Sunday, March 23, 2008

Εμείς, τα παιδιά του καρκίνου


“Ονομάζομαι Α. Τ. καρκινοπαθής στο τελευταίο (κατά την Ιατρική) στάδιο μεταστατικού καρκίνου από Θεσσαλονίκη, είμαι αναγνώστρια σας και διαβάζοντας την επιστολή διαμαρτυρόμενου πολίτη με την αργοπορία των γιατρών αναρωτήθηκα για το πόσο θα έπρεπε να διαμαρτυρηθούν για την κατάντια του συστήματος Υγείας οι καρκινοπαθείς, οι άνθρωποι που έχουν συνεχές ραντεβού με τον θάνατο και που οι Γιατροί και οι Υπουργίσκοι, αργούν καθημερινά στο ραντεβού-συνέπειας μαζί τους.
Οι καρκινοπαθείς είναι οι ασθενείς που διαμαρτύρονται λιγότερο στις αίθουσες αναμονής των νοσοκομείων. Η αρρώστια που τους έχει καταβάλει δεν είναι ιάσιμη. Προσβλέπουν στον Θεό παρά στους ανθρώπους και οτιδήποτε προσφερθεί από τους ανθρώπους και την επιστήμη είναι δώρο που αποδέχονται με ευγνωμοσύνη, ευχαριστώντας, μακριά πια από προσωπικούς στόχους και φιλοδοξίες , για την κάθε στιγμή καλής ή υποφερτής ποιότητας ζωής πού τους χαρίζεται και για την οποία παλεύουν με νύχια και με δόντια.
Τα παιδιά του καρκίνου έχουν υπομονή με τους νοσηλευτές. Γιατί οι νοσηλευτές είναι σύμμαχοι στον αγώνα τους. Εργάζονται με μισθούς πείνας, δεν είναι ενταγμένοι στα βαρέα και ανθυγιεινά και παρασκευάζουν χωρίς να έχουν τον κατάλληλο εξοπλισμό, τα χημειο-θεραπευτικά διαλύματα με κίνδυνο της υγείας τους. Στο τσουνάμι της νοσηλείας εξυπηρετούν διπλάσιο αριθμό αρρώστων από τον προβλεπόμενο διασπείροντας τους αρρώστους και σε άλλα τμήματα άλλων κλινικών εφόσον τα κρεβάτια δεν επαρκούν για όλους. Στην νυχτερινή του βάρδια, ένας νοσηλευτής έχει την ευθύνη ενός ολόκληρου ορόφου-τμήματος, γιατί κανένας υπουργίσκος δεν το πήρε ως προσωπική του υπόθεση να κάνει προσλήψεις νοσηλευτών. Όταν λοιπόν κάποια φορά αστοχήσει το χέρι της νοσηλεύτριας να βρει φλέβα με την πρώτη, της δίνουν κουράγιο λέγοντας της –δεν πειράζει, μη στενοχωριέσαι, ξανατρύπησε τις χημειοκαμένες φλέβες μου, θα βρείς άλλο σημείο.
Τα παιδιά του καρκίνου έχουν υπομονή με τους γιατρούς Δεν γογγύζουν ούτε όταν περιμένουν τις ατέλειωτες πέντε, έξι ,ή επτά ώρες, στην «επί της γης κόλαση», στα «σαλόνια» - αίθουσες αναμονής του Θεαγένειου, με το βαλιτσάκι με τα απαραίτητα για την διήμερη ή τριήμερη νοσηλεία τους για να τους ανακοινωθεί τελικά, ότι δεν υπάρχει κρεβάτι διαθέσιμο. Ξέρουν ότι πρέπει να φύγουν και να ξανάρθουν την επόμενη προετοιμάζοντας τον εαυτό τους άλλη μια νύχτα για την επόμενη μέρα που θα επιστρέψουν έχοντας την ελπίδα να βρούν κρεβάτι διαθέσιμο. Δεν γογγύζουν, δεν εκφράζουν παράπονα στους γιατρούς τους ούτε στην αίθουσα αναμονής της βραχείας ογκολογικής κλινικής του Παπαγεωργίου, όταν,ώρες ατέλειωτες, περιμένουν υπομονετικά να τους δει ο γιατρός τους και στην συνέχεια να κάνουν την θεραπεία τους, μετά από ώρες ταξίδι, ερχόμενοι από κάποια άλλη πόλη της Βόρειας Ελλάδας. Και εκεί ο γιατρός έχει έρθει στην ώρα του, αλλά θα πρέπει να είναι βιονικός για να καταφέρει να αποφασίσει για την ζωή 80-100 ανθρώπων στα λίγα λεπτά που αντιστοιχούν στον κάθε καρκινοπαθή και να αποφύγει το λάθος. Οταν ο γιατρός καθημερινά αποφασίζει για 100 ζωές, θα το κάνει το λάθος και το λάθος αυτό θα κοστίσει μια ζωή.
