Monday, November 26, 2007

Hide n' Seek


Παίζω κρυφτούλι με τα πονάκια
του σώματός μου.
Με φόβο
ξεπροβάλω από τη γωνία
να δω αν έρχεται
ο Μέγας Τρομοκράτης.

Τον προκαλώ – ακριβώς
όπως κάναμε όταν
παιδιά
καλούσαμε τον κίνδυνο, «έλα, ρε κερατα!»
κι’ έτρεμαν ποδάρια
κι΄έσφιγγαν τα δόντια μας
και δυνάμωναν τα ουρλιαχτα
του φοβισμένου ενθουσιασμού.

Δηλαδή: της παιδικής μας
Βεβαιότητας
Για το πόσο άτρωτοι είμαστε…

Πως έμεινα κολλημένος εκεί;
Δεν ξέρω.
Αν λίγο, μέσα μου, μεγάλωνα
έξω
θάμουν πιο προσεκτικός.
Θα φοβόμουν
αυτά, τα επικίνδυνα παιχνίδια
Θα άκουγα τις σειρήνες
της ταλαιπωρημένης μου ψυχής
δηλαδή –
της αδυναμίας μου
της από περιττής σαρκας περιβαλλόμενης – πως!

Ομορφα θα συμβιβαζόμουν
(ή μήπως θα πανηγύριζα)
για
την απρόσμενη αντοχή των χρόνων μου
για
τα καρτέρια που έστησα σε κάθε καινούργιο
ερέθισμα – εκεί
που μέσα μου γεννιόταν
πανηγυρικά
η Μεγίστη Περιέργεια
- λαχτάρα, πάει να πεί,
να υπερβώ, πάντα,
τον ασφυκτικό μου χώρο,
έξω να χυθώ
στα σύμπαντα της μικρής μου γειτονιάς
και ωραιοποιημένη, κατόπιν,
να φωνάξω περίτρανα την απροστάτευτη Ιστορία μου.

Παιχνίδι κι αυτό!
Που ακόμα, μέσα μου
διαδρομή αλλόκοτη πραγματώνει.
Αψηφώντας.
Ασφάλειες και καθησυχασμούς
Κινδύνους, δηλαδή, ανυπέρβλητους
μέχρι που…
… έ, δεν είμαι δα και τόσο γενναίος –
θα στερέψει η έμπνευσή μου
και δεν θα περισσεύουν
λογικές, άλλες
εξηγήσεις, για τα πονάκια που,
ακόμα με βγάζουν, ωραία
από την άβολη γωνιά μου!...

Wednesday, November 21, 2007

Κονσέρτο για Πατρίδα Αόριστη...


Θέλω βόλτα πάλι, γουστάρεις;

Πελαγωμένος είμαι εδώ και καιρό, όσες φορές προσπάθησα να ξανοιχτώ με ειδοποιούσαν πως υπήρχε απαγορευτικό, εκδοθέν «από πάνω». Ακραία, τα καιρικά φαινόμενα, ψυχούλα…

Μα, τώρα βρέχει δυνατά, και πιο εύκολα διακρίνω τα μέρη που θέλω να σε πάω. Βρεγμένο χέρι, μες στο δικό μου βρεγμένο χέρι να μπλεχτεί, εκεί ακριβώς που πετάχτηκε από τη νέκρα του τοπίου ένα βλαστάρι ολοκαίνουργιο. Κοίτα! Σαν παιδί που τώρα ήρθε…

Είδα μια συζήτηση στη τηλεόραση – λίγο για το Ασφαλιστικό, λίγο για το ΠΑΣΟΚ, λίγο για την Ολυμπιακή, και λίγο για το «γερμανικό μοντέλο» - κάτι αλλαγές στο εκλογικό σύστημα, βαριέμαι να σου εξηγώ. Πυρκαγιές οργής ανάβουν μέσα μου, πάντοτε, αυτές οι φτηνές απάτες. Έτσι λοιπόν, δεν πρόσεξα τι έλεγαν. Μόνο τις φιγούρες τους παρατηρούσα. Και μου ξέφυγε το παιχνίδισμα τις γλώσσας σου, όταν μου’πες «γειά» και ήπιες κρασί.

