Monday, March 27, 2006

Οταν ο Βικτόρ διαδηλώνει μαζί με τη μάνα του...


Δεν ξέρω ρε γαμώτο, καθώς παρακολουθώ, απ’ όσα μέσα ενημέρωσης μπορώ (εφημερίδες, ίντερνετ, κυρίως, περιοδικά, και λίγη τηλεόραση), τα όσα γίνονται στην Γαλλία με τον ξεσηκωμό των φοιτητών, που ακριβώς στέκεται η αλήθεια των πραγμάτων, που βρίσκεται το δίκιο, και που ελλοχεύει αυτό που ονομάζω «της εποχής ο σαματάς».

Γελάω όμως, όταν ακούω και διαβάζω «ειδικούς» να προσπαθούν να παραλληλίσουν τον ξεσηκωμό αυτόν με την εξέγερση του Μάη του ’68. Γιατί, ενώ τότε οι νέοι άνθρωποι αγωνίστηκαν για να ΑΛΛΑΞΟΥΝ τα πράγματα, οι τωρινοί στο Παρίσι φωνάζουν για να μείνουν ίδια!

Είδα μια σκηνή που με προβλημάτισε. Ένας φοιτητής 23 ετών ονόματι Βικτόρ, περπατούσε αλά-μπρατσέτα με την μαμά του, και φώναζαν με ένα στόμα «μην αγγίζετε τις συντάξεις». Ο νεαρός, φοιτητής οικονομικών, είπε στη δημοσιογράφο του TV5 ότι τα δύο πράγματα που τον προβληματίζουν πιο πολύ στην ζωή είναι «πρώτον, η ασφάλεια στην δουλειά μου, και δεύτερον τι σύνταξη θα πάρω στα 65 μου».

Εγώ, διανύοντας τη δεκαετία των 40 μου χρόνων, δεν θεωρώ ότι είμαι «μιας άλλης εποχής». Όμως, στ’ αλήθεια βρε παιδιά, στα δικά μου, άγουρα φοιτητικά χρόνια, δεν υπήρχε ούτε ένας από εμάς που να προφέρει, έστω, τη λέξη «σύνταξη» για τον εαυτό μας. Και λέω απροκάλυπτα τώρα, πως δεν γίνεται ρε γαμώτο, δεν είναι φυσιολογικό ένα παιδί 18, 19, 13, 28 χρόνων να σκέφτεται την σύνταξή του. Σ’ αυτές τις ηλικίες, αρπάζεις τη ζωή απ’ τα κέρατα και την κατακτάς. Με όσες δυσκολίες και αν έχει, με όσες ανισότητες και αν φράσσουν τον ενθουσιασμό σου.
Τις παλεύεις τις δυσκολίες. Τις τσακίζεις τις ανισότητες. Η, εν πάση περιπτώσει, για αυτά κατεβαίνεις στους δρόμους – όχι για να διατηρηθεί και για σένα (όπως λένε πολλοί φοιτητές του Παρισιού σήμερα), «το κεκτημένο δικαίωμα του κυβερνητικού υπαλλήλου».

Saturday, March 25, 2006

Αγαπητέ Δημητρό (3)

Με κάποια καθυστέρηση εν συγκρίσει με την Κύπρο, ήρθε και σε μας εφέτος η Άνοιξη – οικειοθελώς η όχι, θα σε γελάσω. Πανηγυρικά αφίχθηκε, πάντως, όπως κάθε χρόνο. Με τα πλουμιστά της και τις ευωδιές της τις εξαίσιες. Σκέψου φίλε, πως ακόμα και εδώ, στην «χημική Αθήνα» όπου ζούμε, χθες έφτασε στη μύτη μου μυρουδιά από φλούδα νεραντζιού.

Χαρά μεγάλη να βολτάρεις με τ’ αυτοκίνητο στα κοντινά περίχωρα της πόλης - στα Μεσόγεια ας πούμε, η προς Σούνιο μεριά (αν και ξέρω ότι εσένα αυτή η διαδρομή σου φέρνει πόνο), ακόμα και η Χαλκίδα δίπλα είναι – και ν’ ακούς στη διαπασών στο ραδιόφωνο, πάντα με τα τζάμια ανοικτά, τον Σαββόπουλο να τραγουδά «τούτον τον χειμώνα άμα τον πηδήσαμε, γι’ άλλα δέκα χρόνια άϊντε καθαρίσαμε».

Κι’ έπειτα, καθώς η μνήμη θα πέφτει στο γνώριμο κενό της, και θα μένεις μόνος, αποκλειστικά μόνος, να ανοίγεις πιο πολύ ακόμα την ένταση του ραδιοφώνου για να θυμηθείς εκείνους τους υπέροχα αθεράπευτους (σαν τον «άλλον» εις τας Γερμανίας, που’ χει σκάσει απ’ το κακό του που δεν του γράφω κι εκείνου), «του ’60 τους εκδρομείς», που κάπως και μείς – έτσι δεν είναι; - προλάβαμε στα ύστερά τους…

Βραδιές αστροφεγγιάς, λέει, και συ, μέσα στην τόση ησυχία μη μιλάς. Ο ιερέας χρυσό κεκοσμημένος, το κενό της μνήμης που σούλεγα πρίν, και πως αποσχηματίσθη αίφνης βρ’ αδερφέ, υπνωθείς εν καρέκλα σωματείου; Το σκότος, που διαρκώς παρελαύνει φίλε από τα ρετιρέ της εξουσίας, δεν χρεώνεται αλλού. Όπως λέει κι’ ο Νιόνιος, «τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες – οι “κάππα”, τα ΠΑΣΟΚ και τα Νου-Δυο;». Αφού, εμείς το εμφυσήσαμε το «νέφος», που εντός του επωάστηκαν όλοι αυτοί, …, έ;

Προχθές Παρασκευή, έγινε στο κέντρο της Αθηνάς η μεγάλη, ετήσια μαθητική παρέλαση για την επέτειο της «25ης Μαρτίου». Την πέτυχα, την παρέλαση, κάποια στιγμή στο καθημερινό μου, ανόητο μεσημβρινό ζάπινγκ. Και ακούω, αμέσως μετά τη λήξη της παρέλασης (που σαν θέαμα ποτέ μου δεν κατάλαβα τι προσφέρει…), έναν υπουργό της κυβέρνησης να στήνεται μπροστά στο μικρόφωνο της τι-βί, και με εκείνο το ύφος της χαρούμενης αυστριακής αγελάδας πουχει γίνει και σοκολάτα, να λέει:

«Η σημερινή παρέλαση απέδειξε την ποιότητα της σημερινής νεολαίας μας, και επίσης ότι αυτή η νεολαία έχει μπροστά της μέλλον λαμπρό.»