Θυμώνουν οι καρκινοπαθείς αλλά δεν τα βάζουν ούτε με τους νοσηλευτές ούτε τους γιατρούς τους γιατί ξέρουν καλά ότι δεν φταίνε αυτοί, που δεν υπάρχουν άλλα τρία Θεαγένεια για να εξυπηρετήσουν τους καρκινοπαθείς όλης της Βόρειας Ελλάδας. Υποπτεύομαι πως οι νοσηλευτές και κυρίως οι ογκολόγοι πλέον στην Ελλάδα, όταν ανήκουν στην κάστα εκείνη των υπαλλήλων, που « δεν τα παίρνουν», μάλλον δουλεύουν για να σώσουν την ψυχή τους. Όπως ο χειρούργος-ογκολόγος της γράφουσας, ό ίδιος με καρκίνο, τελείως καθαρός από δοσοληψίες φακέλων, έδινε την ψυχή του στην πολύωρη εγχείρηση να σώσει αυτό, που άλλοι θεωρούσαν χαμένη υπόθεση, σε ένα κράτος που έχει το θράσος να μιλάει για πολιτισμό ενώ δεν έχει εξασφαλίσει το αυτονόητο - ένα κρεβάτι στον άρρωστο. Σε ένα κράτος που δεν σέβεται τον γιατρό και τον νοσηλευτή αλλά πάνω από όλα δεν σέβεται τον άρρωστο.
Οργίζονται στα ασανσέρ του Θεαγένειου οι καρκινοπαθείς και οι συνοδοί τους, στα δύο ασανσέρ του Θεαγένειου, που χωρούν τόνους πόνου και απόγνωσης και που μέσα τους στοιβάζονται ταυτόχρονα οι βαριά εγχειρισμένοι στα φορεία, μαζί με συνοδούς , με τον κίνδυνο να μολυνθούν. Και δυσανασχετούν, γιατί δεν θέλουν και όμως πρέπει να ανέβουν στο κολαστήριο αλλά δεν χωρούν και φωνάζουν, γιατί εκεί ο φταίχτης έχει πρόσωπο και λέγεται κράτος. Το κράτος που δεν διαθέτει τα απαραίτητα κονδύλια, ώστε να γίνουν καινούργια αντικαρκινικά νοσοκομεία και που δεν κάνει εδώ και πολλά χρόνια προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.
Οι καρκινοπαθείς κάποιες στιγμές όμως χάνουν την υπομονή τους γιατί δεν έχουν ούτε τους γιατρούς σύμμαχους στην αρρώστια τους. Είναι οι στιγμές που πρέπει να παλέψουν τελείως μόνοι τους, γιατί στο σύστημα υγείας δεν υπάρχουν μόνο οι φακελοφονιάδες αλλά και οι αδίστακτοι ερευνητές γιατροί, «φονιάδες της έρευνας», γιατροί που αδιαφορώντας για την τύχη του δικού τους ασθενή, ισχυριζόμενοι πως οποιαδήποτε θεραπεία θα ήταν μάταιη, τον αποκλείουν από οποιοδήποτε θεραπευτικό σχήμα, (ενώ άλλοι ογκολόγοι διαβεβαιώνουν για το αντίθετο,) αρνούνται οποιαδήποτε διευκόλυνση, ώστε να αναζητήσει ο ασθενής την τύχη του στο εξωτερικό. Και όλα αυτά προκειμένου να τον εντάξουν στην κλινική έρευνα κάποιου νέου φάρμακου, το οποίο όμως όταν θα έχει έρθει, πιθανότατα, να είναι για τον ασθενή πλέον πολύ αργά.
Και όταν τα παιδιά του καρκίνου χάσουν την υπομονή τους αλλά κυρίως την εμπιστοσύνη στους γιατρούς τους, δεν κάνουν καταγγελίες και μηνύσεις. Χάνουν την ελπίδα τους, και όταν χάσουν την ελπίδα τους αποσύρονται από τον αγώνα να κερδίσουν την ζωή τους και αποσύρονται σιγά -σιγά από την ίδια την ζωή.”

