Sunday, December 10, 2006

Price Index

Λέω να γίνω ένας blogger Ευαγγελάτος! Και μάλιστα interactive.
Ανοίγω, δηλαδή, αυτό το Price Index (το λέω έτσι, στα ξενικά, για να μην ξενίσει!), όπου θα συμπληρώνω και θα συμπληρώνουμε τις καλές και κακές μας εμπειρίες από την αγορά.
Πρίν λίγο, γυρισα από τον φούρνο της γειτονιάς μου, στη Κηφισιά. Τον «Πλάτανο». Και παρ’ όλο που δεν είμαι πολύ του … μετρήματος άνθρωπος, και τα χρήματα εξαφανίζονται από τη τσέπη μου λές και τα μαγεύει ο Κοπερφιλντ, έμεινα με ανοικτό το στόμα όταν η ταμίας κτύπησε 9,32 ευρω για ένα σακουλάκι με κριτσίνια, βάρους περίπου 800 γραμμαρίων.
«Νοιμίζω πως τά έχετε πολύ ακριβά», είπα στην κοπέλλα στο ταμείο.
«Αλλοι πελάτες δεν το νομίζουν», ήταν η πανέξυπνη απάντησή της.

Λέω, λοιπόν, επειδή δεν υπάρχει έντυπο στην Ελλάδα που να τους ξεμπροστιάζει όλους αυτούς, να φορέσω εγω την δονκιχώτικη μπέρτα μου, και να το επιχειρήσω. Και μάλιστα, επωνύμως. Με αποδείξεις, και με ονόματα.

Δεν συκοφαντώ. Απλώς μεταφέρω ειδησεογραφικά μια πραγματικότητα. Τα συμβατικά μεσα ενημέρωσης, τα πιο πολλά, έχουν φραγμούς εδώ. Θα χάσουν διαφημίσεις εάν τα βάλουν με την αγορά. Και τα περιοδικά που προτείνουν ταβέρνες και εστιατόρια, ασκούν κριτική αρνητική μόνο έως ότου η θιγείσα ταβέρνα βάλει καταχώρηση.

Ξεκίνησα, λοιπόν, από τα κριτσίνια του «Πλάτανου». Και θα συνεχίσω με άλλα.

Ευπρόσδεκτες και οι δικές σας μαρτυρίες. Σας έχω εμπιστοσύνη. Θα μου πείτε την αλήθεια – δεν θα μου πείτε, φερ ειπείν, ψεύτικη τιμή κριτσινιών ενός φούρνου για να πάνε πελάτες σε άλλον.

Ας το παίξουμε έντιμα αυτό το παιχνίδι. Και, που ξέρετε;, μπορεί να βγει και κάτι καλό.

Λοιπόν: Μακριά από τα κριτσίνια του «Πλάτανου» που, εκτός των άλλων, δεν είναι και τίποτα super special.

