Monday, April 24, 2006

Οι δολοφόνοι του κρασιού

Η τιμή των ελληνικών κρασιών, τόχω ξαναπεί, είναι απαράδεκτα υψηλή. Με πολύ λιγότερα χρήματα, αγοράζεις πολύ καλύτερα κρασιά από την Γαλλία, την Ιταλία, την Χιλή, την Νότια Αφρική, την Καλιφόρνια, την Αυστραλία. Στα εστιατόρια ιδίως, τοχουν παρακάνει. 40, 50 και 60 ευρω, για ένα κρασί που φεύγει από τον παραγωγό 5,6 και 7 ευρω, πωλείται από την κάβα 13, 14 και 15 ευρω, και καταλήγει στα εστιατόρια να πωλείται μέχρι και 10φορές παραπάνω. Η αδικία είναι πασιφανής. Ο παραγωγός πασχίζει μια ολόκληρη σεζόν να βγάλει καλό κρασί, αγωνιά για το αν θα βρέξει, αν θα χιονίσει, έχει την τεχνογνωσία που ο εστιάτορας ούτε που μπορεί να κατανοήσει, και έρχεται ο τελευταίος να βγάλει το κέρδος του, όχι από την ποιότητα του φαγητού και του σέρβις του, αλλά από το ωραίο το κρασάκι. Χρεώνοντας 40 ευρω το μπουκάλι, είναι σαν να εισπράττει το εστιατόρια τα χρήματα ενός πλήρους γεύματος χωρίς να το έχει σερβίρει.
Το κρασί μας είναι υπέροχο. Έχουμε μερικές από τις καλύτερες ποικιλίες στον κόσμο. Όμως, η τιμή του είναι ακριβή. Αυτός είναι, μαζί και με το κακό μάρκετιγκ, ο λόγος που δεν περπατάει στις ξένες αγορές, και ο λόγος που περπατούν τα βουλγάρικα, τα λιβανέζινα και να νεοζηλανδέζικα. Αυτός είναι και ο λόγος που αναγκαζόμαστε και εμείς, οι Έλληνες, πολλές φορές να προτιμούμε ξένα κρασιά, χωρίς τύψεις πια. Αυτές, άλλοι θα πρέπει να τις έχουν.

Tuesday, April 18, 2006

Το Φινλανδικό Μοντέλο!