Πεθαμένες δηλώσεις, εγκεφαλικά νεκρών ανθρώπων, Δημητρό μου. Τα «πήρα στο κρανίο» και άρχισα, μόνος μου μπροστά στη τηλεόραση, να ουρλιάζω:

«Τι λέτε βρε αθεόφοβοι! Θεομπαίκτες! Τι μαλακίες είν’ αυτές που κάθεστε και ξεφουρνίζετε κάθε λίγο και λιγάκι! Πως αποδεικνύει, γαμώ την κοινωνία μου, «την ποιότητα της νεολαίας» αυτή η παρέλαση; Βαριεστημένα περπατούσαν, όλα τα παιδιά. Αγγαρεία είναι για όλα τους σχεδόν αυτή η παρέλαση, που δεν ξέρω σε ποια άλλη χώρα γίνεται ακόμα. Αλλά εν πάση περιπτώσει, από πού προκύπτει βρε απίθανα καραγκιοζάκια της πολιτικής» το «λαμπρό μέλλον» που αναμένει την νεολαία; Σε ποιες βάσεις, ποιας Παιδείας θα στηριχτεί αυτό το … λαμπρό μέλλον; Αφού δεν πάει καιρός που μόνοι σας, άχρηστοι, έ άχρηστοι, αποφασίζατε να μην διαθέσετε ούτε και φέτος επιπλέον κονδύλια για την επιστημονική έρευνα και την μεταπτυχιακή κατάρτιση των καθηγητών και δασκάλων, με το πάγιο σκεπτικό: άσε, η παιδεία μπορεί να περιμένει…»

Με μάζεψε η γυναίκα μου, και έντρομη έκλεισε την τηλεόραση. «Δες Τατιάνα, καλύτερα», μου λέει, «η και Λαμπίρη ακόμα». Και έχει δίκιο…

Εκεί, άλλωστε, στα άθλια «μεσημεριάτικα» της τηλεόρασης, συντελείται απλώς η ληξιαρχική πράξη επιβεβαίωσης του εγκεφαλικού θανάτου του κομματιού εκείνου της κοινωνίας που ζει και τρέφεται από το λεγόμενο λάιφ-στάιλ. Δεν είναι ανάγκη να βλέπω το ίδιο έργο παιγμένο από «νοικοκυρούλες της πολιτικής»…

Την περασμένη Τετάρτη, η μέρα μου ξεκίνησε μ’ ένα ακόμα υπέροχο «μουσικό ταξίδι», ακούγοντας σε διασκευή από την Βανέσα Μέϊ (από το τελευταίο της άλμπουμ Choreography), το μινουέτο του Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντλ – άκουσέ το, Δημητρό, θα με θυμηθείς. Όταν τέλειωσε το κομμάτι, είπα να ρίξω μια ματιά στα «πλακάτ της επικαιρότητας» - να ιδώ «ως σοβαρός δημοσιογράφος», τρομάρα μου, τι συμβαίνει στη μικρή μου γειτονίτσα, αλλά και τι στον κόσμο τον υπόλοιπο.

Χα! Από μια χαραμάδα, τόσο δα μικρή, να’το πάλι το καημένο το Λαύριο (η πόλη που αγαπούν να … εξαθλιώνουν όλοι, ώστε να καταδείξουν τις ευαισθησίες τους!), και ιδού αίφνης στο φόντο της «ο μικρός Γιωργάκης», προεκλογικά χαρούμενος πριν από 2 χρόνια περίπου να δηλώνει ευθαρσώς και με φωνή όπως πρέπει σοβαρή, τα ίδια ακριβώς που λέει τώρα στη Γαλλία ο Ντέ Βιλπέν για την χωρίς κοινωνική ασφάλιση εργασία των νέων μέχρι 26 χρόνων και έχει βγάλει τους φοιτητές έξαλλους στους δρόμους.

Ο κ. Παπανδρέου δεν την θυμόταν την δήλωσή του εκείνη. Την θυμόταν, όμως, η τηλεόραση, που κάπου-κάπου και συνήθως άθελά της, κάνει καλή δουλειά. Όταν, λοιπόν, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Ρουσόπουλος υπενθύμισε στον αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (τους αναφέρω έτσι με τον επίσημο τίτλο τους για να ιδείς πόσο αστεία είναι η πολιτική σ’ αυτήν την χώρα – δεν ξέρω στη Κύπρο…), ο κ. Παπανδρέου απάντησε δια του δικού του εκπροσώπου, του κ. Νίκου Αθανασάκη με το … μνημειώδες, «εμείς ασχολούμαστε με το παρόν, άλλο Λαύριο και άλλο αύριο!».

Και τότε, άρχισα πάλι να εκτοξεύω τα ίδια … γαλλικά που εκτόξευσα και την Παρασκευή το μεσημέρι ακούγοντας την βαρυσήμαντη δήλωση του υπουργού για την μαθητική παρέλαση. Επειδή όμως, χαζεύοντας αυτό το πλακάτ της επικαιρότητας το συγκεκριμένο, δεν ήμουν σπίτι μου για να γυρίσω να δω Τατιάνα η Λαμπίρη, κατέφυγα πάλι στον αγαπημένο μας τραγουδοποιό: «Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά, στην αγορά στο Λαύριο. Είμαι μεγάλος, με τιράντες και γυαλιά, κι όλο φοβάμαι τα’ αύριο».

Κάποτε όμως, τελειώνουν τα τραγούδια. Και συνεχίζονται, τότε, τα παρατράγουδα. Βλέπω στο βήμα του ΠΑΣΟΚ την κ. Βασω Παπανδρεου, από τα λεγόμενα πρωτοκλασάτα (δεν μου αρέσει αυτή η λέξη, αέριο μου θυμίζει, αν και κάποτε αρμόζει…) στελέχη του κόμματος, υπουργός επί χρόνια των αλλεπάλληλων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Και, μόλις ετοιμάζονται οι κάμερες και τα μικρόφωνα, την ακούω να λέει: «Εάν ήμασταν εμείς σήμερα στην εξουσία, οι συνταξιούχοι και οι εργαζόμενοι θα είχαν πάρει διπλάσιες αυξήσεις».

Τι να πεις τώρα; να αρχίσεις πάλι να κατεβάζεις καντήλια; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι επί 20 χρόνια που κυβερνούσατε, κυρία μου, ποτέ δεν δώσατε αύξηση πάνω από τον πληθωρισμό, όπως ισχυρίζεστε ότι θα κάνατε τώρα; Είναι δυνατόν λοιπόν, να βγαίνετε στα σοβαρά και να λέτε τέτοιες παπαρδέλες στον κόσμο;

Κι’ όμως είναι. Θα μου απαντούσε ο αόρατος, πάντα, προβοκάτορας, που κρύβω εντός μου. Ξέχασες ότι ζεις στη χώρα που εξέλεξε, και μάλιστα πανηγυρικά, πρώτο βουλευτή τον Γιώργο Καρατζαφέρη, που τώρα, ως αρχηγός του ΛΑ.ΟΣ (υπέρ της … λαϊκής ορθοδοξίας, Χριστέ μου!), και που θα κατέβει υποψήφιος δήμαρχος μιας πόλης, της Θεσσαλονίκης, την οποία δεν γνωρίζει καν;

Όπως είπε και αυτήν την εβδομάδα – και ν’ αγιάσει το στόμα του – ο μοναδικός μέχρι στιγμής ανεξάρτητος υποψήφιος για την δημαρχία στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές, «η υποψηφιότητα του κ. Καρατζαφέρη είναι ύβρις για την πόλη της Θεσσαλονίκη».

Και όμως, να το δείτε, θα τον ψηφίσουν.
Και όμως, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που «αγοράζουν» από τους αστρολόγους-κομπογιαννίτες της τηλεόρασης.
Και όμως, ρεκόρ τηλεθέασης κάνει το φέϊμ στόρι.

Ποιοι, νομίζεις, Δημητρό, ότι «κυβερνούν» την Ελλάδα;


Σε χαιρετώ,
Ο φίλος σου.

