Sunday, October 29, 2006

Η "Σωτηρία" της αθλιότητας!...


Πριν από 6 χρόνια περίπου, μια θεία μου εισήχθη εσπευσμένα στον «Ευαγγελισμό» με σοβαρότατο εγκεφαλικό. Επί ώρες, την είχαν σ’ ένα ράντζο, στον διάδρομο, να παλεύει μόνη για τη ζωή της. Σε θάλαμο μπήκε την επόμενη μέρα, το μεσημέρι. Σχεδόν 24 ώρες μετά. Το βράδυ, κατόπιν υπόδειξης των ίδιων του ανθρώπων του νοσοκομείου, φέραμε «αποκλειστική» - τουλάχιστον να μην πέσει από το ράντζο η γυναίκα.
Εξαιτίας της ελλιπούς ιατρικής φροντίδας που έλαβε, καθώς και της μετά από 5 μέρες επίσκεψης ενός φυσιοθεραπευτή που μας πρότεινε να τον δούμε στο ιατρείο του, η θεία έχασε τις πρώτες πολύτιμες ημέρες και έχει μείνει με το μισό σώμα της παράλυτο.
Πριν από 2,5 χρόνια, ημέρες Ολυμπιακών Αγώνων, εισήχθη στον Ερυθρό Σταυρό – αυτός εφημέρευε – με οξύ κυκλοφοριακό πρόβλημα. Η διάγνωση έγινε πάλι στον διάδρομο, και μάλιστα ήταν στο «τσακ» να την βάλουν στο χειρουργείο για να της κόψουν το πόδι. Ευτυχώς, με τις ηρωικές προσπάθειες των ιατρών εκεί αλλά και την δική της, ακόμα, θέληση να ζήσει, το ξεπέρασε και αυτό. Τα βράδια, ώσπου να βγει από το νοσοκομείο, πάλι αναγκαστήκαμε να πάρουμε πήραμε «αποκλειστικές», γιατί έτσι γίνεται στα ελληνικά νοσοκομεία.
Τον περασμένο Μάιο, αν θυμάμαι καλά, η θεία μεταφέρθηκε εσπευσμένα με ασθενοφόρο στο «Σωτηρία», με πρόβλημα στη καρδιά και με πίεση στα ύψη. Πέρασε και εκεί, μαζί με δεκάδες άλλους ασθενείς, το καθιερωμένο 12-24ωρο στα ράντζα, που με τόση χαριτωμένη χαζομάρα όλοι οι μέχρι τώρα υπουργοί Υγείας είπαν πως θα εξαφανίσουν.
Νόμιζα πως μετά από τόσα χρόνια, κάτι θα άλλαζε. Δεν ξέρω αν έγιναν καλύτερα νοσοκομεία ο «Ευαγγελισμός» η ο «Ερυθρός», αλλά χειρότερο από το «Σωτηρία» δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου.
Δεν βρήκα κατσαρίδες, ούτε και φαγητά ληγμένα – αυτό είναι άλλου δημοσιογράφου ειδικότητα. Βρήκα όμως ένα κτίριο (εκείνο της καρδιολογικής κλινικής) ξεχαρβαλωμένο σε τέτοιο βαθμό που αν το έβρισκε μπροστά του ένας άστεγος και επί χρόνια περιπλανώμενος άνθρωπος, πεινασμένος, απελπισμένος, διαλυμένος και βρώμικος, θα το’βαζε στα πόδια χωρίς δεύτερη σκέψη.
Όταν, επιτέλους, μπήκε η θεία σε θάλαμο (αφού προηγήθηκε η είσοδός της σε άλλον, αλλά μόλις τακτοποιήθηκε στο κρεβάτι της, της είπαν συγγνώμη, αλλά έχουμε έκτακτο περιστατικό και πρέπει να σας ξαναπάμε στον διάδρομο – και την πήγαν!), μας είπαν και πάλι ότι την νύχτα πρέπει να φέρουμε «αποκλειστική», διότι το υπάρχον περιστατικό δεν μπορεί να φροντίζει όλους τους ασθενείς.
