Sunday, February 26, 2006

Ο Ελλην Γκόλφερ


Πήγα σήμερα για γκολφ στη Γλυφάδα. Ξεκίνησα να παίζω τον περασμένο Αύγουστο στη Κύπρο. Εκεί, στο Aphrodite's Hills, κοντά στη Πέτρα του Ρωμιού πρός την Πάφο, πήρα τα πρώτα μου μαθήματα. Κόλλησα. Μου αρέσει πολύ το άθλημα αυτό - ίσως γιατί βγάζει από μέσα μου τις αγγλοσαξωνικές μου ρίζες. (Η λατρεία μου για το κρίκετ, μπορει να έπαιξε και αυτή τον ρόλο της)...

Το Γκόλφ της Γλυφάδας έχει κάτι το παρακμιακό. Μου αρέσει.
Εχει, όμως, και κάτι το αδικαιολόγητα "αφ' υψηλού": τους ξερόλες παίκτες του!

Σημερα, Σάββατο, ο φίλος μου ο Γιάννης και εγω δεχτήκαμε "άγριες επιπλήξεις" από 3 παρέες που ηταν πίσω από εμάς. Μας είπαν ότι απαγορεύεται τα Σάββατα να παίζουν δυο-δυο, διότι τάχα καθυστερούμε τους από πίσω, και αξίωσαν να τους αφήσουμε να περάσουν.

Ετσι κι αλλιώς θα τους αφηναμε, αλλά ο τρόπος τους, επιτακτικός και αγενής, με αναστάτωσε και με στενοχώρησε. "Καλά", σκέφτηκα, "δεν υπήρξαν ποτέ τους αρχάριοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι τάχα μου Tiger Woods της Ελλάδος; Πως την είδαν έτσι, να επιτίθενται σε κάθε καινούργιο, λές και δέν ηταν ποτέ οι ίδιοι σ' αυτήν την θέση;". Τι αλαζονεία είν' αυτή του Ελληνα γκόλφερ έναντι τών πρωτόβγαλτων; Και να πω ότι βγάζουμε, σαν χώρα και κανάν γκόλφερ της προκοπής, να πώ "'άντε, να δεχτω και έναν-δυό ιδιότροπους". Εχω παίξει, μεχρι τώρα σε άλλες τρείς χώρες - όλες με παράδοση μεγαλύτερη στο γκόλφ απ' ότι εδώ. Ποτέ και πουθενά δεν συνάντησα αυτήν την αγένεια.

Στη Γλυφάδα, έχει τύχει να ανταμώσουμε στο course και με παίκτες άλλων χωρών. Πρίν μία εβδομάδα, 2 Φινλανδοί μας προσκάλεσαν, έναν άλλον μου συμπαίκτη, τον Αντώνη, και΄εμένα, να παίξουμε μαζί τους. Ηταν πολύ καλύτεροι από μάς - παίκτες δέκα χρόνων έκαστος. Κι όμως, μας υπέμεναν, μάς συμβούλευσαν, και κυρίως μας χάρισαν την ωραία παρέα τους. Σίγουρα δε, ηταν καλύτεροι παίκτες από όλους τους Ελληνάρες που σημερα μας έβαλαν τις φωνές.

Καταλαβαίνω ότι πρέπει να υπάρχουν και να τηρούνται οι κανόνες σε ένα γκόλφ course - όπως και παντού, άλλωστε. Ομως, ηταν σαφες πως εμείς οι δυο, ο Γιάννης και εγω σήμερα, αρχάριοι όντες, δεν ξέραμε τον συγκεκριμένο κανονισμό. Τό είπαμε, άλλωστε, στους φωνασκούντες παικταράδες που έπονταν. "Εντάξει, ρε παιδιά, δεν το ξέραμε, περάστε εσείς πρώτοι, και δεν τρέχει τίποτα".

Δεν τους έφτανε αυτό όμως. "Αν δεν το ξέρατε - απάντησε ο ένας - να φροντίζατε να το μαθαίνατε πρίν έρθετε εδώ."

Εμεινα να τους κοιτάω εμβρόντητος, και με θλίψη ανείπωτη να αναρωτιέμαι τι πολιτισμό και ποιά Παιδεία μπορει να κουβαλά μέσα του ένας τέτοιος άνθρωπος; και νά'ταν ένας, να πώ εντάξει, γεμάτος είν' ό κόσμος από μαλάκες, γιατί όχι καί άλλος ένας στο Γκόλφ της Γλυφάδας. Ομως δεν ηταν ένας μόνο. Σημερα, ηταν τουλάχιστον 10 οι ξερόλες του γκόλφ. Αυριο θάναι περισσότεροι. Γιατί; Και από που τον αντλούν όλον αυτόν τον τσαμπουκά;

Τους απεχθάνομαι όλους αυτούς τους ανθρωπους που αισθνονται ότι έχουν μιαν εξουσία, και που στο όνομά της προσπαθούν να επιβληθούν επί των άλλων. Στις αγγλοσαξωνικές χωρες ό όρος είναι bullying - δηλαδή, πουλάω τσαμπουκά η/και νταηλίκι, με απώτερο και μόνο σκοπό να επιβληθω επί του άλλου, του αδύναμου, εκφοβίζοντάς τον. Στον στρατό, που είναι ένας θεσμός όπου ο παραλογισμός είναι μονίμως παρών, ό αντίστοιχος όρος είναι "καψώνι".

Μου τη δίνουν αυτοί οι νταήδες, επειδή δεν έχουν καταλάβει ότι οι πράξεις επιβολής τους, το μόνο πραγματικό αποτέλεσμα που έχουν είναι να δημιουργούν βαθειά στεναχώρια σε εκείνους που τίς υφίστανται. (Μου τη δίνει κάθε ισχυρός που κάνει κατάχρηση της ισχύος του για να πατησει τον αδύναμο).

Κατά τα άλλα, ακόμα και άν πετύχουν τον σκοπό τους (δηλαδή, να παίξουν πρίν από μένα στην 8η τρυπα της Γλυφάδας, να περάσουν πρίν από σένα στον δρόμο, να στερήσουν ακόμα ένα πιάτο φαγητού από τον φτωχό, να αφαιρέσουν τη ζωή από έναν ανυπεράσπιστο), στο τέλος της μέρας θα ταφούν και αυτοί κάτω από το χώμα και, όπως όλοι οι άλλοι, θα βλέπουν τα ραδίκια ανάποδα!