Monday, March 20, 2006

Money for Nothing

Δεν υπάρχει πιο απεχθής έννοια για μένα από εκείνη που χρησιμοποιείται κατά κόρον στο λεγόμενο «ελεύθερο εμπόριο», και που κατά μιαν ειρωνική έννοια του λόγου, καθιερώθηκε με μια λέξη συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή. Μιλώ για τον απεχθή, για μένα, εμπορικό όρο που ακούει στη λέξη «αέρας».
Ένας φίλος, πριν μερικά χρόνια, μου εξηγούσε πως ακριβώς λειτουργεί αυτό το σύστημα, του «αέρα», στα σούπερ-μάρκετ. Πως, δηλαδή, οι ιδιοκτήτες των μεγάλων αυτών καταστημάτων, εκβιάζουν τους προμηθευτές τους προκειμένου να τους δώσουν, για τα προϊόντα τους «ράφι με θέα».
Ξέρω, και κατανοώ, ότι στο ελεύθερο εμπόριο, στους κανόνες του παιχνιδιού είναι να βρίσκεις και τρόπους, κάποτε νόμιμους, κάποτε νομότυπους αλλά ποτέ, τυπικά, παράνομους, για να αποκομίζεις «από το ελάχιστο, το μέγιστο». Θεμιτό είναι αυτό, αν και σκληρό. (Προσωπικά, δεν θα το έπαιζα ποτέ αυτό το άθλημα. Μου θυμίζει την πυγμαχία, που την θεωρώ άγρια και πρωτόγονη).
Εκείνο που μου την δίνει, όμως, σε όλη ετούτη τη φιλοσοφία «του αέρα», είναι η τακτική και το ύφος των ανθρώπων που την υπηρετούν. Όλα επάνω τους, θυμίζει έναν γεννημένο killer. Ένα όρνιο, που παραμονεύει να φάει ακόμα και τα κόκκαλα. Η απληστία στον άνθρωπο είναι για μένα η απώτερη κατάπτωση του είδους – απεχθέστερη και από αυτό ακόμα το έγκλημα το οποίο, τις περισσότερες φορές, δεν είναι παρά μια στιγμιαία πράξη. Το έγκλημα, όμως, του απλήστου (και, Χριστέ μου, πόσους τέτοιους ανθρώπους δεν γνωρίζω!), είναι διαρκές. Και τροφοδοτεί και όλα τα άλλα.
Για πολλούς τέτοιους ανθρώπους, ο αέρας δεν είναι παρά το μέγα συμπλήρωμα των ικανοτήτων που δεν διαθέτουν. Ο άξιος, δεν χρειάζεται ποτέ «αέρα» για να «πουλήσει» αυτό που είναι ικανός να κάνει. Ο φάκελος στην ιατρική, είναι και αυτός ένα είδος αέρα. Money below the table. Money for nothing, όπως έλεγαν και οι Dire Straits.
«Δώσε μου, για να σου δώσω αυτό που έτσι κι αλλιώς υποχρεούμαι να σου δώσω, εάν ήμουν σωστός άνθρωπος, σωστός επαγγελματίας». Έτσι λειτουργεί αυτή η φούσκα. Και είναι γεμάτος πια ο κόσμος μας από τέτοιους … αεράτους!
Σε όλους τους τομείς της ζωής μας πια, το νταβατζιλίκι πάει σύννεφο. Στο εμπόριο, στην εκπαίδευση (μήπως δεν είναι «αέρας» πολλά από τα ιδιαίτερα που υποχρεώνονται τα παιδιά να κάνουν από τους ίδιους τους δασκάλους τους;), στην τέχνη (όπου ο «αέρας» πια ευνοεί μόνο τους … ομίλους, μόνο εκείνους που πλέουν μαζί με το σύστημα), στο ποδόσφαιρο, στη διασκέδαση και στην ψυχαγωγία μας.
Οι άνθρωποι που τρέφονται από αυτό το σύστημα και που το συντηρούν κιόλας, είναι ίσως το χειρότερο κομμάτι της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που, δυστυχώς, δεν αντιδρά πια. Δεν ξεμπροστιάζει τους νταβατζήδες και αεριτζήδες – αυτούς που μάθαμε να ονομάζουμε και «διαπλεκόμενους» - γιατί κρυφά μέσα του, ακόμα και εκείνος που σήμερα είναι έξω από τον κύκλο, ονειρεύεται, όχι να τον σπάσει, αλλά να μπει μια μέρα και αυτός εντός του!...

Saturday, March 18, 2006

Αγαπητέ Δημητρό (2)



Υγείαν έχω, το αυτό επιθυμώ και δι’ εσέ.

Τις προσκλήσεις που μου ζήτησες για την Γιουροβίζιον σου τα εξασφάλισα – νάρθεις να καμαρώσεις την Αννούλα σου γονατιστή επί σκηνής, να τραγουδάει κάτι που να θυμίζει Μάικλ Τζάκσον και, με σφιγμένες τις γροθιές αλά-Μίκ Τζάγκερ να φωνάζει «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο».

Προκρίθηκε για τον τελικό το τραγούδι «Everything» του Νίκου Καρβέλα (oh, what a surprise, dear!), και όλοι ευχόμαστε στο τέλος να μην μείνουμε με το «Nothing». Ήταν μια υπέροχη βραδιά. Συναρπαστική. Ωραίο πράγμα να τρέχεις μόνος σου και να τερματίζεις πρώτος…

Τα προσχήματα, ευτυχώς, έσωσαν τα δύο παιδιά που παρουσίασαν τη βραδιά από την ΝΕΤ – η Ζέτα Μακρυπούλια και ο Γιώργος Καπουντζίδης. Ο τελευταίος, νέο παιδί στα 30 του περίπου, είναι ο άνθρωπος που έχει γράψει το «Παρά Πέντε», στο Mega, που είναι, μακράν όλων των άλλων, το πιο επιτυχημένο σίριαλ της χρονιάς εδώ στην Ελλάδα. Αποδεικνύεται έτσι, πως όταν οι παλιοί, δώσουν και λίγον από τον … κυρίαρχό τους ρόλο στα νέα παιδιά και, κυρίως, όταν τα στηρίξουν κιόλας, μπορεί να γίνουν ωραία πράγματα. Ο Καπουντζίδης και η Μακρυπούλια έδειξαν, κατά την βραδιά επιλογής του τραγουδιού της Γιουροβίζιον, ότι δεν αρκούν τα ονόματα και η ομορφιά, ότι το καλό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται όταν υπάρχει ταλέντο, όταν υπάρχει γνωση, όταν γίνεται σκληρή δουλειά, με φαντασία και με κέφι πηγαίο και με σεβασμό προς τον ακροατή/πελάτη/πολίτη/κλπ. Μπράβο τους.

Αυτά τα στοιχεία μοιάζουν να λείπουν από πολλούς που ασκούν το επάγγελμα της πολιτικής στην οποία, ετόυτη την εβδομάδα κυριάρχησε ο τσακωμός μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ για το περιβόητο πια θέμα της απογραφής. Υπενθυμίζω: Όταν ανέλαβε την εξουσία, πριν από 2 χρόνια σχεδόν η Ν.Δ., ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιώργος Αλογοσκούφης κατηγόρησε το ΠΑΣΟΚ ότι επί των ημερών του διαστρέβλωσε τα νούμερα της οικονομίας προκειμένου να επιτύχει την ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ. Είπε, μεταξύ άλλων ο κ. Αλογοσκούφης, ότι ογκώδεις δαπάνες που είχαν γίνει για αγορά εξοπλισμών δεν είχαν εγγραφεί εγκαίρως από την τότε κυβέρνηση Σημίτη στον προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να φαίνονταν μικρότερα απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα τα ελλείμματα μας.