Έχω κακές προθέσεις να καταθέσω αν δεχτείς τη πρόσκλησή μου. (Την προηγούμενη φορά ήταν απλώς «πονηρές»). Μη φανταστείς όμως τις γωνιές τις παλιές – κάηκαν εκείνες. Ούτε τη μουσική των υδάτων – προσωρινή διακοπή ώσπου να βρω άλλον σταθμό. Φαντάσου ήχους να καίνε. Και ψιθύρους, στο αυτί σου μέσα να γυρνάνε…Ωραία;

Ζωγράφισα ένα φεγγάρι γεμάτο με τ’αδειανά της ημέρας, και το έβγαλα έξω από το κάδρο μου, επίτηδες να ξεχωρίζει. Εκεί, παρέα, και η νύχτα. Εγκαταλελειμμένη στα θλιβερά της αστεράκια – τους επώνυμους της καθημερινότητάς μας, τους άπειρους. Τι καλά! Βρίζονται αναμεταξύ τους, ελπίζοντας πως ο ένας θα κάνει αναπαραγωγή της χυδαιότητας του αλλουνού. Και έτσι γίνεται, πράγματι, παρασέρνοντας και σένα να πιστεύεις πως ο καθρέφτης της κοινωνίας, αυτός είναι.

Ο εφιάλτης, αλλά και η υποψία μου πιά, είναι μήπως στ’ αλήθεια είναι!

Στο υπουργείο του πνεύματος, επέλεξαν το συγγενικό ανεπαίσθητο. Στα έδρανα της υποτιθέμενης «αγωνιστικής και γόνιμης αμφισβήτησης», αυτής που λένε «αξιωματικής αντιπολίτευσης» (τι βαρύγδουπος τίτλος για τόσο ανάλαφρες παρουσίες!) κάθεται, επικεφαλής, ο «ανεξάρτητος παρατηρητής» - λες κι είναι αξιωματούχος του ΟΗΕ που επιβλέπει εκλογική αναμέτρηση σε χώρα αμάθητη από Δημοκρατία.

«Ξύπνα με προτού κοιμηθώ», λοιπόν. Διαρκώς σου φωνάζω, μη φύγουν οι σταγόνες που γλίτωσαν από των μετεωρολόγων τις προβλέψεις και δεν προλάβουμε να περπατήσουμε το δάσος μας βρεγμένοι. Φέρε τους πίνακές σου μαζί, να θυμόμαστε πως ήταν κάποτε. Να τους στήσουμε εκεί, στη πλαγιά τη ρημαγμένη τώρα, σαν έκθεση ζωγραφικής στις απόγνωσης τα μέρη, ομορφαίνοντάς τα, άξαφνα! Με φόντο το βλαστάρι που τώρα ξαναγεννιέται, ένα δέντρο καλοζωισμένο (ωραία χρώματα του΄βαλες!) που δεν ξέρει πως «εγγυς γαρ το τέλος του».

Βρε, που τους βρήκαμε όλους αυτούς τους αναγνωρίσιμους; (Ποτέ, ένα επίθετο, δεν μου προκάλεσε τόση απέχθεια…). Γεωργιάδηδες, Λιάκοι, Ψωμιάδηδες, Ανθιμοι, μια χώρα που όποια ωρα και αν ανοίξεις το παράθυρό της, παπάδες θα δείς, και «εθνικούς στάρ», αρμαφρόδυτα ανθρωπάκια με κλωνοποιημένα πεκινουά, να παρελαύνουν μαζί με την επίσης «εθνική Ρούλα» από τις χαβούζες των … λαοπρόβλητων εκπομπών. Και δίπλα, απαρατήρητοι να περνάνε οι της εξουσίας οι μουλωχτοί – πόση χαρά στα σκοτεινά πρόσωπά τους, που ένα μεγάλο μέρος των μίντια καταγίνεται με … ξέρεις πως θέλω να τους χαρακτηρίσω όλους αυτούς, και όλα αυτά που πρεσβεύουν.