Saturday, February 25, 2006

Ξέσπασμα!...


Δεν ξέρω αν είναι τα χρόνια που περνάνε, οι μέρες που ζούμε η οι ιδιαιτερότητες της χώρας και της φυλής. Ίσως ναναι και όλα μαζί. Αλλά το βέβαιο είναι πως σε καιρούς ευημερίας, γενικώς, ο κόσμος ούτε είναι, ούτε περνά καλά. Δεν μπορεί νάναι καλά, αν κρίνω από αυτά που βλέπω να συμβαίνουν γύρω μας καθημερινώς.

Συμβαίνουν πολλά, εδώ κι αλλού. Όλα μας επηρεάζουν, ασχέτως εάν, κλεισμένοι στο καβούκι μας, κάνουμε πως δεν μας αφορούν.

Η τρομοκρατία, και της Αλ-Κάιντα αλλά και του Μπους, είναι σαν κόμπος στο στομάχι όλου του κόσμου. Ταξιδεύεις και είσαι σφιγμένος. Για κάποιο παιδί, δικό σου η γνωστό, που σπουδάζει έξω, έχεις διαρκώς την έγνοια. Οι εικόνες τεμαχισμένων ανθρώπων, λες και είναι βιτρίνα πια στις οθόνες της τηλεόρασης.
Τα ακραία φυσικά φαινόμενα, που είναι σαν τώρα να τα μάθαμε, πάντα συνέβαιναν και δεν θα σταματήσουν, δυστυχώς.

Όμως, σ’ αυτόν τον τόπο όπου κάθε μέτρο πια έχει χαθεί, βιώνουμε, πέρα απ’ όλα αυτά, μια τραγική, όσο και γελοία εικονική πραγματικότητα, που πολλές φορές, ωστόσο, είναι πέρα ως πέρα υπαρκτή.

Βλέπεις ας πούμε πως ένα καραμπινάτο – αλλά όχι πρωτάκουστο σκάνδαλο, καταξιώνει έναν δημοσιογράφο που κινείται πολύ άνετα ανάμεσα στον λαϊκισμό και τον αφ’ υψηλού ρόλο του εθνικού Ρομπέν των Δασών. Ο ‘χι’ πολιτικός που συνεχώς κάνει βουτιές στη διαφθορά, δεν είναι παρά μια ακόμα επικίνδυνη και θλιβερή περίπτωση ενός κλασσικού Έλληνα φτωχομπινέ, που κάποια στιγμή στη ζωή του, βλέποντας την αρπαχτη και το νταβατζιλίκι να έχει γίνει καθημερινή πρακτική, απλώς αναρωτήθηκε «γιατί όχι και εγώ;», και μπήκε κι αυτός στο παιχνίδι. Είναι απολύτως φυσιολογικό που τους βλέπουμε όλους αυτούς τους απίθανους τύπους της καθημερινής μας επικαιρότητας σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, να χαμογελούν στις κάμερες σαν εκείνη την συμπαθέστατη αγελάδα της Λίλα Πάουζε. Έτσι ακριβώς, και εκεί ακριβώς, σε τέτοιες εκδηλώσεις, βρίσκονται καθημερινά και χιλιάδες άλλοι διαπλεκόμενοι, είτε γνωρίζονται μεταξύ τους είτε όχι. Σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής μας ζωής, τα λαμόγια έχουν παρουσία απολύτως διακριτή.

Στον χώρο της σόου-μπίζνες, τα προβεβλημένα πρόσωπα είναι εκείνα που λες μακάρι, Χριστέ μου, να μην μοιάσει ποτέ το παιδί μου σ’ αυτά. Μέρες τώρα, παρακολουθούμε από την τηλεόραση έναν κ. Κακέτση, ιδιοκτήτη νυχτερινών κέντρων, να επιτίθεται σε έναν κύριο Νουράιγ, καινούργιο αμόρε της κ. Λιάνη, και λες τώρα, …, εντάξει, αν είναι να κάνω πλάκα, να κάνω, …, αν όμως μου τα δείχνουν όλ’ αυτά για να πληροφορηθώ, ας πούμε, ποιος είναι ο ένας κύριος και ποιος ο άλλος, συγγνώμη, αλλά γιατί? Τι είναι αυτοί οι κύριοι? Τον Κακέτση γιατί πρέπει να τον ξέρω? Τι είναι? Έκανε καμία σπουδαία ανακάλυψη? Έχει προσφέρει κάτι στη κοινωνία? Μήπως είναι τέρας μορφώσεως και δεν το ξέρω? Πείτε μου σας παρακαλώ πολύ, γιατί πρέπει να ξέρω εγώ ποιος είναι ο Κακέτσης, και δεν πρέπει να μάθω ποτέ ποιος είναι, ας πούμε, ο καθηγητής Ευάγγελος Γραγουδάς, επικεφαλής του τμήματος οφθαλμολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστωνης, ο πρώτος οφθαλμίατρος στον κόσμο που χρησιμοποίησε με επιτυχία την ακτινοβολία με δέσμη πρωτονίων για την θεραπεία του οφθαλμικού μελανώματος, και έχει ξαναχαρίσει το φως σε εκατοντάδες ασθενείς?
Γιατί να βλέπω εκατό φορές στα παράθυρα τον Κακαουνάκη, τον Τράγκα, την Κανέλλη, τον Βενιζέλο, τον Μειμαράκη, τον Καρατζαφερη και τον νομάρχη Ψωμιάδη (για να μην τον μπερδεύουμε με τον άλλον), και να μην δω έστω ένα 3λεπτο ρεπορτάζ για τους 2 Αυστραλούς επιστήμονες Μάρσαλ και Ουόρρεν, που πήραν το φετεινό Νόμπελ Ιατρικής, για την ανακάλυψη του ελικοβακτρτηριδίου πιλόρι, ενός βακτηριδίου που ευθύνεται για το έλκος του στομάχου, και που το θεραπεύεται πλήρως, κάνοντας τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο πολύ καλύτερη.