Αυτό είναι ολόκληρο το κείμενο επιστολής αναγνώστριας, που δημοσιεύτηκε εν περιλήψει στη στηλη «Πρόσωπα & Προσωπεία» της «Ελευθεροτυπίας.

Monday, March 03, 2008

Η Πόρτα


Εδώ και λίγες μέρες, αναγκάστηκα να ενεργοποιήσω την «υπηρεσία» των comments moderation. Όπως έχετε διαπιστώσει όλο αυτό το διάστημα που «λειτουργώ» ετούτο το blog, δεν έχω πειράξει ποτέ σχόλιο, και πάντα προσπάθησα να απαντώ ακόμα και στα πιο σκληρά.

Πόσες και πόσες φορές δεν επιχείρησα να εξηγήσω σε ορισμένους επισκέπτες ότι ΕΙΝΑΙ επισκέπτες και ότι, ως εκ τούτου, θα πρέπει να συμπεριφέρονται με ευγένεια και σεβασμό, όπως ελπίζω ότι κάνουν όταν πηγαίνουν σε σπίτι ξένο.
Είμαι κατηγορηματικός σε τούτο: Δεν μπορείς να μπαίνεις σ’ ένα ξένο σπίτι, χωρίς να χτυπάς τη πόρτα, χωρίς να λες ποιος είσαι, και χωρίς να συμπεριφέρεσαι πολιτισμένα.

Θα πρόσθετα δε, και άλλα ακόμα, που μου έμαθαν οι γονείς μου από μικρός: Χωρίς να σκουπίζεις τα πόδια σου, χωρίς να κρεμάς τη καμπαρτίνα και το καπέλο σου, χωρίς να έχεις κάτι τις να προσφέρεις στον νοικοκύρη.
Τέτοια … παλιομοδίτικα πράγματα. Που όμως, θα τα τηρώ, πάντα, με θρησκευτική ευλάβεια, γιατί ξέρω βαθιά μέσα μου ότι ο Πολιτισμός από κει ξεκινά: από την εξώπορτα του κάθε σπιτιού. Του δικού σου που μένεις και που περιμένεις τους καλεσμένους σου. Του άλλου, που επισκέπτεσαι ως καλεσμένος εσύ.

Τα blogs δεν είναι ούτε δημόσια πλατεία, ούτε εφημερίδα, ούτε τηλεοπτικό πρόγραμμα, ούτε συνέδριο κόμματος, ούτε … εθνικό διάγγελμα. Είναι ο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ χώρος του κάθε δημιουργού-ιδιοκτήτη του, που οικειοθελώς ανοίγει τις πόρτες του για να τον επισκεφθούν όσοι το επιθυμούν.

Αυτό, δεν σημαίνει ότι όσοι τον επισκέπτονται αυτόν τον ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ χώρο του καθένα, έχουν αυτομάτως και το δικαίωμα, επικαλούμενοι μιαν παρεξηγημένη «ελευθερία λόγου», να μπαίνουν και να βρίζουν, να απειλούν, να συκοφαντούν και να εκβιάζουν.

Μου λένε φίλοι: Είσαι πρόσωπο που εκφέρει δημόσιο λόγο, και ως εκ τούτου πρέπει να δέχεσαι ακόμα και την πιο σκληρή κριτική , έως και απρεπή συμπεριφορά.

Συμφωνώ ως προς το πρώτο, αλλά με τίποτα ως προς το δεύτερο. Δεν πιστεύω ότι, ακόμα και μεγάλο λάθος να διαπράξεις, έχει οποιοσδήποτε το δικαίωμα να σε βρίζει για αυτό.

Την συναντώ αυτήν την άθλια συμπεριφορά των ανθρώπων πολλές φορές στα γήπεδα, όπου αρκετοί φανατικοί και άξεστοι οπαδοί (πού λίγο διαφέρουν από πολλούς bloggers ή σχολιαστές των blogs που έχω γνωρίσει), ακόμα και ποδοσφαιριστές της ίδιας της ομάδας που υποστηρίζουν βρίζουν χυδαία όταν εκείνοι τύχει να κάνουν ένα λάθος. Ένα ανθρώπινο λάθος.

Ας μη μιλήσω, εννοείται, για το τι «λένε» στους διαιτητές η στους αντιπάλους τους. Εκεί κι αν επικρατεί του Έλληνα το μόνιμο κόμπλεξ με την σεξουαλικότητά του…

Πολλές φορές, αυτήκοος μάρτυρας τέτοιων αθλιοτήτων, ευχόμουν να έβρισκαν κάποια στιγμή τη «μαγική» δύναμη ορισμένοι παίκτες, η και διαιτητές, να ανταποδώσουν τις ύβρεις και τις χυδαιότητες των «επισκεπτών» οπαδών, με την ίδια ένταση και το ίδιο περιεχόμενο. Δηλαδή, να υπήρχε κάποιο … ενισχυτικό της φωνής τους, (μια τεράστια ντουντούκα, ας πούμε!), και στο «άντε γ….» της εξέδρας να ακουγόταν το δικό τους «άντε γ …. εσείς».

Αυτήν την επιθυμία ένοιωσα να με πλημμυρίζει, επικίνδυνα, πολλές φορές, αντικρίζοντας τα υβριστικά comments των Anonymous, και απορώντας πάντα, «Καλά, έχει δίκιο σ’ αυτό που μου λέει, αλλά γιατί το λέει υβρίζοντάς με;». Όμως, επειδή δεν μπορώ να πω τέτοιες κουβέντες, δεν μου βγαίνει εμένα βόθρος απ’ το στόμα, τις «λέω» αποκλείοντάς τους. Ή, πιο παραστατικά, κλείνοντάς τους την πόρτα. Του δικού μου σπιτιού…

Ως ύστατο μέτρο, πριν κλείσω ολόκληρο το σπίτι.