Wednesday, May 30, 2007

Για την Αμαλία...


Ο θάνατος της Αμαλίας με άγγιξε βαθιά. Σαν να’χασα έναν πολύ δικό μου άνθρωπο.
Τόση ήταν η δύναμη του λόγου της, τόσο κοντά μου οι εμπειρίες που εξιστορούσε, τόσο μέσα μου η οργή της για το σάπιο σύστημα που μας περιβάλλει (όχι μόνο στην Υγεία), μα και η λαχτάρα της να ζήσει μια ζωή, …, τι ζητούσε, ρε γαμώτο, η κοπέλα; … , λίγη δύναμη να χορεύει, να παίζει βόλεϊ, χρόνο για να χάνεται στα βιβλία και στις ταινίες της, ένα χέρι απλωμένο από το «σύστημα» όταν ο αδύναμος χρειάζεται βοήθεια και στήριξη.
Τα comments στο blog της (www.fakellaki.blogspot.com), μετά το τελευταίο της post, χιλιάσανε κιόλας. Υπάρχει μια δυναμική υπέροχη – μια γνησια αγωνία, μην περάσουν κι άλλοι τα δικά της πάθη – αλλά και αποφασιστικότητα, «τουλάχιστον να μην σιωπάμε».
Υπάρχει και δυναμική άγρια, που δεν την γουστάρω. Οι αντιπαραθέσεις για το εάν οι έντιμοι και ικανοί ιατροί είναι εξαίρεση ή κανόνας. Ίδια συζήτηση, ίδιο δίλημμα και για τους δημοσιογράφους (όπου, πραγματικά, καθόλου δεν θίγομαι προσωπικά που ο κόσμος, και καλά κάνει, έχει την χειρότερη εντύπωση για μας – απλώς στεναχωριέμαι). Ιδια και για τους πολιτικούς, τους καθηγητές, κλπ, κλπ.
Συμφωνώ με την αγωνιώδη προτροπή της Αμαλίας. «Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες, ρε παιδιά, όχι κανόνας». Μόνο που δεν έχω άμεσες, πρακτικές απαντήσεις για το πώς.
Το μυαλό μου πάει σε μία, μόνο, εφικτή αφετηρία, εάν είναι να εξαιρέσουμε (που σίγουρα την εξαιρώ, εκείνην της βίας – να τα κάνεις όλα θρύψαλα, δηλαδή): η εξυγίανση και η κάθαρση στη Δικαιοσύνη.
Εάν δεν γίνει αυτό (και εδώ, για να ξεκινήσουν μια τέτοια εκστρατεία, χρειαζόμαστε ανθρώπους με κότσια, και γνήσια επαναστατικότητα να ρέει στο αίμα τους), εάν δεν ΔΕΙ ο κόσμος τους ενόχους να τιμωρούνται, εάν δεν ΑΙΣΘΑΝΘΕΙ ότι πράγματι αποδίδεται Δικαιοσύνη, τότε τίποτα δεν θα αλλάξει, φοβούμαι.
Ας πάρουμε ένα ασήμαντο παράδειγμα, που για μένα δεν είναι καθόλου ασήμαντο.
Απόψε, άκουγα στην τηλεόραση τον πολύ κ. Ψωμιάδη, τον Νομάρχη Θεσσαλονίκης, χαρακτηριστικό δείγμα «Ελληνα μάγκα», να εξηγεί ότι δεν φορεί κράνος, δηλαδή
να παραδέχεται ότι παρανομεί, επειδή έχει πολλές υποχρεώσεις και, αν όπου πηγαίνει βάζει και βγάζει, λέει, το κράνος, θα χάσει, τάχα, χρόνο, και δεν θα είναι συνεπής προς τα καθήκοντά του! Τέτοιες μπαρούφες.
Δεν φαντάζεσθε όμως πόσο κακό κάνουν έστω αυτά τα «ασήμαντα» - αυτές οι αίωνιες ελληνικές σαχλαμαρίτσες, ιδίως όταν βγαίνουν από το στόμα ανθρώπου που κατέχουν υπεύθυνες θέσεις και που, υποτίθεται ότι η συμπεριφορά τους πρέπει να είναι οδηγός για την συμπεριφορά του κάθε πολίτη.
