Sunday, May 28, 2006

Για τον Ντούσαν Μπάγεβιτς

Τον ξέρω προσωπικά, τον εκτιμώ βαθιά, και τον αγαπώ πολύ τον Ντούσαν Μπάγεβιτς. Στην όχι μικρή σε διάρκεια δημοσιογραφική μου πορεία, είναι από τους μόλις 5-6 ανθρώπους της «άλλης πλευράς», εκείνης δηλαδή για την οποία γράφουμε, με τους οποίους έχω συνδεθεί και φιλικά. Όσα λέω και όσα γράφω γι’ αυτόν, λοιπόν, δικαίως θα συμπεράνει κάποιος ότι ενέχουν το στοιχείο της συναισθηματικής φόρτισης. Ελπίζω να μην τολμήσει όμως να τα συνδέσει και με συμφέρον (!), όπως συνηθίζεται σε αυτόν τον άγιο τόπο. (Κάποτε, όχι πολλά χρόνια πριν, έγραψα εγκωμιαστικό σχόλιο για την κ. Γιάννα Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου, για την οποία ακόμα πιστεύω ότι δεν εκτιμήθηκε στην πατρίδα της η προσφορά της στους Ολυμπιακούς Αγωνες, και δυο-τρεις έσπευσαν αμέσως να πουν ότι τα παίρνω από αυτήν!).

Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, λοιπόν, έφυγε από την Ελλάδα για να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της ομάδας του Ερυθρού Σταυρού Βελιγραδίου.
Εφυγε, την στιγμή που η ομάδα της καρδιάς του, η ΑΕΚ, (και αυτό δεν μπορεί να του το αφαιρέσει κανένας από τους πολλούς που προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να μονοπωλήσουν την αγάπη τους για την ομάδα), είναι ορφανή από προπονητή και πλέει σε απίθανα πελάγη ανοργανωσιάς και ερασιτεχνισμού.

Έφυγε ξέροντας πως και εάν ακόμα τολμούσε κάποιος γενναίος παράγοντας να κάνει την υπέρβαση, και εν ονόματι της ΑΕΚτζήδικης συμφιλίωσης (που δεν θα επιτευχθεί ποτέ όσο η «νέα τάξη» θα επιμένει να περιθωριοποιεί την παλαιά) του πρότεινε να επανέλθει, εκείνος πάλι «όχι» θα υποχρεωνόταν να απαντήσει. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο τον έδιωξαν οι αλητήριοι, ήταν ασύγκριτα χυδαιότερος από εκείνον που οί ίδιοι ισχυρίζονται ότι τους πείραξε όταν πρωτόφυγε για τον Ολυμπιακό.

Το θέμα όμως, εκεί που έχει φτάσει τώρα, δεν είναι θέμα οπαδών ΑΕΚ-Μπάγεβιτς. Μιλάμε για το πώς ο αδιαμφισβήτητα καλύτερος και πιο τζέντλεμαν προπονητής που πέρασε ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα (αν και αναμφίβολα πέρασαν κι άλλοι), ταπεινώθηκε και σπρώχτηκε στο περιθώριο από μερικές κάστες οπαδών (στην ΑΕΚ και στον Ολυμπιακό) που ακόμα αφήνονται να παίζουν ρόλο στην «διοίκηση» των ομάδων. Μου θυμίζουν, αυτοί οι ξερόλες «κολλημένοι»οπαδοί, κάτι δημοσιογραφίνες του Σταρ που τις άκουγα να μιλούν απαξιωτικά για την Μαρία Μενούνος, και παλαιότερα για την Αλεξάνδρα Πασχαλίδου που, δεν ξέρω πόσο καλές είναι οι δύο αυτές κυρίες, (αμφότερες με λαμπρές καριέρες στο εξωτερικό), αλλά σίγουρα πολύ καλύτερες από εκείνες που τις επικρίνουν.