Την περασμένη εβδομάδα όμως, ήρθαν τα πάνω-κάτω όταν η Eurostat, η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαικής Ενωσης απεφάνθη ότι όπως κάνουν και όλες οι άλλες μεγάλες χώρες της Ε.Ε., είναι απολύτως φυσικό και θεμιτό οι αμυντικές δαπάνες να εγγράφονται στον προϋπολογισμό «όσο το δυνατόν αργότερα, και με την φυσική παράδοση του υλικού».

Όπως καταλαβαίνεις, λοιπόν, Δημητρό μου, η νεα αυτή τροπή των πραγμάτων (που θα μπορούσε απλώς να έχει τον τίτλο ενός θαυμάσιου βιβλίου που λέγεται «Πώς να λες ψέματα με την στατιστική», γραμμένο από τον Darrell Huff, και σου το συστήνω ανεπιφύλακτα), πυροδότησε «πόλεμο» στο ελληνικό κοινοβούλιο αυτήν την εβδομάδα. Ο κ. Παπανδρέου είπε ότι, με την βεβιασμένη απόφαση του κ. Αλγοσκούφη να ζητήσει, μόλις ανέλαβε υπουργός, να γίνει εκ νέου απογραφή της ελληνικής οικονομίας, «ώστε να ξέρει ο κόσμος πως εξαπατήσαμε την Ευρωπη, αλλά και τι τελικά παραλάβαμε από σας», εξέθεσε ανεπανόρθωτα την χώρα, και ζήτησε την παραίτησή του.

Ο κ. Αλογοσκούφης, από την μεριά του επιμένει ότι η εγγραφή των δαπανών έπρεπε να γίνει αμέσως (πρακτική πού επίσης αποδέχεται η Eurostat), και ότι «οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ έλεγαν ψέματα στις Ευρωπαϊκές Υπηρεσίες, στους Ευρωπαίους Εταίρους μας και στον ελληνικό λαό. Το πρόβλημα δεν ήταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που είπε την αλήθεια».

Από τους λίγους πολιτικούς που πέρασαν ποτέ από αυτόν τον τόπο και που δεν εφάρμοσε ποτέ την πολιτική τέχνη της δημαγωγίας, ο Γεώργιος Ράλλης, έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη που μας πέρασε. Ο πρώην πρωθυπουργός, και από τα ιδρυτικά μέλη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, πέθανε στο διαμέρισμά του στο Κολωνάκι από ανακοπή καρδιάς. Ήταν 88 ετών. Τον θυμάμαι στα πρώτα χρόνια της αντιπολίτευσης όταν είπε εκείνο το περίφημο «δεν θέλω ούου», όταν σε κάποια προεκλογική του ομιλία στη Πλατεία Συντάγματος και, αναφερόμενος στον αντίπαλό του, Ανδρέα Παπανδρέου, οι οπαδοί της Νέας Δημοκρατίας τον αποδοκίμασαν. Εκείνο το «δεν θέλω ούουου», ακούστηκε πολύ … παράταιρα, εκείνη την εποχή που ο λαϊκισμός πήγαινε σύννεφα, και δοξάζονταν ως θεοί οι λογής-λογής λαοπλάνοι. Είχε γίνει, μάλιστα, εκείνη η φράση του, τίτλος σε επιθεωρήσεις, με τον Χάρι Κλύν, τότε, να δίνει ρέστα. Και όμως, ήταν ίσως από τα λίγα σωστά πράγματα πού ακούστηκαν ποτέ σ’ εκείνα τα προεκλογικά μπαλκόνια της απίστευτης δημαγωγίας. Επίσης, θυμάμαι, ότι ο Γιώργος Ράλλης, που εγώ θα επιμένω να τον φωνάζω «κύριο», έστω και αν έχει πλέον αποδημήσει, ήταν ό πρώτος πολιτικός στην μεταπολίτευση που την ίδια την νύχτα των εκλογών συνεχάρη δημόσια τον αντίπαλό του, τον Α. Παπανδρέου, για την νίκη του.

Στην κηδεία του, ζήτησε να μην εκφωνηθούν επικήδειοι. Και αυτό, μερικούς πολιτικούς τους στενοχώρησε. Γιατί – τους έβλεπα – είχαν έτοιμα τα κείμενά τους, έτοιμα τα τυποποιημένα λογύδριά τους. «Ο Γεώργιος Ράλλης αφήνει πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό…κλπ, κλπ». Copy, paste!

Απεβίωσε το περασμένο Σάββατο, και κηδεύτηκε χθες στην γενέτειρα του, την πόλη Ποζάρεβιτς, στη Σερβία, ενώπιον λιγοστών οπαδών του, ο άλλοτε κραταιός ηγέτης της πρώην Γιουγκοσλαβίας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς – ο άνθρωπος που τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης στον κόσμο χαρακτήριζαν «χασάπη των Βαλκανίων», και που μόνο τα δικά μας, τα ελλαδικά, σχεδόν τον είχαν αγιοποιήσει. Πάντοτε με απασχολούσε αυτό. Το γιατί εμείς, σε τόσες πολλές περιπτώσεις, παίρνουμε το μέρος ανθρώπων που, εάν κυβερνούσαν ποτέ τη δική μας χωρα, θα τους ανατρέπαμε αμέσως ως δικατάτορες;

Κατά καιρούς, στην σύγχρονη ιστορία μας, υπήρξαμε ένθερμοι υποστηρικτές των Παλαιστινίων (και καλά κάναμε), οι μόνοι φίλοι του Καντάφι, Κουρδότεροι των Κούρδων, Σερβότεροι των Σέρβων, κλπ, κλπ. Και όμως – παράξενο δεν είναι Δημητρό – οί περισσότεροι από αυτούς, τις κρίσιμες στιγμές που χρειαστήκαμε την ξεκάθαρη υποστήριξη τους σε δικά μας εθνικά θέματα, στην κλαύτερη περίπτωση κάνανε τις πάπιες. Υπενθυμίζω ότι η Σερβία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, αυτού του αρχομανούς ηγέτη που εμείς αγιοποιησαμε, ήταν από τις πρώτες χωρες στον κόσμο που αναγνωρισαν ως Μακεδονία το κράτος των Σκοπίων. Υπενθυμίζω, ακόμα, την πιο πρόσφατη απόφαση του συνδέσμου των ισλαμικών κρατων – μέλος του οποίου είναι και οι παλεστίνιοι, και οι Λίβυοι – ότι εξέδωσαν ομόφωνο ψήφισμα στο οποίο τον΄ζεται ότι και οι Τουρκοκύπριοι «εχουν το νδικαίωμα να έχουν το δικό τους κράτος».