Monday, December 04, 2006

Ενα λάθος


Την περασμένη εβδομάδα πήρα ένα σκληρό, αλλά χρήσιμο μάθημα. Στενοχωρήθηκα πολύ, γιατί άθελά μου στενοχώρησα, και έφεραν σε δύσκολη θέση έναν συνάνθρωπό μου. Είμαι, παρόλ’ αυτά, ευγνώμων που ένοιωσα έτσι, γιατί δεν θέλω να ξανασυμβεί.
Την ώρα της εκπομπής μου στον «Δίεση 101,3», μία συνεργάτης μας μου έφερε ένα e-mail στο οποίο κάποιος ζητούσε να κάνουμε έκκληση για να δοθεί αίμα σε ένα μικρό παιδί, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο «Αγλαϊα Κυριακού».
Το όνομα του αποστολέα του e-mail μου ήταν γνώριμο. Επρόκειτο για κοπέλα που εργάζεται σε μεγάλη δισκογραφική εταιρεία – δεν την γνωρίζω προσωπικά, αλλά την έχω ακουστά, και την γνωρίζουν πολλά από τα παιδιά που εργάζονται στον σταθμό.
Πρόσεξα, επίσης, προς ανακούφισή μου, ότι δεν επρόκειτο για chain-mail. Δεν είχε έρθει, δηλαδή, από … χιλιάδες άλλους, και ούτε είχε προωθηθεί σε άλλους τόσους.
Ανέφερε την αρρώστια από την οποία πάσχει το παιδί, και το όνομά του.
Πήρα τηλέφωνο στο νοσοκομείο, και επιβεβαίωσαν ότι πράγματι ένα παιδί με αυτό το όνομα και αυτήν την αρρώστια νοσηλευόταν εκεί, και είχε και άμεση ανάγκη από αίμα.
Τότε, και μόνο τότε, προχώρησα στην ανακοίνωση, όσο πιο σεμνά μπορούσα, κάνοντας έκκληση, σε όποιον μπορεί να πάει σε κάποιο νοσοκομείο και να δώσει αίμα για το συγκεκριμένο παιδί. Είπα, επί λέξει:
«Εκείνο που έχουμε εμείς να χάσουμε, είναι μία-δυο ώρες από την συνηθισμένη μας ρουτίνα. Από κάποιο γραφείο η κατάστημα θα λείψουμε, κάποια δουλειά μας θα μείνει λίγο πίσω. Δίνοντας αίμα, όμως, ίσως κάποιο παιδί να κερδίσει κάτι πολύ πιο πολύτιμο απ’ όλ’ αυτά – την υγειά του, τη ζωή του».
Αρκετή ώρα μετά την εκπομπή, και ενώ είχα πιά φύγει από τον σταθμό, η γραμματέας μας μου τηλεφώνησε και με ενημέρωσε ότι είχε επικοινωνήσει μαζί της, σε έξαλλη κατάσταση, η μητέρα του παιδιού, ρωτώντας με ποιο δικαίωμα αναφέραμε το όνομα του παιδιού της στον αέρα, και απειλώντας με μήνυση και αγωγή.
Αφού θυμήθηκα, όσο πιο σχολαστικά μπορούσα, ό,τι ακριβώς είχα πει στην εκπομπή, πήρα την κυρία στο τηλέφωνο.
Ήταν πολύ ευγενική μαζί μου, και μου ακουγόταν άνθρωπος με Παιδεία και με ευαισθησίες.
Μου είπε ότι κατανοεί πως οι προθέσεις μας ήταν αγαθές, αλλά ήθελε να κατανοήσω και εγώ ότι, μη μπαίνοντας πρώτα στον κόπο να επικοινωνήσουμε μαζί της και να ζητήσουμε την άδειά της για να αναφέρουμε ο,τιδήποτε σε σχέση με το παιδί της, την φέραμε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Διότι:
Πρώτον, της στερήσαμε το δικαίωμα να αποφασίσει εκείνη από ποιους θα ήθελε να ζητήσει βοήθεια.
Δεύτερον, γνωστοποιώντας το όνομα του παιδιού, κάναμε γνωστό το πρόβλημά του σε ανθρώπους που εκείνη δεν ήθελε να ξέρουν τίποτα.
Και τρίτον, ότι πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, φίλοι και συγγενείς, που άκουσαν την έκκλησή μας από το ραδιόφωνο, είχαν ήδη καταπλεύσει στον θάλαμο όπου νοσηλευόταν το παιδί, κάτι που της προκαλούσε έντονη στενοχώρια και θυμό, και την αποπροσανατόλιζε από το μόνο πράγμα που ήθελε να κάνει: να συγκεντρώσει όλη της την προσοχή και ενέργεια στο παιδί της.
Μου είπε ακόμα, ότι τη ίδια στιγμή που μιλούσαμε, δεκάδες πολίτες είχαν κιόλας καταφθάσει στο αιματολογικό κέντρο του νοσοκομείο και έδιναν αίμα. Την ενοχλούσε, συμπλήρωσε, και αυτό. «Διότι δεν το ζήτησα εγώ».
Ομολογώ πως όταν επικοινώνησα με το νοσοκομείο, πριν προβώ στην ραδιοφωνική έκκληση, για να βεβαιωθώ ότι πράγματι υπήρχε εκεί ένα παιδί με το όνομα που αναφερόταν στο e-mail, και επίσης ότι πράγματι είχε επείγουσα ανάγκη από αίμα, σκέφτηκα ταυτόχρονα να τους πω να με συνδέσουν με το δωμάτιο όπου νοσηλεύεται για να ζητήσω και την άδεια από τους γονείς, αλλά δεν το έκανα, γιατί θεώρησα ότι θα τους ενοχλούσα, αφού έτσι κι αλλιώς είχα ήδη λάβει την επιβεβαίωση από το νοσοκομείο.
Ίσως να έκανα λάθος εδώ. Η μάλλον, σίγουρα έκανα λάθος εδώ. Γιατί ο γονιός ασφαλώς και έχει το δικαίωμα να αποφασίζει εκείνος, και οπωσδήποτε δεν είναι ευχάριστο να πληροφορείται από τα μέσα ενημέρωσης κάτι που αφορά αποκλειστικά και μόνο εκείνον.
Από την άλλη, βρίσκω κάπως υπερβολική την οργή της μητέρας για το γεγονός ότι «το Αιματολογικό κάτω έχει γεμίσει από κόσμο». Της εξήγησα, και νομίζω ότι το κατάλαβε, ότι όλος αυτός ο κόσμος πήγε εκεί με θετική διάθεση, και αγνή πρόθεση προφοράς. Μακάρι να είχαμε περισσότερους από αυτούς και, αν και δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή, ένοιωσα και μια μικρή περηφάνια που ακούνε την εκπομπή άνθρωποι με ευαισθησίες.
Όμως, η έγνοια μου τώρα είναι πως μπορεί να ελέγξει κανείς όλα αυτά τα e-mails. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, κάνω και εγώ μια μικρή έρευνα να μάθω πως έφτασε η είδηση σε μας. Η κοπέλα από την δισκογραφική εταιρεία, λέει ότι της το έστειλε μια φίλη της, και προσπαθεί να μάθει από ποιόν και πώς. Το σίγουρο είναι ότι κάποιος πρέπει να πήρε την πρωτοβουλία. Κάποιος γνωστός της οικογένειας, που μάλλον έδρασε αυθαιρέτως και αυθορμήτως.
Μια λύση είναι ίσως να αγνοείς κάποιος εντελώς όλα αυτά τα e-mail. Η, να μπαίνει στον κόπο να επικοινωνεί με το νοσοκομείο και, ακόμα και εάν επιβεβαιωθεί ότι υπάρχει πράγματι άτομο με το συγκεκριμένο όνομα που χρειάζεται βοήθεια, να κάνει μετά εκείνο που δεν έκανα σήμερα εγώ: να βρεί τρόπο να επικοινωνήσει με τους γονείς.
Δεν είναι εύκολο πάντοτε. Μπορεί οι άνθρωποι να είναι στα μαύρα τους τα χάλια. Να χάνουν τον άνθρωπό τους και να μην απαντούν σε τηλέφωνο. Τότε, ίσως, η μόνη λύση είναι να ζητήσει κάποιος από την υπεύθυνη του νοσηλευτικού προσωπικού, η από τον αρμόδιο γιατρό, να πάρουν εκείνοι την έγκριση της οικογένειας.
Όπως και νάχει, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Γιατί, μπορεί να είναι πολύτιμη η ζωή. Αλλά, χωρίς ελευθερία, εντελώς άχρηστη.