Σ’ ενα ιντερνετικό φόρουμ, το
www.aek21.com, διάβασα την αποψη ενός νεαρού οπαδού, σύμφωνα με την οποία «ο Μπάγεβιτς είναι ο μεγαλύτερος αντιΑΕΚτζης». Το … πρόβλημα είναι ότι ο Μπάγεβιτς δεν έχει ανάγκη πιά να αποδείξει τίποτα, κυρίως τα ΑΕΚτζίδικα αισθήματά του. Αλλοι έχουν…

Το Σάββατο στην εφημερίδα Sport Day ο Χρηστος Σωτηρακόπουλος έγραψε ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχω διαβάσει για τον Ντούσαν Μπάγεβιτς. «Η ιστορία είναι γνωστή», γράφει. «Όποιος θέλει, μπορεί να βρει πενήντα προβλήματα στον Σέρβο. Σε ένα πράγμα δεν μπορεί να υπάρξει αληθινό αντεπιχείρημα. Στο ότι δημιούργησε τις πιο ελκυστικές ομάδες που είδαμε ποτέ στο ελληνικό πρωτάθλημα. Στην ΑΕΚ, πέραν των 4 πρωταθλημάτων σε 6 χρόνια και της πρώτης (αλλά και της δεύτερης και της τρίτης) εισόδου στο Τσάμπιονς Λίγκ, έχει ως εύσημο την χρονιά που δεν πήρε τον τίτλο! Η «Ένωση» του 1995-1996 έβγαζε φωτιές. Ακούμπησε την αγωνιστική τελειότητα για ελληνικό επίπεδο! Στη συνέχεια, το πολυσυζητημένο πέρασμά του από τον Ολυμπιακό, έβαλε τις βάσεις για την κυριαρχία, μέχρι και τις ημέρες μας, των «ερυθρολεύκων». Η ομάδα του 1998-99 έκανε κάτι μυθικό: ντάμπλ με παρουσία στην οκτάδα του Τσαμπιονς Λίγκ. Η επιστροφή του πέρυσι συνδύασε την καλύτερη ευρωπαϊκή σεζόν από το ΄99 και μετά με ένα ακόμα ντάμπλ. Να θυμίσουμε τέλος πως στον ΠΑΟΚ κατάφερε να δώσει Κύπελλο ύστερα από 16 χρόνια ξηρασίας.»

Σε συνέντευξή του την περασμένη Παρασκευή στον Supersport FM, ο Ντούσαν Μπάγεβιτς δάκρυσε, ανακοινώνοντας την απόφασή του να φύγει από την Ελλάδα. Και έγραψε ο Σωτηρακόπουλος:

«Ο Μπάγεβιτς μέχρι τώρα κέρδισε φίλους με τους τίτλους, έκανε εχθρούς με τις αποφάσεις του, ήταν το επιτυχημένο πρότυπο γι’ αυτόν που ξεκινά την καριέρα του. Αλλά αυτός ο Μπαγεβιτς, που βούρκωσε και τα λόγια του πνίγονταν στον ωκεανό των συναισθημάτων, ομολογώ πως υπήρξε ο μεγαλύτερος νικητής σε αυτά τα 26 χρόνια που τον ξέρω από κοντά. Η ανθρώπινη πλευρά του Ντουσκο, και όχι η ατσαλάκωτη και politically correct, έβαλε χθες το πιο ωραίο γκολ της ζωής του.»

Έτσι λοιπόν, όταν περάσουν τα χρόνια και σβήσουν τα ανόητα ανθρώπινα πάθη, η Ιστορία θα γράφει για αυτόν ό,τι δεν θα γράψει ποτέ για εκείνους που τον έδιωξαν και επίσης για εκείνους, τους σύγχρονους, που δεν έχουν προσφέρει στο ποδόσφαιρο, και ειδικά στην ΑΕΚ, ούτε το απειροελάχιστο σε σχέση με αυτόν.

Οι πολλοί, αληθινοί οπαδοί της ΑΕΚ, και του ελληνικού ποδοσφαίρου, θα τον περιμένουμε πάντοτε με ανοικτές αγκάλες.