Λοιπόν, τι θέλω να πω, για να μην παρεξηγούμαι: Ασφαλώς και θα πρέπει ένας λαός και μια χώρα, στα πλαίσια του ουμανισμού και του σεβασμού της ανθρώπινης υπόστασης, να υποστηρίζουν τους αδύναμους και εκείνους που πιστεύουν ότι είναι κατατρεγμένοι. Όμως, κάποια στιγμή θα πρέπει να κοιτάξουμε και το συμφέρον της δικής μας χώρας, και να επιλέξουμε επιτέλους με ποιους είμαστε. Η Θάτσερ, που κυβέρνησε τη χώρα της με σιδερένια γροθιά, είπε κάτι πολύ σωστό όταν την ρώτησαν γιατί είναι τόσο σφικτά δεμένη επάνω στο άρμα του Ρόναλντ Ρέηγκαν, ευθέως και αποστομωτικώς απάντησε «γιατί αυτό συμφέρει την πατρίδα μου». Μακάρι και ο Μπλέρ να είχε τέτοια ευθυκρισία και ειλικρίνεια. Όταν τον ρώτησαν πρόσφατα το ίδιο πράγμα – «γιατί είστε τόσο κολλημένος επάνω στον Μπούς;» - απάντησε μασημένα για την ανάγκη να παταχθεί η τρομοκρατία, κλπ.

Λοιπόν. Να αγαπάμε τους Κούρδους, τους Παλεστίνιους, τους Λίβυους, τους Σερβους, τους Σουηδούς, τους Εγγλέζους, τους Αμερικανούς, τους Σρι Λανκέζους και τους Πακιστανούς, αλλά πρώτα να αγαπάμε την πατρίδα μας.

Σε χαιρετώ,
Χρηστος.

Monday, March 13, 2006

Ας βομβάρδιζαν εμένα, αντί τα χωράφια μου!


ΓΑΖΑ (29 Μαρτίου 2005)

Η ΜΠΕΤ ΧΑΝΟΝ ήταν ανέκαθεν μία από τις πιο εύφορες περιοχές στη βόρεια Γάζα. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της πόλης δούλευαν στα χωράφια, και ζούσαν από τις καλλιέργειές τους. Ξακουστά εκεί, ήταν τα πορτοκάλια, τά λεμόνια, τα μανταρίνια και τα γκρέιπφρουτ. Κατά την διάρκεια όμως της δεύτερης ιντιφάντας των Παλαιστινίων, ή περιοχή αυτή δέχτηκε ένα από τα πιο σκληρά και πιο απάνθρωπα κτυπήματα πού έχουν γίνει ποτέ. Μέσα σε δυο νύχτες, οι Ισραηλινοί πραγματοποίησαν μια σειρά από αεροπορικές επιδρομές και κυριολεκτικά ισοπέδωσαν όλες τις καλλιέργειες. Πήγα στα χωράφια αυτά. Τα περπάτησα. Τα έκλαψα. Ποτέ δεν έχω δει πιο άσχημο θέαμα. Το χώμα είναι ανακατεμένο και αλλοιωμένο. Η καταστροφή είναι ανυπολόγιστη, και θα χρειαστούν χρόνια ώσπου να ξαναγίνει υγιές το χώμα για να παράξει πάλι καρπούς.

Ο ΤΖΑΜΙΛ ΕΣΣΑΜ, πατέρας πέντε παιδιών, στέκεται στην άκρη του δρόμου και πουλάει φράουλες. Ένας έμπορος τις εισάγει από τα ισραηλινά εδάφη, και αυτός αγοράζει μια μικρή ποσότητα την οποία, αν καταφέρει να πουλήσει, ίσα-ίσα που θα βγάλει τα χρήματα που χρειάζονται για να φάνε όλοι ένα πιάτο φαγητού. «Η ζωή μας καταστράφηκε», μου λέει. «Καλύτερα να βομβάρδιζαν και να σκότωναν εμένα, παρά τα χωράφια μου. Δυο γενιές τα καλλιεργούσαμε και τα προσέχαμε. Ήταν όλο μας το βιός. Ζούσαμε από αυτά περισσότερες από 100 οικογένειες. Τώρα, το να κάνουμε; ξεκινάμε από την αρχή. Φύτεψα ξανά ορισμένα δεντρίλια, αλλά θα περάσουν δέκα χρόνια ώσπου να μού δωσουν καρπό. Θα περιμένω…». Συγκλονίζομαι! Δεν μπορώ καν να φανταστώ πόση δύναμη πρέπει να κρύβει μέσα του ένας άνθρωπος γύρω στα 60 του χρόνια, ώστε να μπορεί ακόμα να βρίσκει τη δύναμη για να ξεκινήσει από την αρχή.

ΠΡΙΝ μερικά χρόνια, ή Γάζα τρεφόταν από τα δικά της λαχανικά και εσπεριδοειδή. Τώρα, όλα τα πορτοκάλια, λεμόνια, γκρέιπφρουτ και μανταρίνια αναγκάζεται να τα εισάγει από τις ισραηλινές περιοχές. Τριγυρνώ στην κεντρική αγορά της Γάζας, και μιλάω μ’ ανθρώπους που διαλαλούν την πραμάτειά τους. Η Σαλαμά Ασιούτι, 55, είναι μια γυναίκα μεγάλων διαστάσεων – έτσι είναι οι περισσότερες αυτής της ηλικίας και πάνω, εκεί. Τις δύσκολες μέρες που δεν τολμούσες να κυκλοφορήσεις στους δρόμους – και αυτό συνέβαινε συνεχώς τα τελευταία 4 χρόνια – οι άνθρωποι κλείνονταν στα σπίτια και περνούσαν τις περισσότερες ώρες τους τρώγοντας. «Τα λαχανικά, τα παράγουμε εδώ, στα δικά μας μέρη. Τα φρούτα, τα εισάγουμε», μου λέει. Και θυμάται παλιές μέρες που «έρχονταν και οι Εβραίοι στα μέρη μας τα Σαββατοκύριακα, κυρίως για να αγοράσουν λαχανικά φρέσκα, που είναι καλύτερα και φθηνότερα εδώ. Έρχονταν και για να κάνουν σέρβις στα αυτοκίνητά τους, γιατί πολύ φθηνότερα ήταν και τα δικά μας συνεργεία». Με 3 δολάρια αγοράζεις σχεδόν όλον της τον πάγκο. Ντομάτες, μαρούλια, αγγουράκια, σέσκουλα, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, κουνουπίδια, κρεμμύδια και αγριόχορτα όσα θες. Τρία δολάρια είναι το καλύτερο μεροκάματο που μπορεί να περιμένει, αλλά σπάνια ξεπουλά όλα της τα προϊόντα. Κάνω ν’ αγοράσω 7-8 μπανάνες, μου δίνει 10 και αρνείται να πάρει λεφτά. Τόσο περήφανοι και ωραίοι άνθρωποι, που δεν συνάντησε ποτέ, αλλού πουθενά.

Νύχτα στη Γάζα


ΓΑΖΑ. (Τρίτη 29 Μαρτίου 2005)


Η ΝΥΧΤΑ στη πόλη είναι τρομακτική. Το μεγαλύτερο μέρος της είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Η ζωή όμως συνεχίζεται σαν ναναι μέρα. Τα παιδιά παίζουν στους δρόμους, κυνηγώντας τα γαϊδούρια και τα άλογα που σέρνουν τις άμαξες. Οι οδηγοί εκνευρίζονται, και κάνουν πως κτυπούν τα παιδιά με τα καμτσίκια, βλασφημώντας τα. Εκείνα ξεκαρδίζονται. Οι δρόμοι είναι μεγάλοι σε μήκος και σε πλάτος, πιθανώς για να απλωθεί σ’ αυτούς πιο άνετα η απόλυτη αναρχία. Οδηγούν από την δεξιά μεριά, όπως και εμείς, αλλά μόνο στη θεωρία. Όποιος θέλει, σταματά όπου θέλει, και οι υπόλοιποι πάνε από την άλλη μεριά του δρόμου. Κατεβαίνει ν’ αγοράσει λαχανικά και κρέας, και αφήνει το αυτοκίνητο εκεί, στη μέση του δρόμου, πολλές φορές με την υπόλοιπη οικογένεια μέσα. Αν έχει και παιδιά, αυτά βγαίνουν και παίζουν με τους αμαξάδες.