Λέω, λοιπόν, το τετριμμένο, ότι αν θέλετε να κάνετε χαβαλέ με τα παράθυρα, κάντε το. Αν θέλετε να στριμώξετε τα ενδιαφέροντα αυτού του κοσμάκη στις απατεωνιές του κάθε πολιτευτάκια, κάντε το και αυτό. Αλλά, βρείτε και λίγο χώρο για πιο φωτεινά πράγματα. Για πιο σημαντικά πρόσωπα από τον Κακέτση. Η υποθεση Χρηστιδη, ενός ανθρωπου από την Θεσσαλονίκη που κατηγορήθηκε (τηλεοπτικώς) ότι θησαύρισε φτιάχνοντας τηλεοπτικά κανάλια που «πουλούσαν» … τηλεφωνικές γραμμές (για σεξ, για αστρολογία, για το κακό μας το συναπάντημα!) δεν είναι παρά καθρέφτης μιας βαθιά άρρωστης κοινωνίας. Οι απατεώνες, για να κάνουν την δουλειά τους, πρέπει να βρούνε και εύκολα θύματα. Όλοι αυτοί που τώρα κλαίνε και οδύρονται «τα χρήματα μας πίσω», είναι άξιοι της μοίρας τους. Δεν χρειάζεται να έχεις ούτε απολυτήριο δημοτικού για να καταλάβεις ότι ο άλλος σε κλέβει, όπως σε κλέβουν καθημερινά και οι αστρολόγοι, και τόσοι άλλοι – άρα δεν στέκεται η δικαιολογία του φτωχού κι αμόρφωτου ανθρώπου. Λίγο μυαλό χρειάζεται, που δυστυχώς όμως δεν υπάρχει, γιατί αν υπήρχε, ούτε ο Καρατζαφερης θα ήταν ευρωβουλευτής, ούτε ο Δασκαλάκης του ΠΑΣΟΚ θα γινόταν ποτέ διοικητής τράπεζας, ούτε και ο Τράγκας δημοσιογράφος.

Επιτυχια του Τριατνταφυλλοπουλου η αποκάλυψη της υπόθεσης Χρηστίδη. Όμως, έχουμε πληροφορηθεί άραγε ποτέ τι απόγιναν όλες οι άλλες υποθέσεις που απασχόλησαν την περιζήτητη και δημοφιλή εκπομπή του? Έχουν προβληθεί άραγε ποτέ οι διαψεύσεις υποθέσεων, η εκείνες που δικαίωσαν δικαστικώς τους κατηγορηθέντες από τον δημοσιογράφο? Έχει ακουστεί, μία έστω φορά, η φράση, συγγνώμη, αλλά τον τάδε κύριο που διαπόμπευσα στην εκπομπή μου του κατέστρεψα τη ζωή, τον ανάγκασα να βγάλει τα παιδιά του από το σχολείο γιατί τά απομόνωναν τα άλλα παιδιά, …, ΕΧΕΙ γίνει ποτέ αυτό?

ΟΧΙ. Γιατί έχουμε κολλήσει σ’ αυτήν την μετριότητα και μιζέρια, έχουμε κολλήσει στο Μπίγκ Μάδερ με 15 μαμόθρεφτα να σφάζονται για τά φράγκα, έχοντας ως πρότυπο τον ατάλαντο Περικλή τον Στεργιανούδη, που όπου πηγαίνει έχει και μια κάμερα από πίσω του, να προβάλλουν την κάθε σαχλαμάρα που εκστομεί ως τάχα μου σπουδαία. Και λες, ρε γαμώτο, δεν πρέπει να γίνει κάτι, δεν αξίζει αυτός ο κόσμος κάτι που να τον κάνει να νοιώσει πιο καλά? Να πει «μπράβο», αντί για «ωχ, αμάν». Να ξεχωρίσει έναν πραγματικά σπουδαίο άνθρωπο, και αυτόν να υποδείξει ως πρότυπο στο παιδί του, όχι τον Στεργιανούδη, όχι την Τατιάνα, ούτε και την Λίτσα Πατερα, ουτε και τους παραθυράτους πολιτικούς και δημοσιογράφους.

Προχωράς στο δρόμο αυτές τις μέρες και τι βλέπεις? Προσέξτε τις γιγαντοαφίσες. Τσιγάρα, τζόγος, τραγουδιστές και μια εφημερίδα που δίνει 5 DVD, τα 2 από τα οποία είναι βαρβάτες τσόντες. Περπατάς στην πανεπιστημίου, κάτω προς την Ομόνοια, μαζί με τη γυναίκα σου και το παιδί σου, και βλέπεις τα πορνοπεριοδικά φάτσα-κάρτα. Δεν λέω να απαγορευτούν, όχι. Είμαι εναντίον των απαγορεύσεων. Αλλά, με τα εξώφυλλα έξω? Να δείχνουν τα πάντα? Ξέρω γω? Τι άλλο να πω? Τριτοκοσμική χώρα. Τρελαίνεσαι. Γιατί ξέρεις ότι δεν το αξίζει. Ότι υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν και μπορούν να αναδείξουν το καλό της πρόσωπο. Όμως, νομίζω ότι για να γίνει πια αυτό, χρειάζεται κάθαρση πολύ μεγάλη. Έστω κι αν αυτό σημαίνει πως μπορεί να χρειαστεί να πάει στη φυλακή η μισή χώρα.

Tuesday, February 21, 2006

Σώσε μια γλώσσα, αγαπώντας την.

Ο Βιτγκενστάϊν είχε πει ότι τα όρια του κόσμου, είναι τα όρια της γλώσσας μας. Σήμερα γιορτάζεται η Παγκόσμια Μέρα της Μητρικής Γλώσσας, κι όπως διαβάζω σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στην ιστοσελίδα της «Ναυτεμπορικής», σχεδόν οι μισές από τις 6.000 ομιλούμενες σήμερα γλώσσες κινδυνεύουν να συρρικνωθούν ή ακόμα και να εξαφανιστούν έως το τέλος του αιώνα, καθώς οι κάποτε απομονωμένοι πολιτισμοί, απορροφώνται από μεγαλύτερες εθνικές ή παγκόσμιες ομάδες. Μια γλώσσα υπάρχει και εξελίσσεται, «ζει», όταν υπάρχουν άνθρωποι που τη μιλούν. Η γλώσσα «Τσάλιμ» της Σιβηρίας, η οποία σήμερα ομιλείται από ελάχιστα άτομα, όλα άνω των 45 ετών, θα πεθάνει μαζί με τον τελευταίο από αυτούς τους ανθρώπους.