Η νοσοκόμα υπηρεσίας μου έδωσε ένα έγγραφο για να συμπληρώσω τα στοιχεία μου. Έγγραφο, με επικεφαλίδα το όνομα του νοσοκομείου. Επισήμως, δηλαδή. Μου είπε, επίσης, και την νέα ταρίφα: 62 ευρω από τις 11 το βράδυ ως τις 6 το πρωί.
Σημείωσα το όνομα της κοπέλας και την πήρα τηλέφωνο από μια συσκευή που υπάρχει στον διάδρομο, ειδικά για να κλείνεις αποκλειστικές. Μου είπε η κοπέλα να κοιτάξω δίπλα μου στον τοίχο μια κάρτα που έγραφε ότι ενοικιάζονται πολυθρόνες αποκλειστικά για αποκλειστικές!
«Θα μου πάρετε και μια τέτοια», λέει, «γιατί εγώ στις παλιοκαρέκλες του νοσοκομείου δεν κάθομαι». Δίκιο είχε, μεταξύ μας. Και 20 χρονών παιδί αν είσαι, με το που θα καθίσεις σ’ εκείνες τις καρέκλες 1-2 ώρες, σχόλασε η σπονδυλική σου στήλη.
Και πόσο έχει, παρακαλώ, αυτή η πολυθρόνα; Τριάντα ευρώ την νύχτα! Αρα, σύνολο: περίπου 100 ευρω, γαμώ την δωρεάν σας υγεία, γαμώ,…, και τότε, πραγματικά, πήρα φόρα και δεν σταμάταγα με τίποτα:
Δεν ντρέπεστε, ρε κομπογιαννίτες! Είναι δυνατόν να κοροϊδεύετε τόσο ξεδιάντροπα τον κοσμάκη; Και καλά η θεία, έχει κάποια λεφτά, της κλείσαμε την αποκλειστική, της πήραμε και την πολυθρόνα. Τους άλλους τους ρωτήσατε; Περάσατε ποτέ, νύχτα, από έναν τέτοιο θάλαμο, να δείτε πως περνάνε οι … ψηφοφόροι σας;
Το μεγάλο βάρος, το σηκώνουν οι συγγενείς. Αυτοί σας σώζουν, παλιάνθρωποι! Γιατί αν δεν ήταν αυτοί, να κάνουν και τις νοσοκόμες, και τις καθαρίστριες, πολλές φορές και τους τραυματιοφορείς και τους γιατρούς, έστω και ετοιμοθάνατοι θα ξεσηκώνονταν οι άνθρωποι και δεν θάχατε χώρα να κρυφθείτε.
Σκεφθήκατε, όμως, ποτέ εκείνους που δεν έχουν ούτε δεκάρα να δώσουν; Σκεφθήκατε ποτέ πόση πίεση υφίσταται το ελλιπές προσωπικό που έχετε, και αναγκάζεται πολλές φορές, παρά την θέλησή του ασφαλώς, να μιλάει άσχημα σε ασθενείς, η και να τους παραμελεί εντελώς; Πως μπορείτε να αντικρίζετε αυτούς τους ανθρώπους, όταν έχετε στραπατσάρει τόσο πολύ και τόσο βίαια την προσωπικότητά τους;
Κουράστηκα να ακούω τον γνώριμο αντίλογο: ναι, αλλά τα κρατικά μας νοσοκομεία έχουν τους καλύτερους γιατρούς και τα καλύτερα μηχανήματα, και, και, και….
Ωραία! Γιατί δεν πάτε, κομπογιαννίτες του κερατά, να το πείτε αυτό στην θεία; Την ώρα, μάλιστα, που είναι στον διάδρομο, στο ράντζο, που τάχει κάνει πάνω της, που φωνάζει νοσοκόμα, και που εκείνη της απαντά «δεν είναι δική μου δουλειά, να ξεσκατίζω γριές».