Φοβάσαι ότι οι προσκλήσεις μου για βόλτα, γίνονται για να ξεφεύγω απ’ όλα αυτά, ίσως και από τον κακό εαυτό μου, και όχι για να προσεγγίσω, ν’ ακουμπήσω εσένα;

(Σιωπή μακρά. Και βλέμμα, απλωμένο πέρα. Μακριά πολύ)

Τραυματικά αποσπασματική συμπεριφορά, με διαρκείς τάσεις φυγής. Αυτοσχέδια, επιστημονική ονομασία, καθώς κρατώ σφιχτά στη φούχτα μου έναν κώνο πεύκου, και αναζητώ τον λατινικό του … ορισμό, ή ένα όραμα που να μην περιέχει τίποτα απ’ τα παλιά, και να μπορεί όμως να τα αντικρίσει αν ξαφνικά βρεθούν μπροστά του. Γραφώ βιβλίο, παρεμπιπτόντως, για ένα παιδί που δεν άντρεψε ποτέ. Και πρέπει να επιστρέψω στα παλιά, να κάνω έρευνα…

Ίδρωσε πάλι η παλάμη σου – τι έγινε; θα ενοποιήσουν και το δικό σου ταμείο με το δικό μας; Η θα μεταφέρεις και συ το υπόλοιπο της πιστωτικής σου κάρτας εκεί όπου μεταφέρουν οι σκύλοι τα κακά τους, για να μην τα βρίσκουν άλλοι; Μωρέ, θές-δε-θές θα τα βρουν τα κατατόπια σου, και έκπληκτη θα σε βγάλουν στον αέρα να απολογηθείς για το έγκλημά σου κατά του συστήματος. Μη τυχόν και με καταδώσεις, καημένη μου! Οικογένεια έχω…

Βρέχει ωραία. Και περπατώ μονάχος στο σκοτεινό Park Wood, ακούγοντας υπέροχα, βαριά, τραγούδια του Bowie – that lonely, grinning soul. Μεγάλωσαν πάλι τα δέντρα που τα είχε γκρεμίσει, τότε, η ανεμοθύελλα. Κι’ ο Φρανγκισκανός μοναχός, με πιο βαριά βήματα πιά, μου λέει «σε θυμάμαι, ήσουν αέρας». Εχω ένα διάλειμμα, και λέω να του εξομολογηθώ τα ανάμεσα στο «θυμαμαι» και στο «ησουν».

Έφυγα, πριν αποδεχθείς η απορρίψεις τη πρόσκλησή μου. Πρόλαβαν και μου πρότειναν εκπομπή στα λημέρια τα παλιά και την αποδέχτηκα. Πήρα μαζί δυο πίνακές σου της Πάρνηθας, παλιά. Και μια μουσική εκείνης της βόλτας, να τη βάζω στο ξεκίνημα της κάθε μέρας μου, εκεί. Ένα κονσέρτο για πατρίδα αόριστη.

Μη πεις τίποτα σε κανέναν. Στην εφημερίδα θα στέλνω κανονικά, σαν ναμαι εδώ. Αφού, έτσι κι αλλιώς «σαν ναμαι εδώ» ζούσα τόσα χρόνια….

Friday, November 09, 2007

"Παιχνίδια Επικαιρότητος", τέλος!


Την περασμένη Τρίτη, 6 Νοεμβρίου, τερματίστηκε η πολύ σύντομη, από τον Φεβρουάριο φέτος, συνεργασία μου με το ραδιόφωνο του «Αντένα».

Ένας αγγελιαφόρος της διοίκησης, μου ανακοίνωσε πως πάρθηκε απόφαση να γίνουν αλλαγές στο πρόγραμμα «με έμφαση στα τηλεοπτικά πρόσωπα» και στο να ανοίξουν, επίσης, γραμμές με τους ακροατές.

Γράφω με καρδιά στενάχωρη. Και σίγουρα, δεν είναι το «θέμα» μου ο συγκεκριμένος σταθμός. Γράφω, κατ’ αρχάς, γιατί αισθάνομαι πως το οφείλω στους ανθρώπους που, όλα αυτά τα χρόνια, μου δίνουν την ανείπωτη χαρά να μοιράζονται μαζί μου τις ωραίες (όπως τις νοιώθω) καθημερινές, ραδιοφωνικές μου περιπέτειες.

«Γιατί έφυγες;», με ρωτάνε πολλοί, από χθες. «Και πού θα πάς;», η αγωνία τους, που τόσο με τιμά, και στην οποία, επί του παρόντος, δεν έχω απάντηση.

Έλεγα, λοιπόν, πως το «θέμα» μου εδώ, δεν είναι ο «Αντένα», η ο κάθε «Αντένα». Ευτυχώς, άνθρωπος των συγκρούσεων δεν είμαι, και όταν φεύγω από ένα μαγαζί, θέλω πρώτα να τιμώ εκείνους που ήταν «κύριοι». Λίγοι είναι, όσο περνούν τα χρόνια, αλλά υπάρχουν, και αντιστέκονται στον συρφετό των κυνικών – εκείνων, που δεν αντέχουν ούτε να σε φωνάξουν και να συζητήσουν μαζί σου.