Sunday, May 21, 2006

Η κλίκα της Ελλάδος...

Παρασκευή βράδυ, λίγο μετά τις 11. Ανεβαίνω την Κηφισίας και πλησιάζω το φανάρι της Neoset, κοντά στο Ζηρίνειο, στη Κηφισιά. Είναι αναμμένο το πράσινο, και τα αυτοκίνητα κινούνται με κανονική ταχύτητα. Ξαφνικά από δεξιά, ξεπροβάλλει ένα αστυνομικός με μοτοσικλέτα, όπου αναβοσβήνει το γαλάζιο «γλομπάκι» της. Ο αστυνομικός κόβει τα αυτοκίνητα που κινούνται κανονικά στην Κηφισίας, μολονότι το φανάρι είναι ακόμα πράσινο, και δίνει έτσι την δυνατότητα σε έναν κύριο με Μερσεντές, καθώς και την συνοδεία του, να περάσουν ανενόχλητοι χωρίς καν να λιγοστέψουν ταχύτητα. Εύκολα, πολλοί από εμάς αναγνωρίσαμε το πρόσωπο γνωστού επιχειρηματία – από αυτούς που σε σημείωμα προηγούμενου blog μου χαρακτήρισα «κλίκα της Ελλάδος» - να οδηγεί ο ίδιος το αυτοκίνητό του. Προφανώς, η δικαιολογία είναι ότι όλα αυτά γίνονται για την ασφάλειά του. Από την άλλη όμως, υπάρχουν ασφαλώς και τρόποι για να αποφεύγει κάποιος να γίνεται μισητός από τον απλό κόσμο, που δύσκολα πιστεύει τη θεωρία ότι κινδυνεύει ένας «στόχος» εάν είναι σταματημένος σε φανάρι, αλλά δεν κινδυνεύει εάν κινείται.
Ο κοσμάκης ξέρει όμως μιαν άλλη θεωρία, που είναι σχεδόν αλάνθαστη, και την εκφράζει με τον λαϊκό και παραδοσιακό τρόπο που μόνο εκείνος ξέρει: ότι ο ουρανός ο καθαρός, αστραπές δεν φοβάται. Και άρα δεν έχει και ανάγκη, Παρασκευή βράδυ, να του ανοίγουν το δρόμο οι αστυνομικοί.

Thursday, May 18, 2006

"Ολυμπιακή": Υπάρχει λόγος να υπάρχει;

Άκουσα πριν λίγο τον Χρηστο Σωτηρακόπουλο να δίνει μια τηλεφωνική ανταπόκριση στο SuperSport FM, από το Παρίσι για το χθεσινό παιχνίδι Μπαρτσελόνα-Αρσεναλ στο οποίο, δυστυχώς για μένα, κέρδισαν οι Ισπανοί. Ηταν έξαλλος ο Χρηστος. Όχι για τα σφυρίγματα του διαιτητή, αλλά για μία ακόμα «απίστευτη ταλαιπωρία» στον οποίο τον υπέβαλε η «Ολυμπιακή». Πρωτοτυπώντας παγκοσμίως, ο λεγόμενος «εθνικός μας αερομεταφορέας» έχει δύο πτήσεις επιστροφής από το Παρίσι, η μία στις 12 και η άλλη στη 1. Ο Χρηστος είχε εισιτήριο για την πρώτη, αλλά επειδή εκείνη δεν γέμισε, τους είπαν λέει ότι θα μπουν όλοι στη δεύτερη πτήση. Ναι, αλλά δεν χωρούσαν όλοι όμως σ’ αυτήν, και έτσι κάποιοι έμειναν απέξω – ανάμεσά τους και αυτός. Ο Αλέξης ο Σπυρόπουλος, πιο προνοητικός, και ίσως … λιγότερο πατριώτης, προτίμησε την Air France και έφυγε στην ώρα του. Δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης της Ολυμπιακής πια», έκλεισε την ανταπόκρισή του ο Σωτηρακόπουλος ο οποίος, μάλλον εντός των ημερών θα πρέπει να αναμένει συντονισμένη επίθεση (κάτι σαν Ετο-Ροναλντίνιο-Λάρσεν, άς πούμε), από τους συνδικάλιστάδες του … εθνικού μας αερομεταφορέα.