Η γυναίκα είναι ήδη νεκρή προτού φτάσει στα χέρια των φοβερών σας γιατρών η των καταπληκτικών σας μηχανημάτων. Ψυχικά, την έχετε σκοτώσατε κιόλας εσείς, που δεν έχετε επί τόσα χρόνια καταφέρει να κάνετε το εξής πολύ απλό πράγμα – που γίνεται σε κάθε νοσοκομείο κάθε άλλης ευρωπαϊκής χώρας: τον ασθενή να αισθανθεί ότι θα τον προσέξουν και ότι θα τον σεβαστούν.
Βαρέθηκα να ακούω το «ναι μεν, αλλά». Είναι το ίδιο παραμύθι που σερβίρει η Ολυμπιακή όταν θέλει να δικαιολογήσει το κακό σερβις, η τις καθυστερήσεις, η τα σκισμένα καθίσματα. «ναι, αλλά έχουμε την καλύτερη ασφάλεια».
Και σου το λένε αυτό λες και σου κάνουν χάρη. Ο,τι, δηλαδή, κοίταξε να δεις, κάτσε εκεί στο ράντζο, φέρε την αποκλειστική σου και σιώπα, άντεξε όλες τις προσβολές και τις ταπεινώσεις, αλλά οι γιατροί μας είναι σπουδαίοι.
Χέστηκα! Και χεσμένος όπως είμαι, δεν μπορώ να σκεφτώ τον καλό γιατρό η τον προηγμένο μαγνητικό σας τομογράφο. Ένα χάδι ζητώ, ρε γαμώτο. Μια φωνούλα που θα μου πει «μην ανησυχείς, θα γίνεις καλά». Ένα κρεβάτι απλό και καθαρό να γείρω το άρρωστό μου κορμί. Και μια βεβαιότητα ότι βρίσκομαι σε καλά χέρια.
Ένας και μόνο άθλιος θάλαμος, ενός και μόνο κρατικού νοσοκομείου, είναι αρκετός για να δικαιολογήσει την πλήρη αποτυχία του συστήματος πολιτικής διαχείρισης της κοινωνικής φροντίδας των απλών ανθρώπων.
«Η καθημερινότητα του πολίτη» είναι φέιγ-βολάν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, και την βλέπουμε να διαφημίζεται μέσω ενός χαρωπού πολιτικού που θα επισκεφθεί μια λαϊκή αγορά και θα ποζάρει στον τηλεοπτικό φακό κρατώντας ένας ολόφρεσκο, μεγάλο αγγούρι, με το συμπάθειο!.
Εάν πάλι, τύχει να επισκεφθεί κάποιο νοσοκομείο, αποκλείεται να το κάνει εάν δεν έχει προηγηθεί γενική επιστράτευση για τον καθαρισμό του και για την μετατροπή του, για μια μέρα έστω, σε Μέγιο η Κρόμγουελ.
Κατά την ημέρα μιας τέτοιας υπουργικής επίσκεψης, αποκλείεται να δείτε ποτέ στον διάδρομο του Ευαγγελισμου την θεια μου, η στον θάλαμο του Σωτηρία την κυρία Περσεφόνη, που και αυτή τάκανε πάνω της και έτρεχε η μικρή της η εγγονούλα να τα καθαρίσει, και όλοι βγήκαμε από τον θάλαμο επί ώρες, γιατί δεν την άντεχες την μπόχα, και όταν πήγαμε σπίτι μας το βράδυ, χωθήκαμε αμέσως κάτω από καυτό νερό στο ντους, να φύγουν από πάνω μας όλα τα μικρόβια που νομίζαμε πως είχαμε συλλέξει από τη βρώμα.
Εσείς, ευτράπελα προσωπάκια της πολιτικής μας πασαρέλας, αποκλείεται να τα πετύχετε όλα αυτά – την έχετε τακτοποιήσει την μπάντα σας. Εγώ, που ως δημοσιογράφος θα μπορούσα να γευόμουν και μια πιο καλή αντιμετώπιση, τα πέτυχα τρεις φορές στα τρία. Λέτε νάμαι απλώς γκαντέμης, γαμώ την ατυχία μου;