ΔΕΝ ξέρεις αν είναι από άσφαλτο η χώμα ο δρόμος. Οι περισσότεροι είναι βομβαρδισμένοι. Στην τελευταία «ιντιφάντα», οι Ισραηλινοί σημάδευαν τα θύματά τους από ελικόπτερα, και έριχναν ρουκέτες στον στόχο αδιαφορώντας εάν ήταν νύχτα η μέρα, σε μέρος πολυσύχναστο η ερημικό, κοντά σε σχολείο η τέμενος. Στην άκρη πολλών δρόμων, βλέπεις μικρούς και μεγάλους λοφίσκους από μπάζα. Πρόκειται για πρόχειρες επιδιορθώσεις σημείων βομβαρδισμένων. Εκεί, ανάμεσα σε χώμα και παλιοσίδερα, βλέπω πιτσιρίκια να χορεύουν γύρω από μια παλαιστινιακή σημαία, και να πανηγυρίζουν για κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να είναι. Ίσως για την ελπίδα ότι μπορεί και να μην ξανάρθουν ποτέ «τα ελικόπτερα τ’ ουρανού».

ΔΥΟΜΙΣΗ μήνες πέρασαν περίπου από τότε που τέθηκε σε ισχύ η κατάπαυση του πυρός. Σιγά-σιγά ξεθαρρεύουν οι άνθρωποι και βγαίνουν έξω. Ο Αιγύπτιος συνοδός μου, ό Ρασίντ, λέει «αν ερχόσουν μέχρι και τον περασμένο Νοέμβριο, δεν θάβλεπες ψυχή έξω». Οδηγάει με όλα τα παράθυρα ανοικτά. Αναπνέεις τον υγρό αέρα της θάλασσας, και ακούς όλων τους ειδών τους θορύβους – κυρίως κορναρίσματα από αυτοκίνητα, φωνές παιδιά, και τα πέταλα των αλόγων και μουλαριών. Δεν βλέπεις όμως καλά, παρά μόνο ευθεία μπροστά, εφόσον το αυτοκίνητό σου έχει φώτα. Σκόρπιες εικόνες, στιγμιαία μονάχα, συλλαμβάνει το βλέμμα σου. Στην Ομάρ Μουχταρ, που είναι από τους κεντρικότερους δρόμους της πόλης, αδέσποτα σκυλιά έχουν κάνει γιουρούσι στην κλειστή πια κρεαταγορά, και τρέχουν κι αυτά ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα με κόκαλα στο στόμα. Προχωρώντας λίγο, ένα σκυλί σκαρφαλώνει σ’έναν από τους λοφίσκους με τα μπάζα των βομβαρδισμών, πιάνεται σε κάτι συρματοπλέγματα και αλυχτά εκεί, λαβωμένο, ώσπου να το απελευθερώσουν κάτι στρατιώτες που έχουν τη σκοπιά τους εκεί κοντά.

ΣΤΙΣ 8 πρέπει να είμαι στο καινούργιο προεδρικό μέγαρο της Γάζας (το προηγούμενο, δίπλα ακριβώς από αυτό, εκεί όπου είχε το γραφείο του ο Γιασερ Αραφατ όποτε ερχόταν στη πόλη, το ισοπέδωσαν οι Ισραηλινοί) για την συνέντευξη με τον νέο πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούτ Αμπάς, όπως είναι το επίσημό του όνομα. Μέχρι να περάσει η ώρα, κάνουμε αυτήν την μικρή νυχτερινή βόλτα στην κατασκότεινη Γάζα. Τα μαγαζιά έχουν κλείσει, και στα λίγα εστιατόρια που υπάρχουν ο κόσμος δεν είναι πολύς. Μόνο στα παραλιακά ξενοδοχεία υπάρχει κάποια υποφερτή κίνηση. Η διασκέδαση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που εννοούμε εμείς με τη λέξη. «Κάνω βόλτα με τη γυναίκα μου στην παραλία, και τα παιδιά μας παίζουν με τις πέτρες και το νερό», μου λέει ο Ρασίντ. Τρία είναι τα παιδιά του – δυο κορίτσια, 8 και 10 χρονών, ένα αγόρι 14. Στα σπίτια μαζεύονται συχνά συγγενείς και φίλοι, και εκεί, πάντοτε, τα τραπέζια είναι πλουσιοπάροχα και καλόκαρδα. Σινεμά και θέατρο, ούτε για δείγμα. Υπήρχαν 5 κινηματογράφοι πριν από την πρώτη ιντιφάντα, στη δεκαετία του ’80. Γκρεμίστηκαν, και δεν ξανακτίστηκαν.

Η ΝΥΧΤΑ στη Γάζα είναι τρομακτική. Επειδή ξέρεις ότι όταν φέξει την επόμενη μέρα το φως του ήλιου, θα είναι ακόμα χειρότερη!…

Sunday, March 12, 2006

Παραστρατημένα προτερήματα



Απεχθάνομαι εκείνους που ωραιοποιούν τα ελαττώματα των Ελλήνων. Πολλές φορές, μάλιστα, έχω φύγει επιδεικτικά από παρέα ακούγοντας κάποιον να προσπαθεί να παρουσιάσει τα λάθη του ως … παραστρατημένα προτερήματα.


Λίγες μέρες μετά την εκδήλωση του φοβερού τσουνάμι στην νοτιοανατολική Ασια (αποτέλεσμα του ισχυρότατου σεισμού των 9 ρίχτερ στ’ ανοικτά της Ινδονησίας), οργή και ντροπή αισθάνθηκα βλέποντας και ακούγοντας έναν επιζώντα Έλληνα τουρίστα να κοιτάζει αλαζονικός τον τηλεοπτικό φακό και να δηλώνει ότι θα συνεχίσει τις διακοπές του «στον επίγειο παράδεισο του Πουκέτ» (που, βεβαίως, ειχει γίνει πια επίγεια κόλαση), επειδή «οι νεκροί με τους νεκρούς, και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς».


Εκτός του ότι, κατ’ αρχάς, έχουμε να κάνουμε εδώ με κλασσική περίπτωση εγκεφαλικως νεκρού ανθρώπου (επομένως, και να το ήθελε, δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να συνυπάρχει με ζωντανούς), φοβούμαι πως αυτή η εκδήλωση χυδαίας μαγκιάς (μαγκιάς που φαίνεται να ωραιοποιεί κακές και αρνητικές καταστάσεις), μπορεί να μην αποτελεί κανόνα της συμπεριφοράς των περισσότερων ανθρώπων στον τόπο μας, αλλά δεν είναι και εξαίρεση.