Thursday, May 11, 2006

Μονόλογος για τ' ΑΕΚάκι μου!

Νομίζω πως πέρασα πια την ηλικία του οπαδικού φανατισμού.
Την βίωσα στην καλύτερη δυνατή μορφή της – με χαρά ανείπωτη στις νίκες, με κλάμα και νεύρα απερίγραπτα στις ήττες. Ως εκεί, όμως.

Ποτέ δεν ταύτισα τις επιτυχίες της ομάδας μου με την ψευδαίσθηση ότι μέσω αυτών καταξιωνόμουν κάπως κι εγώ.

Ποτέ δεν αισθάνθηκα αποτυχημένος ό ίδιος επειδή το «ΑΕΚάκι» μου, όπως τρυφερά ακόμα το αποκαλώ, έτρωγε μια ξεγυριστή πεντάρα, ας πούμε, από αντίπαλο μισητόν.

Δεν έπαψε ποτέ όμως να με ενθουσιάζει αυτό το άθλημα, και να με εκτοξεύει στην κορυφή του κόσμου με τις ανεπανάληπτες συγκινήσεις που ακόμα μου χαρίζει.

Ένα γκολ-ποίημα. Μια ιαχή σαν ηχηρό βούισμα ενός τεράστιου κύματος τη στιγμή που κτίζεται μια φάση. Μια μακρινή μπαλιά του Τσιάρτα, πιο αξιόπιστη από παράδοση πακέτου της DHL σε παραλήπτη στην άλλη άκρη της γης τη στιγμή που πρέπει. Το γκρέμισμα όλου σου του εαυτού όταν δέχεται η ομάδα σου τέρμα. Το πείραγμα στην εξέδρα. Το σύνθημα και το τραγούδι. Ο θαυμασμός και η αποδοκιμασία. Ο θυμός τη μια στιγμή, και την άλλη η ανείπωτη χαρά.

Έχω ανάγκη να τα πω αυτά σήμερα, για να εξηγήσω σε όσους με ακούν τον τελευταίο καιρό να επιδίδομαι σε αθλητικό κουβεντολόι καφενειακού τύπου, να φανατίζομαι με το μέτριο ΑΕΚάκι μου, να εύχομαι την παραίτηση του Σάντος και να πανηγυρίζω για την ευόδωσή της, ότι εκείνο που βασικά θέλω να εκφράσω είναι η λαχτάρα μου, αυτή τουλάχιστον η ομάδα, να κάνει την μεγάλη ρήξη με το σάπιο κατεστημένο (κυρίως εκείνου που ελλοχεύει εντός της) και να αποδείξει ότι υπάρχει και ποδοσφαιρικός πολιτισμός.

Δηλαδή, ότι υπάρχει εξέδρα χωρίς χυδαία συνθήματα, χωρίς καθοδήγηση από καμιά Ορίτζιναλ και κανέναν Πειρατή, χωρίς αρρωστημένες εξαρτήσεις από πάθη για πατρίδες που χάθηκαν η θρησκείες που καθοδηγούν τάχα την φτωχή ποδοσφαιρική μας ύπαρξη.

Δεν γουστάρω μια ομάδα που κυνήγησε να ανοίξει ένα απαράδεκτο νομικό παράθυρο, εκείνο του Αρθρου 44, ώστε να της χαριστούν τα χρέη της. Ούτε μια ομάδα που καθοδηγείται από υπερόπτες και αλαζόνες ανθρώπους, χωρίς κανέναν σεβασμό σε «ιερά τέρατα» του παρελθόντος, και με τέτοια έπαρση που να θυμίζει ηγεμόνες στα χειρότερά τους.