ΥΓ 1: Συγγνώμη για τη γλώσσα. Δεν συνηθίζω να εκφράζομαι έτσι. Παρά μόνο όταν κοντεύω να χάσω δικό μου άνθρωπο σε ελληνικό νοσοκομείο.

ΥΓ2: Η φωτογραφία είναι από νοσοκομείο στην Ινδονησία. Μακάρι ναταν έτσι το «Σωτηρία»!

Monday, October 23, 2006

Κυνηγώντας το Φως της Ημερας (Chasing Daylight)

Τον Μάϊο του 2005, ο Αμερικανός μάνατζερ, Γιουτζίν Ο’Κέλι, διευθύνων σύμβουλος της ελεγκτικής εταιρείας KPMG στα ΗΠΑ, 53 ετών τότε, έμαθε από τους γιατρούς του ότι έχει καρκίνο στον εγκέφαλο, και ότι του μένουν «κάποιες εβδομάδες» για να ζήσει.

Όμως, στις τελευταίες 100 μέρες του, ο άνθρωπος αυτός έμαθε στ’ αλήθεια τι σημαίνει να ζεις, και πρόλαβε να γράψει ένα συγκλονιστικό βιβλίο για το πώς, τη στιγμή που ο Ήλιος δύει στη ζωή σου, εσύ μπορείς ακόμα να ζήσεις «κυνηγώντας το φως της ημέρας». Παραθέτω, σε δική μου, αυθαίρετη, μετάφραση από το βιβλίο «Chasing Daylight», μερικά αποσπάσματα:

«Ήμουν ευλογημένος. Μόλις έμαθα ότι έχω τρεις μήνες ζωής. Το ξέρω, εάν διαβάσετε ανάποδα τις δύο αυτές προτάσεις, θα πείτε ότι μάλλον θα αστειεύομαι. ΄Η ίσως, ότι είμαι τρελός. Ή ακόμα, ότι πιθανόν να έζησα μια μίζερη, άδεια ζωή, από την οποία το καλύτερο θα ήταν να ξεμπερδεύω μιαν ώρα αρχύτερα.

Σας διαβεβαιώνω, όμως, ότι δεν συνέβαινε αυτό. Αγαπούσα τη ζωή μου. Λάτρευα την οικογένειά μου. Απολάμβανα τη παρέα των φίλων μου. Αντλούσα ικανοποίηση από τη δουλειά μου. Και χαιρόμουν όσο δεν περιγράφεται τα ωραία παιχνίδια γκολφ που έπαιζα.

Κι όμως, η κατηγορηματική ετυμηγορία των γιατρών τον περασμένο Μάιο, ότι δεν θα είμαι παρών στην έναρξη της νέας και τελευταίας σχολικής χρονιάς της κόρης μου, της Τζίνας, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, ήταν τελικά ένα μεγάλο δώρο για μένα. Ειλικρινά.

Διότι υποχρεώθηκα, για πρώτη φορά, να συλλογιστώ στα σοβαρά τον θάνατό μου. Που σημαίνει ότι υποχρεώθηκα, εκ των πραγμάτων, να σκεφτώ πιο βαθιά από ποτέ την ίδια μου τη ζωή. Όσο δυσάρεστο κι αν ήταν, πίεσα τον εαυτό μου να δεχτεί ότι βρισκόμουν στο τελικό της στάδιο. Κι αναρωτήθηκα: Γιατί θα πρέπει το τέλος της ζωής μου να είναι, αναγκαστικά, και το χειρότερο μέρος της; Δεν θα μπορούσε να γίνει ένα από τα πιο δημιουργικά;

Πολλοί άνθρωποι δεν προλαβαίνουν καν να στοχαστούν τον θάνατό τους. πεθαίνουν πολύ ξαφνικά, σ’ ένα τροχαίο ας πούμε, και δεν προλαβαίνουν. Ο δικός μου θάνατος, μολονότι τόσο πρόωρος, αφού ήμουν μόλις 53 όταν μού’παν οι γιατροί τα μαντάτα, δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ξαφνικός η και απροειδοποίητος. Αντίθετα, μου το’παν πολύ καθαρά οι άνθρωποι: η τελευταία μου μέρα σ’ αυτόν τον κόσμο θα συμβεί πριν φύγει το 2005.