Πριν 2 χρόνια περίπου διάβασα στο περιοδικό Newsweek μια πολύ ενδιαφέρουσα και τεκμηριωμένη παρουσίαση των καλύτερων χωρών στις οποίες αξίζει κανείς να ζει, αναλόγως τού τι γυρεύει στη ζωή του, ή τι δουλειά κάνει.
Για παράδειγμα, το περιοδικό ισχυριζόταν (παραθέτοντας, βεβαίως, ταυτόχρονα και το σχετικό ρεπορτάζ), ότι ή καλύτερη χώρα για να ζεις σήμερα ως τεχνοκράτης , είναι ή Κίνα, ότι οι σημαντικότερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις συμβαίνουν τώρα στο Βιετνάμ, ότι ή καλύτερη χώρα για να διασκεδάζει ένας νέος και μία νέα είναι … η Κωνσταντινούπολη (γιατί η υπόλοιπη Τουρκία, ε δεν είναι και για πολλά γλέντια – μη λέμε κι ότι θέλουμε τώρα!), ότι ο «παράδεισος των γυναικών» είναι ή Πολωνία, ότι στην Δανία ζουν οι ευτυχέστεροι άνθρωποι της μεσαίας τάξης, ότι ή Ινδία είναι ό,τι πρέπει σήμερα για τον ξένο επενδυτή, και άλλα πολλά.
Εγώ, ξεχώρισα το ρεπορτάζ τού περιοδικού για την Φινλανδία. Την χώρα πού, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε το Newsweek, είναι ή ιδανικότερη για να είναι κανείς μαθητής, φοιτητής, αλλά και δάσκαλος ή καθηγητής. Γενικά, τόχω ψάξει λίγο παραπάνω το θέμα (κάντε και σεις μια αναζήτηση στο Google με «Finland Education), και έχω διαπιστώσει πράγματι ότι η χώρα αυτή είναι όντως «ή Εδέμ τής εκπαίδευσης». Και αυτό το ζηλεύω πάρα πολύ.
Το 2001 έγινε από τον ΟΟΣΑ (τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη), μια μεγάλη έρευνα σε όλες τις χώρες-μέλη, συγκρίνοντας το επίπεδο μόρφωσης μεταξύ των παιδιών ηλικίας 15 ετών σε όλο τον κόσμο.
Οι Φινλανδοί βγήκαν πρώτοι σε επίπεδο γενικών γνώσεων, βγήκαν στην πρώτη τετράδα (ανάμεσα σε 45 χώρες) στα μαθηματικά και στις άλλες θετικές επιστήμες (πίσω από την Ιαπωνία και την Κορέα στη φυσική, και από την Νέα Ζηλανδία στα μαθηματικά), και είχαν, τέλος, οι Φινλανδοί, την μικρότερη απόκλιση ανάμεσα στους καλύτερους και χειρότερους μαθητές.
Σε τι οφείλεται, λοιπόν, αυτή ή σπουδαία τους επίδοση πού, επαναλαμβάνω, εμένα με κάνει να ζηλεύω, διότι θεωρώ την παιδεία το «σημαντικότερο πράγμα» πού μπορεί, και πρέπει, να πετύχει ένας λαός – οπωσδήποτε σημαντικότερο από το να κατακτά το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, η να καταλαμβάνει την πρώτη θέση στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον.
Οι Φινλανδοί, λοιπόν, μαθαίνουν καλά, επειδή διδάσκονται καλά. Οι δάσκαλοι και καθηγητές υποχρεούνται να κατέχουν, τουλάχιστον, πτυχίο masters, και έχουν την ελευθερία να διαλέγουν την διδακτέα ύλη από βιβλία της αρεσκείας τους, και να αναπροσαρμόζουν τις παραδόσεις τους βάσει των αναγκών και ενδιαφερόντων των μαθητών.
Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές αμείβονται καλά από το κράτος. Τόσο καλά που αφενός μεν δεν χρειάζεται να κάνουν ούτε ένα ιδιαίτερο μάθημα, και αφετέρου δε το επάγγελμα τους ψηφίστηκε πρόσφατα από τους 18χρονους ως το δημοφιλέστερο στην χώρα τους. Το επέλεξαν όχι μόνο για την καλή του αμοιβή, αλλά κυρίως γιατί προσφέρει μεγάλη ηθική ικανοποίηση – αυτό, δηλαδή, που οι ξένοι ονομάζουν job satisfaction.
Οι Φινλανδοι μαθητές δεν πληρώνουν δεκάρα για τις σπουδές τους. Ίσως να είναι και αυτός ένας από τους βασικούς λόγους που το 65% των αποφοίτων σχολείων μπαίνουν στα Πανεπιστήμια και προχωρούν μετά σε masters. Η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν γονατίζουν οικονομικά τους γονείς τους…
Οι πιο πολλοί φοιτητές παίρνουν υποτροφία από το κράτος, πού φτάνει μέχρι του ποσού των 600 ευρω τον μήνα, για να καλύπτουν τα έξοδα διαβίωσής τους – δεν πληρώνουν δίδακτρα, είπαμε.
Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία τού ΟΟΣΑ, ή Φινλανδία ξοδεύει περίπου 6000 ευρω ανά φοιτητή τον χρόνο, που είναι χαμηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που είναι 6500 ευρω, και σίγουρα χαμηλότερα από την δαπάνη στην Αμερική, που φτανει τα 10.000 ετησίως ανά φοιτητή.
Όμως, ή Φινλανδία βασίζει την ενδυνάμωσή της στον χώρο της παιδείας στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα. Έχουν κάνει τους μαθητές να αγαπήσουν την μάθηση, να έχουν σεβασμό και αγάπη προς τον δάσκαλο και καθηγητή. Και αυτός, ναι, είναι πολύ σοβαρός λόγος για να επιλέξει κάποιος αυτήν την χώρα για να ζήσει, κι ας μην έχει ούτε μπουζούκια, ούτε ήλιο και θάλασσα, ούτε και σουβλάκια με πίττα.