Στεναχωρέθηκα από τη συμπεριφορά εκείνων που είναι γαντζωμένοι στα αξιώματα, κυρίως της «τηλεοπτικής κλίκας», όπως την ονομάζω, η οποία έχει δικούς της κώδικες, που είναι δύσκολο να τους αντιληφθεί και να τους αποδεχθεί ένας νορμάλ άνθρωπος. Αλλά πάλι, αυτή η στεναχώρια, το ξέρω, είναι περαστική – δεν έχω χρόνο για άλλο πόνο, όπως λέει και το τραγούδι.
Το «θέμα» μου, η μεγάλη μου ανησυχία για το πού οδηγείται αυτό το επάγγελμα, και κυρίως το μέσον που λέγεται ραδιόφωνο. Έφτασε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, να βολοδέρνει στα χέρια, και στα κομπιούτερ, ανθρώπων που δεν το ξέρουν και δεν το αγαπούν. Και που θεωρούν ότι μια εκπομπή με έναν παραγωγό της φτήνιας, με ελεγχόμενο λόγο και μουσική, μπορεί και νάναι καλύτερη από μια εκπομπή με παραγωγό που θα έχει ειδικές γνώσεις, που θα ξοδέψει διπλάσιο χρόνο από το “take-away”. Απροετοίμαστες εκπομπές, όπου οι παραγωγοί μπαίνουν στο στούντιο χωρίς ένα χαρτάκι μπροστά τους με 5 σημειώσεις, και με κάποιους συνεργάτες-σκλάβους να τους έχουν γεμίσει την ώρα με απανωτά τηλεφωνήματα, δεν είναι ραδιόφωνο. Αρπαχτή είναι…


Και, δυστυχώς, ο κόσμος ο πολύς, όπως δείχνουν τα νούμερα, την ανταμείβει αυτήν την αρπαχτή.

Ευτυχώς, υπάρχουν αντιστάσεις. Σε αρκετά ραδιόφωνα, φωτεινές στιγμές, που σπάνε το σκοτάδι της τυποποίησης και της ευκολίας. Αλλά, λιγοστεύουν. Και κινδυνεύουν, ταυτόχρονα, να θεωρηθούν αντιστάσεις ρομαντικές και παρωχημένες, ίσως και γραφικές, …, εδώ, είναι που θυμώνω, που γίνομαι έξαλλος.

Γιατί γραφικοί, στα δικά μου μάτια, είναι όλοι αυτοί οι ψευτογιάπηδες που λένε «είμαι σε μπάτζετ μίτιγκ» και έχουν την απαίτηση να θεωρήσεις ότι κάνουν κάτι σημαντικό, ή που γενικά δίνουν εντολές «μπάμ-μπουμ» και είναι σαν να βλέπεις κάπως εξελιγμένη μορφή θλιβερού λοχαγού στη βασική εκπαίδευση.

Γραφικοί είναι όλοι αυτοί οι μη γνωρίζοντες το αντικείμενο, που όμως το διαφεντεύουν. Που μιλάνε για μάρκετιγκ, και δεν ξέρουν πως δουλεύει το «πράμα». Που δεν κατέβηκαν ούτε μια φορά στο στούντιο για να δουν τι αέρα αναπνέουν εκεί μέσα ο παραγωγός, οι ηχολήπτες, οι συνεργάτες, οι τηλεφωνήτριες. Πως «πέφτουν» τα τραγούδια; Πώς «γεννιούνται» τα τραγούδια για να συμπληρώσουν και να ενισχύσουν τον λόγο;

Γραφικοί είναι αυτοί που, εάν μια μέρα τους στερήσεις τις εφημερίδες, πέσει το ίντερνετ, και δεν δουλέψουν τηλεφωνικές γραμμές για να βγάλουν σχετικούς και άσχετους, δεν θαχουν τι να πουν. Πανικός θα τους καταβάλει, και το πιθανότερο είναι ότι θα φωνάξουν όποιον βρεθεί πρόχειρος για να ξοδέψουν μαζί, φλυαρώντας, τις ώρες που συνήθως γεμίζουν με «κλοπή» και τηλεφωνική ανακύκλωση ιδίων προσώπων.