Μου είπαν οι γιατροί ότι οι τελευταίες μου στιγμές δεν θα έχουν πόνο, και αυτό με ανακούφισε πολύ. Οι σκιές που είχαν αρχίσει αργά-αργά να σκοτεινιάζουν το μυαλό μου, θα έρχονταν πιο συχνά και με μεγαλύτερη διάρκεια, όπως ακριβώς συμβαίνει εκείνη την μαγική ώρα που με βρίσκει το απώτατο δειλινό στο γρασίδι του γκολφ, να παλεύω για μιαν ακόμη «καλή τρύπα». Το φως, μου είπαν, θα γίνει σχεδόν επίπεδο. Η προσοχή μου θα λιγοστεύει. Και στο τέλος, θα δυσκολεύομαι ακόμα και να ορίζω το κάθε τι. Σιγά-σιγά, καθώς θα σβήνει το φως, θα γλιστρήσω εγώ σε κώμα. Και έτσι, θα έλθει η νύχτα μου. Δηλαδή, ο θάνατός μου.

Το ισχυρότερο όπλο με το οποίο αντιμετώπισα το προδιαγεγραμμένο τέλος μου, ήταν το μυαλό μου, ή μάλλον ο τρόπος που έμαθα να σκέφτομαι. Τρόπος επηρεασμένος και διαμορφωμένος από τη δουλειά μου, βασικά συστατικά της οποίας ήταν η συνέπεια, η συνέχεια και η αφοσίωση. Με αυτά τα συστατικά, που μου έφεραν επιτυχία στη δουλειά που επέλεξα να κάνω, ήμουν σίγουρος ότι θα κατάφερνα να μετατρέψω τους τελευταίους μήνες της ζωής μου σε μια εμπειρία θετική.

Όσο μου επέτρεπαν οι δυνάμεις μου, έπρεπε να διεκπεραιώσω μερικές υποχρεώσεις. Μία από τις πιο σημαντικές, ήταν να αποχαιρετίσω φίλους και γνωστούς, πρόσωπα αγαπημένα. Πολύ γρήγορα ανακάλυψα ότι πολλοί από αυτούς με τους οποίους επικοινώνησα για να τους πω ότι δεν έχω πολύ να ζήσω, και ότι τους αποχαιρετώ με αγάπη, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν γιατί το έκανα. Μερικοί ενοχλήθηκαν κιόλας.

Το έκανα για τους εξής λόγους:
n Πίστευα ότι και σε μένα, αλλά και στους φίλους μου, ένας αποχαιρετισμός θα έφερνε λύπη, οπωσδήποτε, αλλά στο τέλος θα κυριαρχούσε η ικανοποίηση για την κοινή πορεία μας σε μεγάλο μέρος της ζωής μας.
n Και δεύτερον, η διαδικασία αυτή θα με κρατούσε απασχολημένο με έναν πολύ σημαντικό τρόπο, καθως θα με υποχρέωνε να σκεφτώ τους φίλους μου, να αφουγκραστώ τα συναισθήματά μου γι’ αυτούς.

Καθώς συμπλήρωνα τον κατάλογο με τα ονόματα εκείνων που ήθελα να αποχαιρετίσω, σταματούσα σε κάθε όνομα και ανάγκαζα τον εαυτό μου να θυμηθεί, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, όλες τις καλές στιγμές που περάσαμε μαζί. Πως γνωριστήκαμε. Πως γίναμε φίλοι. Ποιες αξίες ξεχώρισα στον κάθε έναν. Πόσα διδάχτηκα. Και πως, η κάθε φιλία με βοήθησε να γίνω καλύτερος άνθρωπος.

Κοντολογίς, η άσκηση αυτή με ανάγκασε να κάνω αυτό που οι πιο σοφοί μας συμβουλεύουν κάθε τόσο να κάνουμε – δηλαδή, να σταματάμε λιγάκι τους τρελούς ρυθμούς της ζωής μας, να σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που αγαπάμε και που νοιαζόμαστε γι’ αυτούς, και πολύ καθαρά να τους μεταφέρουμε αυτά τα συναισθήματα, γιατί κάποτε θάρθει η στιγμή που θα θέλουμε και ίσως να μην μπορούμε. Ίσως να μην προλάβουμε καν…

Η άσκηση αυτή, με βοήθησε επίσης να θυμηθώ σχεδόν όλους τους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου, χωρίς αναγκαστικά να φιλέψω μαζί τους. Μολονότι δεν μετράει εδώ η ποσότητα, ένοιωσα μεγάλη έκπληξη που θυμήθηκα τόσους πολλούς, τους περισσότερους με αγάπη, νοσταλγία, και με θετικά συναισθήματα. Η συνειδητοποίηση ότι «τελικά, είχα μεγάλο κύκλο φίλων και γνωριμιών» με γέμισε με χαρά ανείπωτη.