Πόσες φορές δεν έχουμε δει κάποιον να ρεύεται και να γελάει μετά; Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει κάποιον να υπερηφανεύεται που έκανε μια παρανομία; Πόσες φορές δεν ακούσαμε να λένε πόσο ηλίθιοι είναι οι κουτόφραγκοι που φοράνε ζώνες ασφαλείας μόλις μπαίνουν στα αυτοκίνητά τους, και πόσο έξυπνοι είμαστε εμείς που δεν τις φοράμε ποτέ; Επ’ αυτού, μάλιστα, υπάρχουν πολλοί που, στην προσπάθειά τους να ωραιοποιήσουν ακόμα πιο πολύ τη βλακεία τους, επαναλαμβάνουν την σαχλαμάρα ότι «τελικώς είναι και επικίνδυνο κιόλας να φορά ζώνη».


Δεν ξέρω ποιος αρχαίος άνεμος γέννησε έναν τέτοιο, ιδιότυπο άνθρωπο. Επειδή όμως καμιά φορά δεν είναι και ανάγκη να στρέφουμε το βλέμμα μας και τόσο πολύ πίσω, αρκεί νομίζω να περιορίσει κάποιος τη ματιά και την προσοχή του στο σπίτι όπου μεγάλωσε ο κάθε τέτοιος ανόητος Έλλην, καθώς και στο σχολείο όπου εμαθητευσε, και νομίζω πως θα βρούμε όλες τις απαντήσεις για κάθε του συμπεριφορά.


Είναι φως-φανάρι, πιστεύω, ότι ό τύπος που ρεύεται στο τραπέζι, και αντί να ντραπεί κοκορεύεται, το έχει δει χιλιάδες φορές να γίνεται στο σπίτι το δικό του, ή σε κάποιο συγγενικό ή φιλικό – άλλωστε, και ό φιλικός περίγυρος, προέκταση της οικογένειας είναι και αυτός.


Είναι προφανές, κατά τη γνώμη μου, ότι ο μάγκας που θεωρεί εξυπνάδα το να μην φοράει ζώνη ασφαλείας όταν οδηγεί, δεν έχει ούτε δράμι παιδείας μέσα του. Θεωρώ βέβαιον δε, ότι και την άδεια οδήγησής του την έχει πάρει λαδώνοντας.
Κάτι που επίσης τον κάνει υπερήφανο. Τον μαλάκα!

Υ.Γ.: Τη φωτογραφία που βλέπετε, είμαι σίγουρος πως την έχετε ξανανταμώσει στο ίντερνετ – κυκλοφόρησε λίγες μέρες μετά το τσουνάμι. Είναι σαφές πως πρόκειται για μοντάζ, αν και πολλοί πίστεψαν πως είναι αληθινή.

Saturday, March 11, 2006

Γράμμα σε φίλο αδερφικό, στη Κύπρο

Δημητρό μου,

Πέρασε γρήγορα αυτή η εβδομάδα. Έτσι γίνεται πάντα όταν κάποια αργία μας κάνει δώρο την Δευτέρα. Από τον αετό μου, το μόνο που απόμεινε φέτος ήταν το σχοινί. Ο υπόλοιπος, έπεσε σε κάτι κενά αέρος, ψηλά στο Πήλιο, και προσγειώθηκε, πολύ ομαλά ευτυχώς, επάνω σε μιαν αμυγδαλιά πρόωρα ανθισμένη.

Δεν πρωτοτύπησα ούτε φέτος. Πάλι ο αετός μου ήταν της ΑΕΚ. Δικέφαλος και κακομοίρικος. Τι πράγμα ειν’ αυτό με τούτον τον κηπουρό τον Σάντος που μπλέξαμε; Στον αγώνα με τον Παναθηναϊκό την περασμένη Κυριακή, όλος ο κόσμος είδε μια ΑΕΚ που παράπαιε, και μόνο αυτός και ο Νικολαίδης έμειναν ευχαριστημένοι. Τι να πω; Ή είναι απελπιστικά ολιγαρκείς αμφότεροι, ή βρίσκονταν σε άλλο γήπεδο.

Εν πάση περιπτώσει, όπως ξέρεις, ως αμετανόητο ΑΕΚτζή εμένα τρεις πληγές μεγάλες με έχουν σημαδέψει τα τελευταία χρόνια.

Η πρώτη: σ’ εκείνον τον αλήστου μνήμης αγώνα με τον Ολυμπιακό στη Νέα Φιλαδέλφεια όταν, βλέποντας ότι το χάνουμε το παιχνίδι, οι παίκτες της ΑΕΚ, κατόπιν προτροπής και μέλους της διοίκησης, έπεσαν κάτω και έκαναν τους τραυματίες. Έκτοτε, όποτε χάνει η ομάδα, οι αντίπαλοι μας περιποιούνται με το σύνθημα «πέστε κάτω, πέστε κάτω», και σε διαβεβαιώ ότι πονάει πολύ.

Η δεύτερη: όταν αλήτες οπαδοί της ομάδας μου έκαναν τον Ντουσαν Μπάγιεβιτς (μακράν όλων των άλλων καλύτερος προπονητής που πέρασε ποτέ από την ΑΕΚ) να παρατήσει για δεύτερη φορά την ομάδα, καθώς φώναζαν από την εξέδρα ένα εμετικό σύνθημα που έλεγε «αφήστε να κάνουμε εμείς παιδί στην γυναίκα σου, αφού εσύ δεν μπορείς». Εάν υπήρχε πραγματική αθλητική δικαιοσύνη στον κόσμο, μόνο για αυτό το σύνθημα η ΑΕΚ θα έπρεπε να είχε τιμωρηθεί με υποβιβασμό 10 χρόνων.

Και τρίτη πληγή: όταν η τωρινή διοίκηση του Ντέμη Νικολαίδη κατάφερε (;) να εντάξει την εταιρεία ΑΕΚ στο περίφημο Αρθρο 44 (περί προβληματικών εταιρειών), και να της χαριστούν χρέη ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρω, 30 αν δεν κάνω λάθος. Ντρέπομαι γι’ αυτήν την απόφαση, γιατί εγώ πάντα υπερηφανευόμουν ότι η ομάδα μου (πιο μικρή και πιο ρομαντική από τις άλλες δύο μεγάλες) ήταν έξω από τα κυκλώματα, έξω από τις όποιες ευνοϊκές διατάξεις που απολάμβαναν οι ισχυροί.

Στην Ιταλία, όταν μια άλλη ιστορική ομάδα, η Φιορεντίνα, έφτασε, όπως και η ΑΕΚ, να χρωστάει τα μαλλιοκέφαλά της, όπως συμβαίνει σε όλες τις υγιείς αγορές, χρεοκόπησε και υποβιβάστηκε στην Τρίτη κατηγορία. Έτσι έπρεπε, έτσι ήθελα, να συμβεί και με την ΑΕΚ. Το ΑΕΚάκι μου. Να πήγαινε στις μικρές κατηγορίες και να άρχιζε από το μηδέν, παίζοντας με νέα, φρέσκα παιδιά, και θα σου’ λεγα τότε πώς θα τρέχαμε να την δούμε στα μικρά γήπεδα της Ελλάδος – αγροτουρισμό θα κάναμε, όπως και σύ που υποστηρίζεις (αθεράπευτα ρομαντικός, επίσης) τον Άρη Λεμεσού!