Η πλάκα η μεγάλη, είναι πως η αγορά έξω, που συχνά την κατηγορούμε ότι εκείνη βάζει τους όρους του παιχνιδιού, πολλές φορές είναι πιο προχωρημένη από εμάς που διευθύνουμε το ραδιόφωνο, η συμμετέχουμε σε αυτό.

Πόσες και πόσες φορές δεν άκουσα από ικανά και πολύ «ψαγμένα» στελέχη διαφημιστικών εταιρειών (και σας πληροφορώ ότι υπάρχουν πολλά τέτοια), ότι υπάρχει έλλειψη νέων ιδεών στο ραδιόφωνο (όπως και στην τηλεόραση), ότι δυσκολεύονται να προτείνουν ενδιαφέρουσες εκπομπές στους πελάτες τους, και ότι εκτός από τους «μαζικούς διαφημιζόμενους» (τράπεζες, σουπερμαρκετ, κινητά, ΟΠΑΠ, κλπ) υπάρχουν και άλλοι που πάντα γυρεύουν «ένα στίγμα ιδιαίτερο».

Συχνά αναρωτήθηκα, αν ήταν δικά μου τα Ρολεξ, δικό μου το «Μερλο Χατζημιχάλης», δικό μου το Beufort σακάκι της Barbour, όλα προϊόντα με μεγάλες πωλήσεις και καταξιωμένα ποιοτικώς, σε ποια ραδιόφωνα και ποιες εκπομπές θα επέλεγα να τα διαφημίσω, και δεν έβρισκα πολλές.

Τι γίνεται, λοιπόν; Όλα για τη μάζα και για τα μαζικά προϊόντα;
Όλα για την τηλεόραση;

Εντάξει. Ισχυρό μέσο. Παντοδύναμο. Και – επιμένω ακόμα – μαγευτικό. (Όταν βρίσκεται στα χέρια ικανών, ευφάνταστων και με ήθος ανθρώπων). Αλλά η ίδια αυτοκτονεί, επιβάλλοντας το μοντέλο και την «λογική» της παντού. Ακόμα και στα πρόσωπα κουρασμένων «ραδιοφωνατζήδων».

Η θλίψη μου είναι μεγάλη για όσα μένουν πίσω, μετά από κάθε πρόχειρη αναδιοργάνωση, ανασύνταξη, αναδόμηση, και δεν ξέρω τι άλλο «ανα». Μια βόλτα εάν έκανε η ΕΣΗΕΑ σ’ αυτά τα ρημαγμένα, ραδιοφωνικά τοπία, θα αποκάλυπτε αλήθειες που ούτε φαντάζεται. Κοπέλες που μένουν έγκυες για να μην μπορούν να τις απολύσουν. Συνεργάτες που «πουλάνε» την ατζέντα τους σε κάθε βολεμένο σαν και μένα, αμειβόμενες με ψίχουλα. Ωράρια απίστευτης σκληρότητας. Συμπεριφορές απαράδεκτες, από περιστασιακούς, συνήθως, διευθυντές, αρχισυντάκτες και δεν συμμαζεύεται.

Πέρασαν λίγες μέρες, και κοιτώντας προς τα πίσω με μαλακώνουν γλυκά οι ηχοι της εκπομπής, σε έναν σταθμό «δύσκολο», πεισματικά γαντζωμένο από το λαίφσταιλ και που, παρόλα αυτά, μου έδωσε εμένα τη χαρά να «καταλάβω» τον αερα του. Ηταν, και είναι, διαφορετικοί ακροατές από εκείνους στον Δίεση. Άλλοτε πιο απότομοι, σίγουρα πιο ανυπόμονοι, λιγότερο εκφραστικοί, με πιο συντηρητικά γούστα.

Αλλά μου ζητήσανε τον τίτλο μιας ποιητικής συλλογής της Δημουλά. Περίμεναν πως-και-πως το «κλασσικό ξεκίνημα» της κάθε μέρας. Έδειξαν να απολαμβάνουν, όσο και εμείς στο στούντιο (ο Γρηγόρης, ο Δημήτρης, ο Σπύρος, η Μαρία, η Βίκυ, η Χριστίνα, η Βούλα) τα «Παιχνίδια Επικαιρότητος».

Και «συμφωνήσαμε», όλοι μαζί, πως έχουμε όλοι μας ανάγκη από «κάτι διαφορετικό».

Θα ξανασυναντηθούμε σύντομα…