Wednesday, April 12, 2006

Αλλαγή URL

Οπως θα προσέξατε ίσως, άλλαξα το URL μου απο www.christosmichaelides.blogsport.com, σε www.bavzer.blogspot.com. Ολο το ονοματεπώνυμο έπεφτε ... λιγο μακρύ, και αρκετός κόσμος δυσκολευόταν να το θυμηθει για να το γράψει σωστα. Το "μπάβζερ" μου το βρήγκε ο γιός μου, ο Μιχάλης, που από 3 χρονών περίπου με φώναζε έτσι. Το επιστρατευω λοιπόν (άν και μου άρεσε πολύ και το myrtus - από την μυρτιά - αλλά τοχει πάρει άλλος από την Ολλανδία), για να ξαναγίνω, μαζί του, παιδί κι εγω.
Sorry για την ταλαιπωρία.

Χρ.

Monday, April 10, 2006

Τα λυπημένα πρόσωπα της μέσης ηλικίας...


Μελαγχολική εικόνα στο διπλανό τραπέζι, κέντριζε εξαρχής την προσοχή σου. Η δυνατή μουσική και το κέφι των δύο παλαιών τραγουδιστριών δύσκολα θαρρείς έφτανε ως εκεί. Εκεί, όπου ο χρόνος είχε αφήσει έντονα την πατημασιά του, κι ίσως από μια γωνιά του μαγαζιού, πίσω από κάποια κολώνα η ένα ηχείο, να πανηγύριζε κιόλας γι’ αυτό.

Ήταν μια παρέα έξη ανθρώπων. Τρία ζευγάρια, φίλοι μεταξύ τους πιθανώς, βρέθηκαν εκεί, Σαββατόβραδο στη Γαλάνη και τη Πρωτοψάλτη, μάλλον για να θυμηθούν τα παλιά. Η, μήπως, για να τα ξεχάσουν;

Δύσκολο πολύ να υποθέσεις ότι οι άνθρωποι αυτοί κάποτε γλεντούσαν. Τίποτα επάνω τους δεν μαρτυρούσε ένα έστω στοιχείο νεανικής χαράς. Οι άνδρες είχαν χάσει τα περισσότερα μαλλιά τους – όσα απόμειναν ήταν άσπρα και απεριποίητα. Το κούτελο του ενός, δεν ξέρω πως και γιατί, μαρτυρούσε βάσανα πολλά.

Οι γυναίκες τους, όλες με παραπανίσια κιλά, μαλλιά πρόχειρα βαμμένα και κοκκινάδι έντονο στα χείλη – μοναδικό, ίσως, απομεινάρι μιας φωτιάς που κάποτε έκαιγε θριαμβευτικά!

Επί ώρα πολλή ταλαιπωρούσαν στα χέρια τους ένα ποτηράκι λευκού κρασιού, που δεν σηκώθηκε ούτε μια φορά για να τσουγκρίσει το άλλο. «Εις υγείαν», ας πούμε. Ή, «γεια μας, ρε παιδιά», έτσι για την τιμή των όπλων, εις ανάμνησιν, έστω, των παλιών, καλών ημερών.

Όσο περνούσε, όμως η ώρα, και η μουσική, δυναμώνοντας, γινόταν όλο και πιο «δική μας», έβλεπες με περισσότερη συμπάθεια αυτά τα έξη μελαγχολικά πρόσωπα, που σίγουρα δεν ήταν εκεί! Απουσίαζαν…

Το’βλεπες πεντακάθαρα στη σκέψη τους που ταξίδευε – σε κάποιο παιδί που σπουδάζει έξω, σ’ έναν γάμο που δεν πάει καλά, στο σπίτι που άδειασε από φωνές και σκοτούρες, ίσως σε κάποιον φίλο που έφυγε, σίγουρα στον χρόνο που περνάει και θερίζει…

Άξαφνα, καθώς κάθε τραγούδι γνώριμο σου είναι και αναμνήσεις φέρνει, πόσο πιο γλυκά και όμορφα σου φαίνονται αυτά τα γκρεμισμένα πρόσωπα, που ακόμα δεν έχουν κοιταχτεί μεταξύ τους, ακόμα δεν έχουν βρει τρεις λέξεις ν’ ανταλλάξουν.