Επομένως, από τη στιγμή που, έστω και «δι’ ασήμαντον αφορμήν», ο κάθε Ψωμιάδης όχι μόνο τη γλυτώνει φτηνά, αλλά μπορεί και για πολλούς να γίνεται και παράδειγμα προς μίμηση («Είδες; Ο άνθρωπος δεν προλαβαίνει να τρέχει για δουλειές των πολιτών….»), με αποτέλεσμα αυτό που ονομάζουμε «νόμος» να πηγαίνει περίπατο.
Εάν, όμως, τον έπιαναν και τον έγραφαν, όπως θα έκαναν για οποιονδήποτε πολίτη, ακόμα και για την βασίλισσα της Αγγλίας και τον Γκράν Παπα, οι αστυνομικές αρχές σε κάθε πολιτισμένο κράτος του κόσμου, και κυρίως εάν είχε την βεβαιότητα ό πολίτης ότι θα εκτελεσθει η ποινή του, τότε ίσως κάτι να άλλαζε προς το καλύτερο.
Δυστυχώς, δεν έχω δεί κανένα γιατρό να πηγαινει στη φυλακή για φακελάκι. Καμμία υπάλληλο του ΙΚΑ να χάνει τη δουλειά της επειδή συστηματικώς ταλαιπώρησε έναν πολίτη. Κανέναν δημοσιογράφο να μην μπορεί να ασκήσει ξανά το επάγγελμα επειδή κατέστρεψε, με ένα ρεπορτάζ ή ένα σχόλιό του, τη ζωή ενός απλού ανθρώπου. Ούτε έναν πολιτικό να κατηγορηθεί ότι «τα παίρνει», να αποδειχθεί ότι «τα πήρε», να φάει την ανάλογη ποινή, και να την εκτίσει.
Όσο δεν συμβαίνουν αυτά, και όσο η απόδοση της Δικαιοσύνης κωλύεται από χίλιες-δυο δυσκολίες (πολλές υποθέσεις, συνεχείς αναβολές, μηνύσεις και αγωγές για ψύλλου-πήδημα, εκκωφαντική σιωπή για τις μεγάλες απάτες και τα μεγάλα εγκλήματα), φοβούμαι πως, και αυτήν την στιγμή που γράφω, χιλιάδες Αμαλίες εκεί έξω, βιώνουν τα ίδια μαρτύρια που βίωσε «η δικιά μας Αμαλία», έχοντας δολοφονηθεί από το σύστημα πολύ πριν το τυπικό τέλος της ζωής τους.
Ζούμε στη χώρα του «ας’τους να φωνάζουν». Οι «καταγγελίες» (σοβαρές και μη) έχουν εξευτελιστεί, κυρίως χάρη στη τηλεόραση. Που αντιμετωπίζει κάθε σκάνδαλο ξώφαλτσα και με μόνο κριτήριο να εντυπωσιάσει εκείνους που μετράνε ως νούμερα.
Η Αμαλία μας, μας έδωσε μάθημα γερό. Έκανε ρεπορτάζ «σαν αντράκι» (και μην το παρεξηγήσετε, please καλές μου φίλες – ξέρετε πως το εννοώ), και όχι σαν κοτούλα. Δηλαδή, είπε τα πράγματα με το όνομά τους, όπως φιλάρεσκα λέμε εμείς, οι νάρκισσοι της ενημέρωσης, αλλά ποτέ δεν πραγματοποιούμε. Ανοικτά και με θάρρος. Όχι με κρυφές κάμερες. Ούτε και με πολυπληθή πάνελ τριγύρω, να συζητάνε τα καταγγελλόμενα λες και είμαστε αμφιθέατρο ελληνικού πανεπιστημίου…
Την Παρασκευή, 1η Ιουνίου, ας συντονιστούμε όλοι οι bloggers. Έτσι, για την Αμαλία. Που ήταν ένα πολύ γενναίο, και εντάξει παιδί.