Η δική μας η γλώσσα, μια από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες στον κόσμο, δεν θα πω τα τετριμμένα ότι κακοποιείται και λιγοστεύει χρόνο με τον χρόνο (άλλωστε, και η κακοποίηση μιας γλώσσας είναι μέρος της εξέλιξής της, αρκεί να εξελίσσεται), η δική μας η γλώσσα, λοιπόν, έχει ανάγκη να την αγαπήσουμε περισσότερο. Που πάει να πει, να την ψάξουμε πιο πολύ, να παίξουμε λίγο με τις λέξεις της, να αναζητούμε το νόημά τους σε καλά λεξικά, να την ανανεώνουμε γυρεύοντας πάντα διαφορετικούς τρόπους για να λέμε τα ίδια πράγματα – με άλλα λόγια, να την φροντίζουμε τη γλώσσα μας, σα να΄ναι παιδί μας. Λάθη θα κάνουμε, αλλά αν είναι από αγάπη για τη γλώσσα και όχι από απάθεια γι’ αυτήν, οι Θεοί της έκφρασης θα μας αγαπήσουν κι εμάς, και θα μας συγχωρέσουν.

Monday, February 20, 2006

Επιστρεφοντας απ' τη Κύπρο

Πάντα ενδιαφέροντα και φορτισμένα είναι τα ταξίδια μου στη Κυπρο. Επαγγελματικό και σύντομο το τελευταίο, επέστρεψα χθες, Κυριακή, με τη πρωινή πτήση από Λάρνακα.

Το νησί είναι πανέμορφο τον χειμώνα. Πράσινο, όπως δεν είναι ποτέ άλλοτε, παγωμένο, αλλά και λουσμένο στο φως.

Ταξιδεύοντας μεσημέρι Παρασκευής προς Λευκωσία, άκουσα από έναν ραδιοσταθμό που έπιασα τυχαία στο αυτοκίνητο που νοίκιασα, μια κοπέλλα να λέει, μάλλον στον εαυτό της, γιατί άντίλογος δεν υπήρχε: "Ξέρεις τι με στενοχωρεί πολύ στη Κύπρο; Οτι ζητάμε, η μάλλον απαιτούμε απ' όλον τον κόσμο να μήν μας ξεχνά, και πρώτοι εμείς μοιάζουμε νά'χουμε ήδη ξεχάσει."

Η εκπομπή της είχε ένα μόνιμο, μελαγχολικό μουσικό χαλί. Αυτό πατούσε, για να πεί τις σκέψεις της.

"Από τότε που μπήκαμε στην Ευρωπαική Ενωση και που απορρίψαμε το Σχέδιο Ανάν, όλα μοιάζουν νά'χουν παγιωθεί."

Που πάει να πεί, δεν κινείται τίποτα! Η κατοχή, σχεδόν δεν προφέρεται πιά. Οι μαθητές, που κάποτε έβγαιναν στα οδοφράγματα και φώναζαν "τα σύνορά μας είναι στη Κερύνεια", πεπεισμένοι ίσως ότι αυτό δεν θα γίνει ποτέ, κλείστηκαν στα i-Pod και τα SMS τους. Οι γυναικες, που έκαναν πορείες ατέλειωτες, και που κάποτε τόλμησαν να παραβιάσουν και τη λεγόμενη η "νεκρή ζώνη", βγαινουν τώρα στα ραδιόφωνα και ζητούν να αφιερώσουν το επόμενο τραγούδι "στην αγγόνισσά μου, που αύριο πάει στες Αθήναις για γουίκεντ". Και οι μοτοσικλετιστές, που θυμάστε πόσο είχαν ενοχλήσει όλη τη πολιτική και κοινωνική συντηρητικούρα του νησιού, ειναι μάλλον σαν τους μάγκες που δεν υπάρχουν πιά.

Τουλάχιστον, αυτήν την αίσθηση σου δίνει τα τελευταία χρόνια η "πέρα βρέχει Κύπρος", ικανοποιημένη θαρρείς που βολεύτηκε στην Ε.Ε. και "άσ'το το εθνικό θέμα να το ξαναδούμε όταν είμαστε έτοιμοι". Αυτή, σημειώστε, είναι και η επίσημη πολιτική γραμμή. "Ο κυπριακός λαός δεν ειναι έτοιμος ακόμα να συζητήσει νέο Σχέδιο Ανάν", διαμηνύει πρός κάθε κατεύθυνση ό δύσκαμπτος προεδρός τους, κ. Παπαδόπουλος. (Ομως, το πολιτικό μέρος του πράγματος, στο συγκεκεριμένο σημείωμα, δεν μ' ενδιαφέρει).

Προβληματίζομαι για το "άσ'το και βλέπουμε", που απορρέει από τον ίδιο τον κόσμο, και που έχει μια πολύ ισχυρή κοινωνική διάσταση. Δεν πιστεύω ότι έχουν ξεχάσει. Δεν πιστευω ότι, ακόμα κι όταν είναι φούλ παραδομένοι στο i-Pod, η στο όποιο σαχλό ραδιοφωνικό τους σόου, κάτι βαθειά μεσα τους, άν χρειαστει, δεν θα τους ξανακάνει να βγουν στους δρόμους, έστω και για να υπενθυμίσουν προς τα έξω ότι "αυτή η πατρίδα, ρε σείς, σκλαβωμένη ειν' ακόμα".

Δεν ξέρω ποιοί μπορεί να είναι αυτοί οι "ρε σείς". Σίγουρα, είναι και ο ίδιος ο εαυτός τους. Αυτός που τώρα κάνει ένα break, να φάει μια kit-kat και κάποια στιγμή να "βγει έξω".
Φοβούμαι όμως, επειδή η αλήθεια πονάει πολλές φορές, ότι ακόμα και άν "βγει έξω" αυτό το κάτι που μεσα μας σιγοκαίει για τη Κύπρο, πολύ δύσκολα θα γίνει φλόγα για να πυροδοτήσει την μικρή εκείνη "επανάσταση" που θα σταματήσει την κατοχή, η όπως λέει και το τραγούδι "πο'ννα φέρει στον καθέναν τζιαί δροσιάν τζιαί ποσπασιάν".


Οι περισσότεροι που ψήφισαν "όχι" στο Σχέδιο Ανάν (ένα Σχέδιο που'χε, ναι, πολλά τρωτά σημεία), ειμαι πεπεισμένος πως δεν το έκαναν για νά διορθωθούν αυτά τα σημεία και να βελτιωθει, αλλά απλούστατα γιατί δεν ηθελαν λύση. Διότι βολεύτηκαν.