Μια σκέψη τρομακτική, αλλά και τόσο τρυφερή συνάμα, περνά αυτοστιγμεί από τη σκέψη σου: είναι έτσι, απόμακροι και ξένοι μεταξύ τους, γιατί φοβούνται να κοιταχτούν, φοβούνται να μιλήσουν, το ποτήρι να τσουγκρίσουν και το τραγούδι να τραγουδήσουν, γιατί όλα αυτά τους φέρνουν αντιμέτωπους με εκείνο με το οποίο δεν έχουν ακόμα εξοικειωθεί: τον χρόνο που περνάει.

Θα το πετύχουν, δεν χωρεί αμφιβολία. Γιατί είναι καλόβολα ετούτα τα’ ανθρωπάκια – εσύ κι εγώ είμαστε, αθόρυβοι οδοιπόροι μιας ζωής που, κάποια στιγμή, σε καλεί απλώς να κάνεις ένα διάλειμμα, να συμφιλιωθείς με τον εαυτό σου, να πεις «ωραία είναι τα μαλλάκια μου και έτσι», λίγο να τα περιποιηθείς, και λίγο πιο δυνατά να τραγουδήσεις το «η σωτηρία της ψυχής» η την «Περιμπανού».

Τότε, τα μελαγχολικά πρόσωπα αποκτούν ομορφιά ανείπωτη, έστω κι αν ακόμα δυσκολεύονται να χαμογελάσουν γιατί οι σκέψεις είναι ακόμα εκεί – ταξιδιάρικες, στο παρελθόν που δεν υπάρχει πια, και στις σκοτούρες που καθένας κουβαλά μέσα του σαν βάρος ιδιωτικό.

Παντρεύεσαι, κάνεις παιδιά, τα μεγαλώνεις, μεγαλώνει κι ο κύκλος σου μαζί με τον δικό τους, δουλεύεις σκληρά, ταξιδεύεις, διασκεδάζεις, ανησυχείς, αγωνιάς, προσπαθείς, ελπίζεις, ονειρεύεσαι, πάντοτε το καλύτερο, πάντοτε εκείνο που σε οδηγεί σε ύπνο γλυκύ, και ξαφνικά, χωρίς να καταλάβεις πως και τι, τα παιδιά έχουν φύγει, άλλος σπουδάζει, άλλος στο στρατό, άλλη παντρεύτηκε, το σπίτι άδειασε, άδειασες και συ, όμορφα άδειασες, αλλά είναι άσχημο πράγμα να μένεις μόνος, κάτι που παθαίνεις όταν όλη σου η ζωή περιστρέφεται μόνο γύρω από αυτά τα πράγματα – αυτά που συνηθίσαμε να ονομάζουμε υποχρεώσεις.

Τότε, ακριβώς, συνειδητοποιείς, πως δεν φύλαξες τίποτα για τον εαυτό σου…

Καθώς έφευγαν, λοιπόν, τα τραγούδια και έπαιρναν τις θέσεις τους στις ψυχές των ανθρώπων, έβλεπες τα πρόσωπα του διπλανού τραπεζιού με τόση αγάπη που άλλοτε δεν είχες αισθανθεί. Ήθελες να τους αγκαλιάσεις όλους και να τους φιλήσεις, αλλά φοβήθηκες το απλανές βλέμμα των ανδρών και το άγριο κοκκινάδι των γυναικών, και μαζεύτηκες πάλι στη θέση σου.

Ο επίλογος, γράφτηκε με ένα τραγούδι που πάντα ξεσηκώνει τον κόσμο. Ένα χαμόγελο ανεπαίσθητο, φώτισε τα πρόσωπα των διπλανών, και έφερε πρώτη φορά τα ποτήρια τους ενωμένα στο κέντρο του τραπεζιού. «Ειμαστ’ ακόμα ζωντανοί…», ούρλιαζαν από το μπροστινό τραπέζι των επωνύμων οι από χρόνια πεθαμένοι. Ενώ οι δίπλα, το εννοούσαν. «Ειμαστ’ ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή, σαν ροκ συγκρότημα». Και φάνηκε, στο χειροκρότημα.