Κατά τα λοιπά, την εβδομάδα αυτήν η Νέα Δημοκρατία συμπλήρωσε 2 χρόνια στην εξουσία. Για αυτόν τον λόγο (!!!), συνήλθε εκτάκτως, «σε πανηγυρική – λέει – συνεδρίαση» το Υπουργικό Συμβούλιο, και εκεί ο Κώστας Καραμανλής ανακοίνωσε στους συνεργάτες του ότι «οι μεταρρυθμίσεις που υποσχεθήκαμε στον ελληνικό λαό έχουν όλες δρομολογηθεί».

Την ίδια στιγμή (μα την Παναγία, Δημητρό, έτσι και τά’λεγε αυτά ο Μητσοτάκης θα ξέραμε ποιος έφταιγε…), εκτροχιάστηκε στο Μενίδι μια αμαξοστοιχία που λέγεται «Ελλάς», και κάνει την διαδρομή Αθήνας-Θεσσαλονίκης, και τούμπαλιν. Ένας υπάλληλος των σιδηροδρόμων, με job-description «κλειδούχος», δεν βρέθηκε στο πόστο του όταν έπρεπε για να γυρίσει το κλειδί και να αλλάξει κάποια ένωση στις γραμμές, και έγινε το κακό. Αυτή είναι η Ελλάδα, Δημητρό μου. Εξαρτάται εντελώς από το εάν θα είναι στο πόστο του η όχι ο εκάστοτε «κλειδούχος».

Την Τρίτη το απόγευμα υποδεχτήκαμε εδώ τον πρόεδρό σας, και τον είχαμε μέχρι και την Πέμπτη. Η συνάντησή του με τον Καραμανλή, την Τετάρτη στο Μαξίμου, ήταν πράγματι ουσιώδης αφού, ως φαίνεται, εξήλθαμε, επιτέλους, αμφότεροι από την χειμερία μας νάρκη (στην οποία πέσαμε αμέσως μετά το δημοψήφισμα), και αναλαμβάνουμε μια σοβαρή πρωτοβουλία για να αρχίσουν πάλι συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού. Η νέα καραμέλα που βρήκαμε, «όχι σε ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα», με ενοχλεί όσο με ενοχλούσαν και άλλες φράσεις-κλισέ παλιά, όπως «δίκαιη και βιώσιμη λύση», κλπ.

Εάν δεν έχουμε καταλάβει, μετά από 32 χρόνια κατοχής, πόσο πράγματι ασφυκτικά είναι τα πράγματα, τότε είμαστε ίσως άξιοι της μοίρας μας. Λένε: «ο κυπριακός λαός δεν είναι έτοιμος». Πότε θάναι, άραγε; Όταν θα έχει παγιωθεί ακόμα πιο πολύ στον βορρά το κατοχικό καθεστώς; Όταν οι έποικοι θα έχουν διπλασιαστεί, και οι στρατιώτες θα έχουν γίνει «αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας μας», όπως συνήθιζε να λέει ο Ντενκτάς;

Όπως και νάχει, οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι αρχίζουμε και πάλι να μπαίνουμε στο παιχνίδι. Γιατί μέχρι τότε, έστω και με επικοινωνιακές φούσκες (όπως οι προτάσεις Γκιούλ), η Τουρκία ήταν εκείνη που φαινόταν προς τα έξω ότι είχε τον καημό να λύσει το πρόβλημα, και ότι εμείς είχαμε οχυρωθεί πίσω από ένα «όχι» μπετόν, και από την ασφάλεια της Ε.Ε., και βαράγαμε μύγες. Οι πληροφορίες εδώ στην Αθήνα θέλουν να ανακοινώνεται εντός του έτους αυτού, μάλλον προς το τέλος, η επίσημη έναρξη συνομιλιών μεταξύ των 2 πλευρών, πάνω σε συγκεκριμένο πλαίσιο συζήτησης που θα πατάει επάνω σε σημεία του προηγούμενου Σχεδίου Ανάν που και οι δύο πλευρές θα έχουν συμφωνήσει εκ των προτέρων ότι αξίζει να επαναδιαπραγματευτούν.

Ακου κάτι ενδιαφέρον που αλίευσα από την εφημερίδα Lifo. Από τους δρόμους της Αθηνας που έχουν δώσει τα ονόματά τους σε τόπους, πρώτη έρχεται η Κρήτη με 43 οδούς, και δεύτερη η Κύπρος μας με 42. Οι περισσότεροι «οδοί Κύπρου» βαφτίστηκαν έτσι κατά την περίοδο ’56 – ’65 όταν, πράγματι, όλος ο ελλαδίτικος πληθυσμός ξεχυνόταν στους δρόμους για το Κυπριακό. Επίσης, πολλοί δρόμοι και λεωφόροι πήραν την ονομασία της Κύπρου αμέσως μετά την εισβολή του 1974.

Από τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών που έγιναν … δρόμοι, πρώτος είναι ο Κωστής Παλαμάς, με 30 οδούς, και ακολουθούν, Αδαμάντιος Κοραής με 28, Νίκος Καζαντζάκης με 13, ενώ υπάρχουν ακόμα μόνο 2 για τον Κώστα Καρυωτάκη, 6 για τον Κωνσταντίνο καβάφη, 5 για τον Ροΐδη, μόνο 1 για τον Βασίλη Τσιτσάνη, 1 για την Ζωζώ Σαπουντζάκη και καμία για την Μαρία Κάλλας. Ποιος ξέρει; Άμα πάρουμε και την φετινή Ευρωβιζιόν, ίσως αποκτήσουμε και καμιά λεωφόρο Άννας Βίσση, η καμιά πλατεία Νίκου Καρβέλλα.

Όταν γινόταν, θυμάμαι, συζήτηση για το πώς θα έπρεπε να ονομάσουμε το καινούργιο μας αεροδρόμιο στα Σπάτα, είχα προτείνει δύο ονόματα από την στήλη μου στην «Ελευθεροτυπία»: Πρώτον, εκείνο της Μαρίας Κάλας, και δεύτερον εκείνο του Γεωργίου Παπανικολάου, του Έλληνα γιατρού που, με τα περίφημα Πάπ-Τεστ του, έχει σώσει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο. Για φαντάσου, ρε Δημητρό, τι όμορφα που θα νοιώθαμε όταν, ευρισκόμενοι σε κάποια χώρα του εξωτερικού περιμένοντας να επιστρέψουμε στη πατρίδα, ακούγαμε από τα μεγάφωνα την ανακοίνωση «παρακαλούνται οι επιβάτες της τάδε πτήσης για το αεροδρόμιο Μαρία Κάλας της Αθήνας, να προσέλθουν στην έξοδο τάδε».

Η πρότασή μου, δυστυχώς, δεν είχε τύχη. Επικράτησε εκείνη των πολιτικών που, βεβαίως, πολιτικό επέλεξαν. Τον Ελευθεριο Βενιζέλο. Δεν λέω, καλός και άξιος, αν και υπάρχουν και διαφωνούντες, αλλά νισάφι πια. Έχει 25 δρόμους και 4 πλατείες ήδη στο όνομά του. Μόνο στην Αθήνα.

Αλήθεια, εάν φτιάχνατε καινούργιο αεροδρόμιο στη Κύπρο, φίλε, και σου έλεγαν να βρεις εσύ το όνομα, ποιο θα επέλεγες;

Περιμένω νέα σου σύντομα.

Ο αδερφός σου
Χρηστος.

(Υ.Γ.: Φάνο, καλό ταξίδι)