Από την άλλη, μη νομίζετε ότι δεν με βασάνισε και μένα το ερώτημα: «Μήπως το παρακάνω; Μήπως, με αυτόν τον τρόπο, άθελά μου, επιβάλω την δυστυχία μου σε άλλους ανθρώπους; Μήπως ζητούσα από τον φίλο μου να κάνει κάτι που δεν ήθελε, και μάλιστα χωρίς καν να του το ζητάω; Το επέβαλα, σχεδόν! Δεν θα ήταν λογικό κάποιοι να μην θέλουν να βρεθούμε σ’ αυτήν την αποχαιρετιστήρια συνάντηση που τους ζητούσα, αισθανόμενοι, ίσως, ότι θα τους προκαλούσε περισσότερη στεναχώρια παρά ικανοποίηση;». Στο τέλος, αποδείχτηκε ότι τα πράγματα, για όλους, ήταν πιο εύκολα απ’ ότι φοβόμουν.

Όσο δυσάρεστο κι αν ήταν για μερικούς να μιλήσουν μαζί μου για τελευταία φορά στο τηλέφωνο, ή να φάμε μαζί για τελευταία φορά, η να περπατήσουμε για τελευταία φορά (που σε αρκετές περιπτώσεις ήταν και η πρώτη!) στο πάρκο η στους δρόμους της πόλης μας, διαπίστωνα στο τέλος ότι όλοι αισθάνθηκαν ευγνωμοσύνη που μας δόθηκε η ευκαιρία, να αφιερώσουμε λίγο χρόνο αποκλειστικά για μας, για να τιμήσουμε τη φιλία μας, τον μοναδικό αυτόν δεσμό που μας συνέδεε.

Είδα με πόση συγκίνηση άκουγαν από το στόμα μου πόσο ευγνώμων και τυχερός ήμουν για τη φιλία τους. Τους ευχαρίστησα όλους, που έγιναν μέρος της ζωής μου, που μοιράστηκαν μαζί μου την καλοσύνη και το ταλέντο τους.

Ασφαλώς και υπήρχαν δάκρυα στις αποχαιρετιστήριες αυτές συναντήσεις μας, είτε αυτές γίνονταν πρόσωπο με πρόσωπο, η μέσω τηλεφώνου. Λέξεις που ήθελαν να βγουν από το στόμα, αλλά δεν προλάβαιναν, γιατί γίνονταν βήχας και κλάμα μαζί.

Όμως, και σας ορκίζομαι γι’ αυτό, κυριάρχησαν τα χαμόγελα και πολλές φορές τα γέλια. Ακόμα κι όταν κάναμε chat στο κομπιούτερ, έβλεπες μέσα από τις γραμμές που ανταλλάσσαμε πότε κλαίγαμε, πότε γελούσαμε, πότε απλώναμε τα χέρια για να αγκαλιαστούμε…

Θα σας μιλήσω για τον Ντάγκ, το συγκάτοικό μου στα χρόνια τα φοιτητικά. Αυτός, έγινε δημοσιογράφος καλός. Εμένα, με απορρόφησε η λογιστική. Διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά κολλήσαμε. Αυτός χύμα, εγώ πιο … τακτοποιημένος. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο περίπου μια φορά τον χρόνο. Χαθήκαμε. Σε μια πόλη αυτός, σε άλλη εγώ. Του έστειλα ένα μήνυμα με e-mail:

«Ντάγκ. Όπως θα έμαθες ίσως, η υγεία μου φαίνεται πως με πρόδωσε λιγάκι, και περνώ τώρα τις στιγμές μου παλεύοντας μ’ έναν πολύ επιθετικό καρκίνο. Σου γράφω για να σου πω ότι η φιλία μας, από τα χρόνια του Penn State, είναι πολύτιμη για μένα, και σε ευχαριστώ για κάθε όμορφη στιγμή που μου χάρισες. Σου εύχομαι καλή τύχη στη ζωή σου. Ο Θεός να σ’ έχει καλά. Γιουτζίν».