Δεν γουστάρω να παραμυθιαζόμαστε ότι έγινε χθες ένας υποδειγματικός τελικός του Κυπέλλου Ελλάδος, επειδή δεν τάκαναν γης μαδιάμ οι φίλαθλοι. Με τόση αστυνόμευση; Σιγά την μαγκιά!

Αλλά, προσέξατε μήπως, τους αναπτήρες και τα κέρματα που έπεφταν βροχή όποτε ένας παίκτης εκτελούσε κόρνερ; Ακούσατε πάλι τους αλαλαγμούς των βαρβάρων εναντίον του Πειραιά και της Τουρκίας – σημεία αναφοράς του Ολυμπιακού και της εκ Κωνσταντινουπόλεως ΑΕΚ; Είδατε μήπως, πόσα τμήματα της εξέδρας έμεινα κενά για να μην πλησιάσει ο ένας εχθρός τον άλλον; Παρατηρήσατε τις συστοιχίες των ΜΑΤ στο αεροδρόμιο «Νίκος Καζαντζάκης», που κατηύθυναν τους μεν στη μία πτέρυγα του αερολιμένα και τους δε στην άλλη;

Είναι τόσο παράλογο, στ’ αλήθεια, να ελπίζει κάποιος ότι θάρθει μέρα, και σε τούτον τον τόπο, που οπαδοί αντιπάλων ομάδων θα έχουν μέσα τους την στοιχειώδη εκείνη Παιδεία που θα τους επιτρέψει να συνταξιδέψουν με τα ίδια πλοία και αεροπλάνα;

Αυτό που ζητώ από το ποδόσφαιρο, το ζητώ και από άλλες εκδηλώσεις της καθημερινής μας ζωής – γι’ αυτό και η κουβέντα που κάνω σήμερα δεν είναι μόνο ποδοσφαιρική.

Ελπίζω, φερ ειπείν, νάρθει η μέρα που και στους δρόμους της πόλης καθώς οδηγάμε, ο διπλανός, ο μπροστινός ή ο από πίσω δεν θα είναι θανάσιμος εχθρός μας, αλλά ένας συμπολίτης που, όπως ο κάθε ένας, θέλει απλώς να πάει στη δουλειά του η να γυρίσει στο σπίτι του ήρεμος και ευχαριστημένος.

Η ΑΕΚ, το ΑΕΚάκι μου όπως επιμένω να το λέω, προς μεγάλη οργή εκείνων των ομοιδεατών μου που το θεωρούν υποτιμητικό και προσβλητικό, είχε πάντοτε μια ξεχωριστή ποιότητα σαν ομάδα. Έτσι πιστεύω, χωρίς να θέλω να αδικήσω άλλες. Δεν ήμασταν ποτέ μας του κατεστημένου, έβλεπες πάντοτε οπαδούς όλων των ηλικιών, άνδρες, γυναικες, παιδιά, ηλικιωμένους, πλούσιους, φτωχούς, στην εξέδρα, χαιρόμασταν καλό ποδόσφαιρο κι ας μην ήμασταν πάντα πρώτοι, κουβαλούσαμε κάτι μέσα μας όμως από καρτερία, και ευγένεια, και αλληλεγγύη, και σεβασμό.

Ακόμα κι όταν μας «κυβερνούσαν» αγύρτες, υπήρχε πάντα στις εξέδρες της Νέας Φιλαδέλφειας μια εκκωφαντική σιωπή, πολύ πιο αποτελεσματική απ’ όποια άλλη διαμαρτυρία, απ’ όποια δυναμική η όχι κινητοποίηση. Από μόνη της, θαρρείς, αυτή η ομάδα απέβαλλε τους παρείσακτους και τους ανέντιμους, παρόλη τη γλύκα και ανοχή που είχε για να τους προσελκύει.