Tuesday, May 15, 2007

Ωστε, νομίζεις πως τα ξέρεις όλα;


Σε μιαν εκπομπή μου πριν μερικούς μήνες στο ραδιόφωνο, τον επέκρινα έντονα τον Πάνο Μεταξόπουλο, καθώς και τους άλλους δύο παρουσιαστές, την Εβελίνα Παπούλια και τον Μιχάλη Ναλμπάντη, του τηλεοπτικού σόου Do You Think You Can Dance, που προβάλλεται από το Mega Channel.
Ημουν πολύ θυμωμένος που ειρωνεύτηκαν έναν νεαρό Ελληνοαμερικανό στα προκριματικά του διαγωνισμού, και γέλασαν με τον τρόπο με τον οποίο χόρευε.
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η συμπεριφορά τους δεν ήταν καλή, ακόμα κι αν ο νεαρός, όπως θα πουν μερικοί, «προσφερόταν» για γέλιο. Το Mega, ευτυχώς δεν έχει φτάσει στο σημείο να εμπορεύεται άτομα με ψυχολογικά προβλήματα που νομίζουν ότι είναι καλλιτέχνες.
Το σημερινό μου σημείωμα το γράφω για να επαινέσω τον Μεταξόπουλο, κι από καρδιάς να του σφίξω το χέρι για τα όσα είπε στην εκπομπή της περασμένης Πέμπτης, κατά την οποία έγινε μία ακόμη αναχώρηση χορευτή και χορεύτριας.
Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι το συγκεκριμένο σόου, από πολλές απόψεις, είναι από τα καλύτερα που έχουμε δει ποτέ στην ελληνική τηλεόραση.
Το στοιχείο του «ριάλιτι», με την έννοια ότι ρίχνουμε και κλεφτές ματιές και στην προσωπική ζωή των διαγωνιζομένων, εδώ είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Μόνο τις πρώτες μέρες, έβλεπες τον φακό να τρυπώνει στα δωμάτια του ξενοδοχείου όπου έμεναν τα παιδιά, αλλά και αυτό – έτσι το εισέπραξα εγώ τουλάχιστον – γινόταν για να καταδείξει την γνήσια αγωνία που έχει ένας άνθρωπος πριν από οποιονδήποτε διαγωνισμό, και το πώς αντιδρά ο καθένας σε τέτοιες περιπτώσεις.
Το απαράδεκτο, για εμένα, του να αποφασίζει το κοινό για το ποιος φεύγει και ποιος μένει από το παιχνίδι, εδώ αμβλύνεται κάπως από το γεγονός ότι το κοινό αποφασίζει ποιοι θα είναι οι 6 υπό αναχώρηση (δηλαδή, οι προτεινόμενοι, όπως τους λένε – 3 αγόρια, 3 κορίτσια), αλλά η τελική απόφαση, ευτυχώς, είναι στα χέρια της κριτικής επιτροπής, δηλαδή ανθρώπων ειδικών. Έτσι, δόξα τω Θεώ, σε αντίθεση με άλλα ριάλιτι σόου, δεν υπάρχει εδώ περίπτωση, εύχομαι, να δούμε ποτέ να ψηφίζεται ως καλύτερος χορευτής (που μάλιστα θα πάει σε γνωστή ακαδημία χορού της Αγγλίας με υποτροφία για μαθήματα ενός έτους), ένας αντίστοιχος του αλήστου μνήμης Περικλή – εκείνου του άφωνου τύπου που ψηφίστηκε «από τον λαό» νικητής κάποιου Fame Story.
Έλεγα, λοιπόν, για τον Μεταξόπουλο που, όταν ανακοινώθηκε η αποχώρηση ενός παιδιού, και το πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές γιατί έμεινε ο δικός του εκλεκτός, εκείνος τους πέταξε ένα ειρωνικότατο «συγχαρητήρια», και υπέδειξε μετά στον αποχωρούντα χορευτή, «είδες, αγόρι μου, πως εδώ είσαι στον λάκκο των λεόντων».
Στη συνέχεια, ο Μεταξόπουλος αναφέρθηκε σε ένα προσωπικό του βίωμα, που πραγματικά με άγγιξε, γιατί αισθάνθηκα πως οι ιστορίες μας, ως έναν βαθμό, έχουν μερικά κοινά σημεία που πονάνε.