Τσαντίζονται όταν τους το λές αυτό. Θίγονται, τάχα. Γιατί θεωρούν πως είναι σαν να τους λές "προδότες". Οχι. Εγω τουλάχιστον δεν χρησιμοποιω ποτέ αυτή τη λέξη - ίσως τη χειρότερη που υπάρχει στο "λεξιλόγιο της ανθρωπότητας". Η βολεμένη Κύπρος φοβάται. Φοβάται, πρώτον, μη ξεβολευτεί πάλι. Δηλαδή, μη χάσει ξανά αυτά που έκτισε μετα από τον πρώτο χαμό. Καί έκτισε πολλά. Δευτερον, φοβάται (και αυτό ειναι γνησιο, υπαρκτό και κατανοητό ως έναν βαθμό), ότι δεν θα μπορέσει να συνυπάρξει με τον Τούρκο.

Μπορεί, τόσα χρόνια τώρα, να έμαθε να παπαγαλίζει τη φράση "εμείς, μια χαρά μπορούμε να συζήσουμε με τους Τουρκοκύπριους" (φράση που δέν έχει μείνει ουτε ένας πολιτικός στο νησί που να μήν την ξεφουρνίσει τουλάχιστον χίλιες φορές!), αλλά δεν την εννοεί. Ελάχιστοι ειναι εκείνοι που, ακόμα και τώρα που μπορείς, σχετικά ελεύθερα, να πάς στα κατεχόμενα, έχουν προσπαθήσει να προσεγγίσουν έναν από αυτούς τους Τουρκοκύπριους που λένε ότι μπορουν να ζήσουν μαζί.

Οσοι πάνε "από κεί", πάνε για να δούν, ίσως για νά φάνε κάτι (ψάρι, συνήθως), πιθανώς για νά ψωνίσουν φτηνά φρούτα, λαχανικά και κρέατα, να πάιξουν στα καζίνο, η να πηδήξουν καμμια γκόμενα στα καμπαρέ, που' ναι φθηνότερα από τα "δικά μας". Ολα αυτα, γίνονται με τυπικη μόνο επικοινωνία με τους Τουρκοκύπριους, και εννοείται πως το ίδιο συμβαινει και με εκείνους που επισκέπτονται τις ελέυθερες περιοχές. Ενα παράξενο πήγαιν-έλα μουγγων πληθυσμών. Που όμως, έχουν τόσα να πουν μεταξύ τους.

Ισως και περισσότερα απ' όσα έχουν να πουν ο Παπαδόπουλος με τον Ταλάτ, και σίγουρα πολύ πιό σημαντικά. Γιατί, άν είναι κάποτε η Κύπρος να πάψει να είναι χωρισμένη, θα είναι μόνο όταν αρχίσουν να επικοινωνούν στ' αλήθεια μεταξύ τους οι απλοί άνθρωποι και όχι οι ... πολύπλοκοι πολιτικοί. Ενωμένη Κύπρος με χωρισμένους ανθρωπους δεν γίνεται.

Και αυτό δεν ισχύει μόνο για Ελληνοκύρπιους-Τουρκοκύπριους, αλλά πρώτ' απ' όλα για Ελληνοκύπριους-Ελληνοκύπριους.

Αυτα τα ... λίγα, σήμερα. Για τη Κύπρο, όπου απλώνεται μια μικρούλα ρίζα της πολύπλοκης ζωής μου, θα ξαναγραψω πολλές φορές.

Sunday, February 12, 2006

Η "ρηξη" στην Τέχνη



Βρέθηκα πρόσφατα στο Παρίσι, και πήγα στο Κέντρο Πομπιντού για να δω την έκθεση "Big Bang - Δημιουργία και Καταστροφή στην Τέχνη του 20ου Αιώνα". Ο πίνακας που βλέπουμε, ειναι το Peter Saul και φέρει τιτλο "Bewtiful & Stwong" (1971). "Bewtiful, δηλαδή "Πανέμορφη" (αλλά ειπωμένο με τραβηγμένο το "ew", που βεβαίοως δεν είναι και ο σωστός τρόπος γραφής της λέξης), ειναι η γυναικα, και τόχει και γραμμένο σε φωτοστέφανο που περιβάλλει τα πλούσια, άφρο της μαλλιά. "Stwong, δηλαδή "Δυνατός" (ειπωμένο και αυτό κάπως ναζιάρικα, όπως μιλούσε ας πουμε ο Ελμερ στον Μπάγκς Μπάνι!), είναι ο άνδρας, που τόχει και αυτός γραμμένος στο δικό του φωτοστέφανο. Από τα χαρακτηριστικά τους, πατημένη μύτη, μεγάλα και σαρκώδη χείλη, πυκνά και κατσαρά μαλλιά, νομίζω πως μπορεί κάποιος να υποθέσει πως ειναι και οι δύο μαύροι, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Επίσης, ειναι εμφανές ότι ειναι αμφότεροι εσταυρωμένοι, και γυμνοί. Ο πίνακας αυτός του Saul ηταν στην πτέρυγα της συγκεκριμένης έκθεσης που ειχε τίτλο "Σέξ". Στην ίδια πτέρυγα υπήρχαν ακόμα εξαιρετικά έργα του Πικάσο (La Pisseuse, 1965), του Νταλί (Guillaume Tell, 1930), του Μπάλθους (Alice, 1933), και άλλων.

Το θυμήθηκα αυτό, το έργο του Saul, καθως ετούτες τις τελευταίες εβδομάδες ζούμε όλοι την απίστευτη σχιζοφρένεια των αντιδράσεων των φανατικών Μουσουλμάνων για κάποια σκίτσα του Μωάμεθ που δημοσιεύτηκαν τον περασμένο Νοέμβριο σε μια δανέζικη εφημερίδα. Η έννοια της καταστροφής στη σύγχρονη τέχνη, δεν είναι καινούργια. Ολη η ιστορία μάλιστα της Σύγχρονης Τέχνης βασίζεται στην ιδέα της "ρήξης", και το κοινό έχει πολύ συχνά εκδηλώσει την έκπληξη, τον εντυπωσιασμό η και την αποστροφή του ακόμα μιας τέχνης που κινείται, θαρρείς, στο αέναο χάος, χωρίς κάποια σταθερή ταυτότητα η χρονοδιάγραμμα, καταστρέφοντας κάθε μορφή αξιών και, πρώτ' απ' όλα, τις πιο βασικές αξίες της αισθητικής: δηλαδή την ομορφιά, την αρμονία, την σταθερότητα.