Σκόπευα, μετά από λίγες μέρες να του τηλεφωνούσα. Ήθελα να προηγηθεί αυτό το μήνυμα, γιατί ήξερα ότι μόλις σήκωνε το τηλέφωνο δεν θα’ντεχα. Θα έσπαγα. Με πρόλαβε εκείνος. Όχι, δεν είχε μάθε τα νέα μου, και σοκαρίστηκε μόλις διάβασε το e-mail. Μιλήσαμε πολλή ώρα. Κάποια στιγμή, μου Θύμισε ότι ήμουν ο πρώτος της παρέας που παντρεύτηκε. Γελάσαμε. Αλλά και ο πρώτος, συνέχισε, που έγινες πατέρας. Και τώρα, παρενέβη εγώ, είμαι πάλι ο πρώτος που μεταβαίνει στην άλλη ζωή. Πάλι γελάσαμε. «Ναι», μου απάντησε εκείνος στο τέλος, «και νασαι σίγουρος ότι όλοι μας θάρθουμε αργά ή γρήγορα να σε βρούμε».

Προς το τέλος της τηλεφωνικής μας συζήτησης, είπα στον Ντάγκ πόσο πολύ εκτιμώ όσα έκανε για μένα, όσα μου πρόσφερε στη ζωή. Μπορεί να χαθήκαμε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά τίποτα δεν σβήνει τα ξενύχτα που διαβάζαμε μαζί, η που πίναμε μαζί, η που κυνηγούσαμε κοπέλες μαζί, ή που κρυφά ανάψαμε το τσιγάρο μας, η που παίζαμε καμιά παρτίδα πόκερ. Ούτε εκείνος έκλαψε, ούτε εγώ. Μου είπε «αντίο», και το εκτίμησα πολύ.

Την Κυριακή, νοίκιασα μια βάρκα και πήρα την μητέρα μου και τον αδελφό μου τον Ουίλλιαμ μια βόλτα στη Λίμνη Ταχόε. Ήταν και η γυναίκα μου, η Κορίνα, μαζί μας. Διάλεξα την βαρκάδα για αυτήν την αποχαιρετιστήρια συνάντηση, γιατί την έβρισκα πιο ήρεμη και πιο ευχάριστη από το να περπατούσαμε η να τρώγαμε κάπου.

Φτάσαμε σε κάποια όχθη της λίμνης, και πήρα την μάνα μου από το χέρι και περπατήσαμε λίγο. Της είπα ότι θα πέθαινα, κι ότι θα ξανασυναντιόμασταν στον Παράδεισο. Βαθιά θρησκευόμενη η μητέρα μου, δέχτηκε καλύτερα έτσι την σκληρή αλήθεια που της σερβίρισα.

Έπειτα, μιλήσαμε μόνοι, ο αδελφός μου κι εγώ. Ήταν πολύ θυμωμένος. Όχι με μένα, αλλά με τη ζωή. «Είναι άδικο – έλεγε συνεχώς – να συμβαίνει αυτό σε σένα». Του εξήγησα ότι ο θυμός του δεν θα κάνει καλό σε κανέναν, και του ζήτησα να μετατρέψει την ενέργεια που δαπανά με το να θυμώνει σε αγάπη, και να την δώσει απλόχερα στα παιδιά του και σε όλους γύρω του. Μου υποσχέθηκε πως θα το κάνει. Του είπα πως είμαι υπερήφανος γι’ αυτόν, και ότι τον αγαπώ πολύ. Επιστρέψαμε όλοι στα σπίτια μας με μια γλυκιά μελαγχολία.»


Ο Γιουτζίν Ο’Κέλι πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου του 2005. Όπως είχαν προβλέψει οι γιατροί. Γλίστρησε σε κώμα και έφυγε μ’ ένα χαμόγελο στο παγωμένο του πρόσωπο.


Tuesday, October 10, 2006

IN MEMORIAM (Για την Αννα)

Σκέψη της ημέρας για την Ρωσίδα δημοσιογράφο Αννα Πολιτόφσκαγια, που δολοφονήθηκε το Σάββατο στο ασανσέρ της πολυκατοικίας που έμενε στη Μόσχα, και που κηδεύεται σήμερα, Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2006, με εκατοντάδες χιλιάδες απλούς πολίτες να πλημμυρίζουν κιόλας τους δρόμους της ρωσικής πρωτεύουσας για να τιμήσουν έναν άνθρωπο σπάνιου ήθους και θάρρους.

