο κάτω οι, ας τους πούμε, περιστασιακοί. Πάλι τα ομόλογα. Πάλι η μάχη για τον Καρατζαφέρη. Πάλι οι καρφωμένες πληγές της Υγείας και της Παιδείας.

Και τώρα, ο Καιρός. Αιθριος απόψε. Με αστροφεγγιά, και άνεμο ξερό. Θές να κοιμηθούμε έξω;

Friday, June 08, 2007

Concerto for Colorful Doors


Suddenly
when everything around was closed.
The air still, and
silence drowning every noise …
Not a murmur in my leaves – only a glimpse from afar,
turning passing-by words
into sentences with no meaning, and
an epilogue of low music… suddenly
Suddenly, you!
A suspicion of breeze
A beautiful
rusty andante,
from the Concerto for Colorful Doors.
Deep inside, the leaves begin to simmer
again.
Once more – I don’t remember when.
Arousing, gradually, just
as I begin to imagine how it is to feel your touch,
my most primitive instincts of lust
“Open up”, I whisper
with the edges of my fingers
as I touch the music,
which is intended only for you.
And I wait….