Όταν γύρισε, λέει, από το εξωτερικό, έπειτα από πολλών χρόνων σπουδών στον χορό, αλλά και εργασία σκληρή, γεμάτος όνειρα στα 30 του χρόνια, πολύ γρήγορα απογοητεύτηκε (προφανώς με την εχθρότητα που βρήκε εδώ, «στην ελληνική ζούγκλα»), που έβαλε ένα τεράστιο «Χ», λέει, στον χορό, και έμεινε άνεργος για πολύ καιρό.
Βεβαίως, βρήκε δουλειά στη συνέχεια, παραδεχόμενος ότι το όνομά του (γιος του Φώτη Μεταξόπουλου – του διάσημου χορευτή τον καιρό που μεσουρανούσε ο ελληνικός κινηματογράφος), έπαιξε ρόλο, αλλά ή σκληρή και πάντα καχύποπτη (εναντίον κάθε νέου που έρχεται απ’ έξω με όνειρα) Ελλάδα, πάντα πληγωνει.
Αλλά, εμένα μου άρεσε – και σ’ αυτό μόνο εστιάζομαι σε τούτο το σημείωμά μου – το γεγονός ότι σ’ αυτό το συγκεκριμένο σόου φαίνεται πως έχει επενδύσει ένα μεγάλο κομμάτι από τον εαυτό του, και δουλειά που γίνεται με τέτοια κατάθεση ξεχωρίζει αμέσως.
Μου άρεσε που «την είπε» στους αλαλλάζοντες του πλήθους. Μου άρεσε που «διέταξε» έναν από τους προτεινόμενους, τον Ελληνογάλλο Ζαν Πιέρ, έναν πράγματι εξαιρετικό χορευτή, να μην «τολμήσει» να είναι πάλι προτεινόμενος – καρφί, βεβαίως, που αφορά εκείνους που τον ψήφισαν, οι άσχετοι του SMS.
Μου άρεσε που ήταν ανθρώπινος, και που έκανε αρκετό κόσμο να δακρύσει, εμού συμπεριλαμβανομένου – και, πιστέψτε με, νομίζω πως μπορώ να ξεχωρίσω εκείνο που γίνεται η λέγεται ΓΙΑ να συγκινήσει, από εκείνο που στα αλήθεια συγκινεί.
Θα ήθελα να πω και δυο λογάκια, τέλος, για αυτήν την καινούργια δικτατορία των SMS, που περιβάλλεται από το γνωστό παραμύθι «ο κόσμος αποφασίζει».
Είναι άλλο πράγμα να αποφασίζει ο κόσμος για το ποιος θα τον κυβερνήσει (αν και και εδώ, δυστυχώς δεν έχει βρεθεί ακόμα δικαιότερο σύστημα από την Δημοκρατία, και λέω «δυστυχώς», γιατί άμα βλέπεις καμμιά φορά ποιους ψηφίζουμε, απορείς και τσαντίζεσαι), και άλλο πράγμα να έχει γνώμη ο κάθε άσχετος για θέματα τα οποία δεν γνωρίζει. Πως μπορώ – πείτε μου – βλέποντας 10 πολύ καλούς χορευτές, να αποφασίσω δίκαια ποιος απ’ όλους είναι ο καλύτερος και ποιος πρέπει να μείνει έξω; Πως μπορώ να καταδικάσω εγω ένα παιδί, και να αναδείξω ένα άλλο, μη έχοντας γνώση του «αντικειμένου»;
Σ’ ένα τραγούδι του, ο Τσακνής κάνει λόγο για τον κίνδυνο που κρύβεται πίσω από το «ναχουν γνώμη μόνο οι γνωρίζοντες».
Δεν λέω ούτε αυτό – είναι λεπτό το θέμα. Βεβαίως θα πω την άποψή μου και εγώ, ένας απλός θεατής, για μια θεατρική παράσταση, και ας μην είμαι κριτής, ας μην έχω ειδικές σπουδές και γνώσεις στο «αντικείμενο» αυτό.
Όμως, αλίμονο εάν εκχωρούσαν ποτέ σε μένα (και θα δείτε ότι θα γίνει και αυτό σύντομα), τον απλό θεατή, το δικαίωμα να μετατραπώ μετά από «χ» παραστάσεις σε κριτικό θεάτρου και, βάσει της ψήφου-ετυμηγορίας μου, να αποφασιστεί η συνέχιση η το γκρέμισμα της παράστασης.
ΑΥΤΟ δεν είναι δημοκρατία. ΕΙΝΑΙ δικτατορία. Και μάλιστα, δικτατορία των «επί παντός». Δικτατορία που, το εμπόριο έχει κιόλας φροντίσει να αξιοποιήσει οικονομικά, με την δια των δακτύλων συμμετοχή μας σε όλα. «Στείλε ένα SMS», λέει. Και εσύ, ακόμα κι αν θελήσεις να του στείλεις μια καθωσπρέπει απάντηση του τύπου «άντε γαμήσου, μαλάκα», πάλι χαμένος είσαι, γιατί μόλις θα τον έχεις κάνει κατά 1 περίπου ευρώ πλουσιότερο. Τον μαλάκα…