Ο Πικάσο, ζωγραφίζει μια κοπέλλα που κατουράει. Το πρόσωπό της είναι απεχθές και το σώμα της με άπειρες δυσπλασίες. Ομως, είναι - στα δικά μου μάτια, άρα και στη δική μου ψυχή - ένας υπέροχος πίνακας. Η "Αλίκη" του Μπάλθους ειναι μια κοπέλλα που επιδεικνύει το μουνί της με έναν τρόπο σχεδόν απαθή. Ορθια, έχει ανεβάσει το ένα της πόδι σε μια καρέκλα και μοιάζει να προσπαθει να ξεμπλέξει τα φρεσκολουσμένα της μαλλιά. Το "χάος" του έργου αυτού - πάλι για τα δικά μου κριτήρια - είναι στο εντελώς άδειο βλέμμα της, βγαλμένο από μάτια που δεν έχει. Στη θέση τους, ένα τρομακτικό κενό.

Συνουσιασμός, όμως, επάνω στον σταυρό; Κορμιά διαπλεκόμενα επάνω σε ένα από τα ιερότερα σύμβολα του Χριστιανισμού; Ανήκουστο, απαράδεκτο - ακούω να φωνάζουν οι κήρυκες, και να επαναλαμβάνουν μετά, τα άπειρα στρατευμένα παπαγαλάκια, που προφανώς δεν είδαν κάν το έργο.

Με πιάνει τρόμος στη σκέψη ότι θα μεγαλώσει το "παγκόσμιο εκείνο κίνημα" που θα απαιτήσει κάποια στιγμή τον αφανισμό κάθε μορφής τέχνης, και το φίμωμα κάθε έκφρασης που δεν θά συμπλέει με αυτό που ο καθένας θα θεωρεί "ιερό και όσιο". Ολη αυτή η τρέλλα που βιώνουμε τωρα με τους φανατικούς Μουσουλμάνους να καίνε τα πάντα και να ζητούν "ιερή εκδίκηση εδω και τώρα", μόνο σε αφύπνιση άλλων ακραίων στοιχείων μπορεί να οδηγήσει.

Ενας φίλος μου από τη Σουηδία, μου έλεγε χθες ότι στη χωρα του, από την ημέρα που ξέσπασε αυτή η παρανοική ιστορία, αφυπνίστηκαν κάτι ξεχασμένοι ακροδεξιοί εθνικιστές καί ανέβασαν ήδη στην ιστοσελίδα τους έναν παγκόσμιο διαγωνισμό γελοιγραφιών "που θα εξευτιλίζουν ακόμα πιό πολύ τον Μωάμεθ".

Μου έλεγε, επίσης, ότι σε όλες τις σκανδιναβικές χωρες, οι απλοί πολίτες (από τους πιό δημοσκρατικούς που υπάρχουν σε όλον τον κόσμο), είναι ρπαγματικά έξω φρενών με τη στάση των φανατικών Μουσουλμάνων εναντίον τους διότι, εκτός των άλλων, η Σουηδία, η Δανία και η Νορβηγία είναι χρόνια τωρα, ηθικώς και υλικώς (και μιλάμε για πολλά χρήματα) στο πλευρό των Παλεστινίων, αλλά και άλλων καταπιεσμένων (από ξένους αλλά και δικούς τους) Αράβων.

Στο Αφγανιστάν, οι σκηνές αλλοφροσύνης θά έδιναν σίγουρα έμπνευση σε κάποιον καλλιτέχνη που θα ήθελε να αποτυπώσει, μαζί σε έναν πίνακα, το παράλογο και την καταστροφή. Θυμάμαι που οι Ταλιμπάν είχαν καταστρέψει έναν ολόκληρο ναό του Βούδα - μνημείο παγκόσμιου πολιτισμού ανεκτίμητης αξίας - και όμως δεν θυμάμαι κανέναν από όλους αυτούς τους φανατικούς που φωνάζουν σήμερα ότι "κάθε θρησκεία είναι ιερή", να είπαν έστω "κίχ" τότε.

Ειμαι έξαλλος με αυτήν την ιστορία, και για μένα δέν υπάρχουν εδω ούτε "μά", ούτε "μου". Οι παρανοικές αντιδράσεις των φανατικών απλώς έκαναν τα κόμικς του Μωάμεθ γνωστά πλέον σε όλο τον κόσμο. Απλώς έδειξαν ότι η μόνη σχέση τους με το "δίκαιο" και το "σωστό" είναι εκείνο που πιστευουν ότι καθορίζουν οι δικές τους παραδόσεις - θρησκευτικές η μή. Απλώς, θέλουν να επιβάλουν σε όλη την ανθρωπότητα τους δικούς τους "τρόπους".

Ενα ηχηρό "όχι" φωνάζω σε όλα αυτά. Και, εδω και λίγες εβδομάδες, αγοράζω είς διπλούν και είς τριπλούν ό,τι δανέζικο βρίσκω στην αγορά: βούτηρο, τυρί, ψάρια, κλπ. Ειναι, νομίζω, η ελάχιστη "αντίσταση" που μπορεώ να προβάλω, ως άνθρωπος, στον απόλυτο σκοταδισμό!

(Υ.Γ.: Ευτυχώς, κανένας δεν έχει απαιτήσει ακόμα να φύγει αυτός ο πίνακας από το Πομπιντου. Ευτυχως, η έκθεση δεν γίνεται στην Ελλάδα, γιατί θα είχαμε νεό ... Outlook, και άντε μετα να μαζεύεις πάλι τον Εβερτ).

Wednesday, February 08, 2006

Παράβαση...

Αχ, χιονίζει. Χειμέρια τα πράγματα.
Σήκωσε το μεγάλο δείπνο ν’ ανοιχτούμε. Ναι, χιονίζει. Αρχίζουνε τα θαύματα.

Κάπως έτσι μας τα΄’λεγε ο Σαββόπουλος όταν στριμωχνόμασταν, χειμώνα του ’76-’77, φοιτητάκια της μιας δραχμής, στα σκαμνάκια του «Ζυγού», στη Πλάκα για ν’ ακούσουμε Αριστοφάνη. Τον Αριστοφάνη, που μόλις γυρισε από τα θυμαράκια, και συναντήθηκε με τους Αχαρνείς.

Το κατεστημένο της εποχής, ανασήκωσε με πολλή απέχθεια τα φρύδια του, και απαξιωτικά εντελώς μίλησε για τούτον τον αυθάδη τραγουδοποιό που τόλμησε να πειράξει τα αυθεντικά κείμενα του «μέγα κωμικού» και να θίξει, με μια γλώσσα ανάλογη, καταστάσεις δογματικές, αρτηριοσκληρωτικές, τάχα προοδευτικές, απελπιστικά όμως οπισθοδρομικές.