«Η Αννα ήταν, και είναι για πολλούς από εμάς το παράδειγμα του τι πρέπει να είναι ένας πραγματικός δημοσιογράφος. Ήταν εξαιρετικά μορφωμένη, με Παιδεία πολύπλευρη, είχε θάρρος και εντιμότητα. Ήταν μια γυναίκα που μιλούσε χαμηλόφωνα, πάντοτε ευγενικά, και με μέτρο. Την απασχολούσε πολύ ό,τι συνέβαινε στη χώρα της, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Την ανησυχούσε η πορεία πλεύσης που έδωσε στη Ρωσία ο Βλάντιμίρ Πούτιν. Δέχτηκε, όπως οι περισσότεροι δημοσιογράφοι, μεγάλη πίεση να μην σκαλίζει τα κακώς κείμενα της εξουσίας. Δεν ενέδωσε ούτε στιγμή, και συνέχισε ως το τέλος, αποκαλύπτοντας, πάντοτε με στοιχεία, ο,τι σκίαζε την ομαλή πορεία της χώρας προς την Δημοκρατία.

Το κατεστημένο της δημοσιογραφίας, εκείνο που έχει συμβιβαστει με το σύστημα και εκτονώνεται στα ριάλιτι σόου της τηλεόρασης, άντε και στα καθημερινά μπρίφινγκ του κυβερνητικού εκπροσώπου, την χλεύαζε και την ωθούσε συνεχώς στο περιθώριο.

Απόπειρες εναντίον της ζωής της έγιναν πολλές και από πολλούς. Δυστυχώς, εκείνη του Σαββάτου, πιθανώς από τη σύγχρονη νομενκλατούρα του Κρεμλίνου που ενοχλήθηκε σφόδρα από τα ρεπορτάζ της για τις ρωσικές βαρβαρότητες στη Τσετσενία (για τις οποίες, παρεμπιπτόντως, ελάχιστοι μιλούν), δεν ειχε την ίδια τύχη με τις άλλες.

Σε μια εποχή που οι δημοσιογράφοι δεν είναι στα καλύτερά τους, που ο κόσμος δικαίως δυσανασχετεί με την πλεονάζουσα αγραμματοσύνη, απληστία και υποταγή πολλών από εμάς, ένα πρόσωπο φωτεινό από αυτόν τον χώρο, έστω και δια του θανάτου του τώρα, έρχεται να μας θυμίσει ότι το επάγγελμα αυτό έχει ακόμα ψυχή….»

Monday, October 02, 2006

Ελληνας είναι ... (1)



Να οδηγάς ένα γερμανικό αυτοκίνητο για να πάς να φας σε ένα ιταλικό εστιατόριο, η να μένεις σπίτι, απλωμένος φαρδύς-πλατύς στον σουηδικό σου καναπέ από το ΙΚΕΑ για να δεις, μαζί με ένα φιλικό σου ζευγάρι το οποίο έχεις προσκαλέσει καλώντας το από το κορεάτικο Samsung κινητό σου τηλέφωνο, κάποια αμερικάνικη ταινία από την γιαπωνέζικη Sony τηλεόρασή σου, παραγγέλλοντας απ’ έξω ινδικό κάρυ, κινέζικη πάπια, μεξικάνικο τσίλι κον κάρνι, η τσίζμπεργκερ με μπέικον και σός μπάρμπεκιου, να φοράς Αρμάνι, Λίβαϊς, Νάϊκι, Ντονα Καράν και Ράλφ Λορέν, όλα φτιαγμένα στη Κίνα, στη Τουρκία η στη Σρί Λάνκα, να είσαι φανατικά εναντίον της παγκοσμιοποίησης, να γράφεις ελεύθερα τις απόψεις σου εναντίον της παγκοσμιοποίησης στο γιαπωνέζικο Toshiba λάπτοπ soy, και ταυτόχρονα, να φοβάσαι και να είσαι καχύποπτος για ό,τι ξένο!