Sunday, May 13, 2007

Next train


Again
the games, threatening
my excitement – so much!
Turning it into a whirlwind of fear
Fear within, and
fear without
I have to grin, I have to shout
Time, shamelessly running out, chasing
recognition which I do not recognize – never, and
and something else – oh, yes dear! – which I still cannot
command. I cry.
A tear within, and
a tear without
I have to grin, I have to shout
Drying tenderly the dampness from my eyes,
as now – I think – time, I can see it!
Maybe touch
Maybe smell
Certainly feel, caressing all that I haven’t lived for
and still expecting something to bring me back to the
Next day
Next train, departing within a tear
without any fear.
I’ll get off when you shout!

Saturday, May 12, 2007

Σιγά, "πατριώτες"!


Βουίζουν από προχθές τα παπαγαλάκια των καναλιών από υποκριτική εθνικοφροσύνη, καθώς η παρουσιάστρια του προκριματικού της Eurovision, την περασμένη Πέμπτη, έκανε σαφώς ένα ανθρώπινο λάθος, και είπε την ΠΓΔ της Μακεδονίας, σκέτη «Μακεδονία», όπως την λέει ο κόσμος ολόκληρος, και όπως την βλέπουμε γραμμένη και εμείς, σ’ όποιο site και να μπουμε, σ΄όποια εφημερίδα ξένη διαβάσουμε.
«Όχι», κράζουν τα παπαγαλάκια της ιδιωτικής τηλεόρασης, που ανάθεμα κι ‘αν ξέρουν τα περισσότερα από αυτά ακόμα κι από ποιους νομούς αποτελείται η, όπως την λέμε, δική μας Μακεδονία. «Από τη στιγμή που την πληρώνουμε εμείς, την κυρία Μπακοδήμου, μέσω της δημόσιας τηλεόρασης, οφείλει να μην κάνει τέτοια λάθη».
Α, μπά;
Ποιος ανθρώπινος νόμος, ποιος γραφτός ή άγραφος κανονισμός, απαγορεύει σε ένα πλάσμα του Θεού να κάνει λάθος; Και μάλιστα, λάθος στον αέρα, σε ζωντανή μετάδοση, που όλα ετούτα τα σαΐνια της ιδιωτικής τηλεόρασης (που μπορεί να μην τα πληρώνουμε από τη τσέπη μας – αν και εμμέσως, με τις διαφημίσεις, συμβαίνει κι αυτό – αλλά τα πληρώνουμε σίγουρα με την καταστροφή της αισθητικής και της ψυχικής μας υγείας), όφειλαν να ξέρουν πόσο εύκολο είναι να σου «γλιστρήσει η γλώσσα».
Δεν θέλω να μπώ και στο άλλο κεφάλαιο της ιστορίας αυτής, και να πώ «σιγά, και τι έγινε που την είπε την χώρα Μακεδονία;», γιατί ξέρω ότι καίει σε τούτο τον τόπο το θερμόμετρο της εθνικής παραφροσύνης, και βαριέμαι να μπαίνω σ’ αυτόν τον καυγά.
Εάν μόνο θα πω. Την Κύπρο, το ξέρετε νομίζω, την έχω στη καρδιά μου βαθειά. Το κλάμα που έχω ρίξει σε έρημους βραχότοπούς της αντικρύζοντας το «φυλακισμένο» τμήμα της, δεν περιγράφεται. Ο θυμός που εκρύγνυται μέσα μου κάθε φορά που βλέπω στον Πενταδάκτυλο το μισοφέγγαρο, και τις ταμπέλλες «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», έχει αφγήσει πολλά άσχημα σημάδια υγείας στο ευαίσθητο στομάχι μου.
Κι όμως, συνέβη μερικές φορές, ακόμα και σε επίσημες ανταποκρίσεις μου, εδώ η στο εξωτερικό, να μου ξεφύγει και να πω τον Ντενκτάς «Πρόεδρο του τουρκοκυπριακού καθεστώτος», ενώ βεβαίως ούτε Πρόεδρος αναγνωρισμένος διεθνώς είναι, παρα μόνο του εκεί «ψευδοκράτους».
Τρέμω στην ιδέα μη και συνέβαινε κάτι τέτοιο σήμερα, και με περιλάμβαναν τα παπαγαλάκια της Λαμπίρη, της Στεφανίδου, και των άλλων υστερικών, τάχα μου λαμπερών εκπομπών της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης.
Τρέμω στην ιδέα μη και με παραλάβαινε η τηλεκριτικός κ. Γκολεμά, που και αυτήν την άκουσα να ειρωνεύεται την Μπακοδήμου, λέγοντας «ε, δεν θα αφήσουμε και την εξωτερική μας πολιτική σ’ αυτήν!»
Τρελλάθηκαμε πιά εδώ, ακούτε τι σας λέω! Δεν πάμε καλά. Δεν ΕΙΜΑΣΤΕ καλά.
Σίχαμα. Σκέτο σίχαμα!