Ο Σαββόπουλος απάντησε, θυμάμαι, με τον μόνο τρόπο που ξέρει – δηλαδή, με την τέχνη του. Και η απάντηση ηρθε μεσα από την «Παράβαση», στο ίδιο έργο, κραυγή υπέροχη από το στόμα του Νίκου Παπάζογλου.

«Ποιος μας γηροκομεί την σήμερον ημέρα, ψηστιέρα-καρβουνιέρα μούσα Δεκεμβριανή. Πολέμησα καιρό σε όλα τα πεδία, και με τυφλή μανία ξέσκιζα τον εχθρό. Τωρα με χειρουργεί η αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική».

Δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα από τότε. Η Πλάκα έγινε κατοικημένη περιοχή πολυτελείας, και από τις δεκάδες μπουάτ σήμερα σώζονται μόνο ο «Ζυγός» και το «Ζούμ», Η παντογνωσία όμως των μετρίων παρέμεινε ίδια.

Σε όποιον χώρο και αν κινείται κάποιος, ελλοχεύει πάντα μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική – ένας λογιστάκος που θα υπαγορεύσει σε έναν μουσικό παραγωγό τι τραγούδια πρέπει να παίζει ώστε να γεμίζει εκείνος, ο φιλόδοξος λογιστάκος δηλαδή, το παγκάρι των ψευδαισθήσεών του, ένας οπαδός που θα κάνει από την εξέδρα τον προπονητή, ένας δημοσιογράφος που θα υποκαταστήσει από το παράθυρο τον πολιτικό, μια μαμά που θα θέλει όσο ζέι (καμμιά φορά και πιο κει ακόμα...) να καθορίζει εκείνη τη ζωή του παιδιού της, …, παντού και πάντοτε το ίδιο στρίμωγμα, η ίδια έλλειψη ελευθερίας και, προπαντός, παιδείας.

Ακους πολλή σαχλαμάρα γύρω σου, και δυστυχώς δεν βρίσκω πιο ευγενικό τρόπο να το πω. Οι μισοί μιλάνε συνδικαλιστικά, οι άλλοι μισοί τεχνοκρατικά, και ένα άλλο κομμάτι από τις δύο αυτές κατηγορίες μιλάει και ολίγον κουλτουριάρικα, μάλλον γιά ... άλλοθι.

Ο marketeer, ας πούμε, που θεωρεί ότι και η έμπνευση ακόμα πρέπει να είναι προβλέψιμη και να μπαίνει από πρίν σε κουτάκια, σε τίποτα δεν διαφέρει από τον ξεπεσμένο επαναστάτη-συνδικαλιστή που πετάει τρείς μπαρούφες για "τό δίκαιο του εργάτη" και νομίζει πως έγινε κατανοητός.

Παρατηρώ, επίσης, ότι όλη αυτή η, μεγάλη δυστυχώς, κάστα της τσογλανοπαρέας (γιατί, ξέρετε, κατά κάποιον τρόπον, όλοι αυτοί συνευρίσκονται, κολλητάρια είναι...), καταφέρνει να επιπλέει επιβάλλοντας την τυποποίηση ως ... πρωτοποριακή άποψη. Ενας τύπος, τις προάλλες, μου έλεγε, σχολιάζοντας την αντίδραση του μουσουλμανικού κόσμου για τα περιβόητα πια σκίτσα του Μωάμεθ, ότι "αδερφέ, δίκηο έχουν οι άνθρωποι, αφού και η σάτιρα πρέπει να έχει τα όριά της!".

Βαρέθηκα να την ακούω αυτήν την αρλούμπα με τα όρια! Κατ' αρχάς, για να επικαλείσαι τα όρια ενός πράγματος πρέπει πρώτα να ξέρεις το ίδιο το πράγμα, όποιο και νάναι αυτό. Στην συγκεκεριμένη περίπτωση, δηλάδή, εκπλήττομαι πως ο τυπος αυτός ειχε άποψη για τα όρια της σάτιρας, τη στιγμή που όταν του ζήτησα να μου ορίσει την σάτιρα, απάντησε "έλα μωρέ, η πλάκα, το καλαμπούρι".

Γι' αυτού του είδους την άγνοια-τσογλανιά, μιλάω σήμερα λοιπόν. Αυτήν, που αντιλαμβάνεται την σάτιρα ώς "πλάκα, η/και καλαμπούρι" (ενω δεν έχει καμμία σχέση ουτε με το ένα, ούτε με το άλλο βεβαια), και επ' αυτής του της "θεωρίας" προχωρά και σε βαρύγδουπες διαπιστωσεις (τυποποιημένες μαλακίες, δηλαδή!) για "όρια" και άλλα ευτράπελα.

Δεν ξέρω πως μπορείς να γλυτώσεις από αυτούς. Τό'χω σκεφτει πολλές όποτε βρέθηκα αντιμέτωπος η και πλησίον τους - πρόσφατα, μάλιστα μου έτυχε στη δουλειά μου. Φρονω πως όταν έχεις την πολυτέλεια να φευγεις, αυτό κάνεις. Εάν δεν την έχεις, τότε περνάς στη "Χατζιδακική συνταγή" της περιφρόνησης - κάτι που δεν μου "πάει" ως άνθρωπος, αλλά με τα χρόνια καταλαβαίνω πως είναι ίσως και η μοναδική ασπίδα προστασίας σου.

Κλείνεσαι στον εαυτό σου, επιλέγεις πολύ αυστηρά με ποιούς θα λες τρείς κουβέντες παραπάνω, με ποιούς θα πηγαινεις για κανά ψαράκι, με ποιούς θα μοιράζεσαι χαρές, λύπες, ανησυχίες και προβληματισμούς, καί όλους τους υπόλοιπους τους αφηνεις στο ... τυπικό. Τους περιφρονείς.

Εν τω μεταξύ, ακόμα χιονίζει έξω. Εκεί, αρχίσανε κιόλας τα θαύματα. Μέσα, σπέρνουν πάλι τον φόβο. Αλυσίδες. Εκχιονιστικά. Αλατιέρες. Και παγωμένοι ρεπόρτερ.

Μένω εκτός...

Monday, February 06, 2006

Η όρασή μου...

Είναι λίγα χρόνια τωρα, 2 νομίζω εάν τα συγκρατεί καλά το θολό, σε τέτοιες περιπτώσεις, μυαλό μου, που η όρασή μου άρχισε να χαλάει. Ο αστιγματισμός με κάνει να μη βλέπω καθαρά στον κινηματογράφο, και η πρεσβυωπία με δυσκολεύει να διακρίνω καλά, ιδίως μέσα στο μισοσκόταδο, τη λίστα των κρασιών σ' ένα ωραίο εστιατόριο.

Απέκτησα, λοιπόν, στα καλά καθούμενα, δυό ζευγάρια γυαλιών. Ένα για τα κοντινά μου πλάνα, όπως λένε οι άνθρωποι της τηλεόρασης, και ένα για τα μακρυνά. Στα μεσαία, καλά πάμε μέχρι στιγμής. Αλλά δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το πράγμα, και άς μου λένε φίλοι και συγγενείς, προφανώς γιατί με συμπαθούν και με συμπονούν, ότι μου πάνε μούρλια τα γυαλιά.

Τη πρώτη φορά που συνειδητοποίησα αυτήν την πρώτη θαμπάδα στην όρασή μου, έκλεισα θυμάμαι με τρόμο τα μάτια και είπα στον εαυτό μου, ψιθυριστά μην ακούσει κανείς, "μεγάλωσες, φίλε".

Επεσα σε βαθεια μελαγχολία, από την οποία δεν ξέρω εάν ακόμα έχω αναδυθει. Ξέρω ότι δεν περνά μέρα που να μην το σκέφτομαι "αυτό". Το γεγονός, δηλαδή, ότι ενω μέχρι πρίν από μερικά χρόνια μπορούσα να στέκομαι πλάι σε παρατηρητές αεροπλάνων στο αεροδρόμιο του Χήθροου, στο Λονδίνου, και να τους υπαγορεύω τους κωδικούς αριθμούς των αεροσκαφών, που εκείνοι έβλεπαν μόνο με κυάλια, τώρα πενθώ για την απώλεια αυτού του θεικού δωρου. Αφελώς, ρωτησα έναν γιατρό πως γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη να συμβαινει "αυτό"; "Φθορά μηχανήματος", μου απάντησε κυνικά. Και συμπλήρωσε: "O χρόνος".

Όμως, έχω και μιαν άλλην διάγνωση, που την πιστεύω πιο πολύ. Μου την είπε κάποτε ένας σπουδαίος γιατρός, φιλόσοφος της ιατρικής, που λέγεται Κωνσταντίνος Γαρδίκας, και που δυστυχως δεν ζεί σημερα. Ηταν Καθηγητής Παθολογίας, διευθυντής επί σειρά ετών στον "Ευαγγελισμό", άνθρωπος που άπλωσε την ιατρική του πέρα από τα όρια της επιστήμης της και την συνέδεσε άρρηκτα με τον άνθρωπο και τον χώρο του. Καθόμασταν συχνά στη βεράντα του, ακριβώς απέναντι από τον "Ευαγγελισμό", και μού' λεγε θυμάμαι, "τί κρίμα, το βλέμμα μας να σταματάει σε τόσα κτίρια, τόσο κοντά".

Οταν δεν ανταποκρινόμουν σε κάτι που έλεγε, χαμογελούσε ταπεινά και συνέχιζε επεξηγώντας. "Οι μισες παθήσεις των οφθαλμών σήμερα, οφείλονται στο ότι το μάτι δεν αφήνεται να κοιτάξει απεριόριστα μπροστά, να ξεκουραστεί με την απόσταση, και όχι να ζοριστει προσκρούοντας σε κτίρια κοντινά". Και μου συνέστησε, όταν νοιώθω τα μάτια μου κουρασμένα και βαριά, όταν από το συνεχές διάβασμα, γράψιμο, η καί άγχος επέρχεται "όλη αυτή η θαμπάδα", να δραπετεύω για λίγο, να αναζητώ μια θάλασσ' ανοικτή, και να την βλέπω αχόρταγα.

Αυτό το τοπίο, το συνέλαβα πέρυσι, Γενάρη μήνα, στη Τηνο. Και το συνέλαβα έτσι, πεντακάθαρο, χωρίς τα γυαλιά μου. Επειδή, έστω για λίγο, παραδόθηκα στο "ανευ εμποδίων" πεδίο μου, και τα είδα όλα όπως τα έβλεπα και πρίν. Διαυγή, όμορφα, αισόδοξα.

Saturday, February 04, 2006

Απόπειρα...

Οταν βλέπω κάτι καλό, θέλω να το λέω και σε άλλους, να το δουν κι εκείνοι. Κάπως έτσι, νοιώθω ότι ολοκληρώνεται η κάθε μου μικρή ή μεγάλη ευχαρίστηση. Νοιώθω καλύτερα. Δηλαδή, ψυχικώς ευφραίνομαι! Η, ανακουφίζομαι.

Απο μικρός την ανέπτυξα, εντελώς μόνος, σας διαβεβαιώ, αυτήν την ... ψυχαναλυτική συνήθεια. και την συνεχίζω ως σημερα, με ελάχιστες, από τότε, παραλλαγές. Απλώς, δηλαδή, λέω κάπως καλύτερα τώρα, αυτά που αισθάνομαι. Παλιά, ήμουν κάπως πιο άγαρμπος.

Οπως και νά'χει, από ετούτον εδώ τον χώρο, κάνω απλώς μιαν απόπειρα να μοιραστώ με "αόρατους φίλους", πράγματα που συνεχώς περνούν από τη σκέψη (πρώτα) και τη ψυχή μου (έπειτα), και θέλω να δω πως "συμπεριφερονται" όταν ... απελευθερωθούν.

Ως ένα σημείο, αυτή τη δουλειά κάνω, γράφοντας κάθε μέρα στην "Ελευθεροτυπία", και μιλώντας, επίσης κάθε μέρα, 8-10 το πρωί, στον "Δίεση 101,3". Αφήνω, όμως, κάποια υπόλοιπα. Κάποια πράγματα που δέν λέγονται, όχι επειδή κάποιος μου τα απαγορεύει, αλλά γιατί κάτι (διαφορετικό γιά κάθε περίσταση) με κρατάει να ... τα κρατήσω.

Εδω, λοιπόν, λέω να προσπαθήσω ν' ανοιχτω λίγο περισσότερο. Καλώς σας βρίσκω.