Για να καθαρίσει το σώμα και η ψυχή σου, πρέπει να νηστέψεις. Ακόμα και να δεχτείς την ταπείνωσή σου. Η ΑΕΚ, για να αναφερθώ μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά οι αναφορές και αλλού είναι αυτονόητες, νοσεί βαθιά.

Κανένας Ντέμης, καμιά συστράτευση ευκαιριακών ηθικολόγων, ιδεολόγων της πεντάρας η και γιάπηδων με IQ μαζορετας, δεν μπορούν να κρύψουν την βαθύτατη έλλειψη παιδείας που υπάρχει, και να εμφανίσουν στην θέση της κάτι εντυπωσιακό ίσως (λόγια ωραία, ας πουμε, για πάταξη του χουλιγκανισμού , ή υποσχέσεις για μη παρέκκλιση από το μπάτζετ – λές και αυτό είναι το πρόβλημά μας, το μπάτζετ!), αλλά συνάμα τόσο κούφιο και επίπλαστο.

Μετά από το μεγάλο πλιάτσικο από τους διάφορους που κυβέρνησαν την ομάδα (η και την χώρα, εάν θέλετε να το γενικεύσουμε κάπως!), η μόνη σωστή λύση ήταν να ντύσεις την γύμνιά σου με φτηνά αλλά καινούργια, αξιοπρεπή και καθαρά ρούχα, και όχι μπαλώνοντας συνολάκια που ανακαλύπτεις σε τιμές ευκαιρίας. Αυτή η εμμονή στα συνολάκια, πόσο μου την δίνει αλήθεια!

Επρεπε να πάει στην Γ’ κατηγορία η ομάδα (ίσως και η Ελλάδα), και από εκεί, ξεκινώντας εκ του μηδενός, αλλά χωρίς σκιές πια, να χαράξει την καινούργια της πορεία και να ανέβει. Όχι με παραποιημένα λογιστικά στοιχεία, ψεύτικους ισολογισμούς ή και με ημίμετρα και αθώες πονηριές του τύπου «δεν πάμε για πρωτάθλημα, αλλά άμα μας κάτσει δεν θα πούμε όχι». Γιατί δεν μπορείς να πάς για πρωτάθλημα όταν είσαι τόσο άρρωστος.

Δεν μπορείς ως χώρα να πρωταγωνιστήσεις, μόνο επειδή τυπικά ανήκεις ας πούμε, σε κάποια Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά χωρίς ουσιαστικά κότσια, χωρίς Παιδεία (δεν θα κουραστώ να την γράφω με κεφαλαία) και, βεβαίως, χωρίς το ήθος που απαιτεί κάθε μεγάλη προσπάθεια.

Πείτε μου, γύρω μας, όπως κυκλοφορούμε, εκεί που σπουδάζουμε, η δουλεύουμε, η διασκεδάζουμε, η αθλούμαστε, που έχετε αισθανθεί, στ’ αλήθεια, να υπάρχει αυτό το ήθος, που προσπαθώ κάπως ποδοσφαιρικά, ίσως και άγαρμπα να εκφράσω σ’ αυτόν τον μακρύ μονόλογό μου σήμερα;

Όταν οι ομοιδεάτες μου ΑΕΚτζήδες έδιωχναν πρόπερσι τον Μπάγεβιτς με τον πιο χυδαίο τρόπο που έχουν συμπεριφερθεί ποτέ φίλαθλοι σε άνθρωπο, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Υπενθυμίζω ότι εν χορώ, όλη η εξέδρα της Ορίτζιναλ, υπό την προκλητική ανοχή παικτών, παραγόντων και πολλών άλλων, φώναζαν στον Μπάγεβιτς ότι εφ’ όσον εκείνος δεν μπορεί να κάνει παιδιά στην γυναίκα του, προσφέρονταν ετούτοι (οι αχρείοι επιβήτορες!) να καταστήσουν την γυναίκα του έγκυο!

Όταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, όλο σχεδόν το Ολυμπιακό Στάδιο αποδοκίμαζε λίγο πριν την εκκίνηση του αγωνίσματος των 200 μέτρων μετ’ εμποδίων, τους Αμερικανούς αθλητές, με άγρια σφυρίγματα και γιουχαιτά, θεωρώντας τους εκείνους υπεύθυνους που ο δικός μας Κεντέρης δεν συμμετείχε σ’ αυτό, για τους γνωστούς λόγους, και πάλι χαμήλωσα το κεφάλι από ντροπή και είπα στον εαυτό μου δεν θέλω να ανήκω εδώ, σ’ αυτήν την συγκεκριμένη εξέδρα.

Όταν λοιπόν, όλες αυτές τις μέρες με ακούγατε να εκφράζομαι στο ραδιόφωνο περισσότερο οπαδικά απ’ ότι ήθελα, αυτά ήθελα να πω, αλλά ξεσπούσα επάνω στον Σάντος, που ποτέ δεν μας πρόσφερε, έστω και με παίκτες όχι πρώτης γραμμής, έστω ολίγων λεπτών θέαμα, η και στην πάγια συνήθεια του επιβλητικού Κόκκαλη να αντικαθιστά το αγαθό κίνητρο ενός αγώνα με έναν ογκώδη φάκελο με πριμ προς τους αναμένοντές τον, πεινασμένους παίκτες του.

Ζητώ συγγνώμη, λοιπόν, αν εμφανίστηκα τόσο αλαφροίσκιωτος, ώστε να πιστεύω πως το ΑΕΚάκι μου (αλλά και η Ελλαδίτσα μου επίσης) δικαιούνται και μπορούν να έχουν κάτι πολύ καλύτερο από αυτό που έχουν τώρα. Αλλά, δεν μπορώ και να εμφανίζομαι ως άλλος από αυτόν που είμαι. Οπότε, θα συνεχίσω να ονειρεύομαι…

Thursday, May 04, 2006

"Ειστε Ελληνας, κυριε;"

Σημερα το πρωί, αμέσως μετα την εκπομπή μου στον "Διεση", με πήρε τηλέφωνο μια κυρία που δηλωσε εκπαιδευτικός. Μου ευχήθηκε "Χριστός Ανέστη", της απάντησα "Αληθώς", και αμέσως μετα μου εξήγησε τον λόγο του τηλεφωνήματός της.

"Ειμαστε μια ομάδα εκπαιδευτικών, που σε ακούμε τακτικά και μας έχει προβληματίσει πολύ ο μεγαλοϊδεατισμός σας. Αναφέρεστε στην Ελλάδα απαξιωτικώς, και γι' αυτό θέλουμε να μάθουμε τι είστε."

"Τι εννοείτε, τι είμαι;", την ρώτησα, πολύ έκπληκτος.

"Είστε Ελληνας, κυριε;", συνέχισε ακάθεκτη.

"Βεβαίως".

"Γέννημα και θρέμμα;"

"..."

"Μήπως γεννηθήκατε στο εξωτερικό;"

"Ναι, αλλά τι σημασία έχει αυτό; Ειμαι λιγότερο Ελληνας;"

"Ειστε καθόλου Ελληνας, αγαπητέ!"

"Γιατί; Επειδή γεννηθηκα και μεγάλωσα εκτός Ελλάδος;

"Μήπως ειστε Εβραίος;"

"Αυτό, πως σας ηρθε τωρα;", ρώτησα, αρχίζοντας κιόλας να χάνω την υπομονή μου με την φασιστικού τυπου ανάκριση της εν λόγω μεσόκοπης κυρίας.

"Σάς άκουσα σημερα στην εκπομπή σας που κάνατε εβραική προπαγάνδα!", πέταξε, οπωσδήποτε απερίσκεπτα, και έκλεισε μετά βιαστικά το τηλέφωνο.

Εμεινα εκεί, άναυδος, με το ακουστικό στο χέρι. Ο φίλος μου ο Θεόφιλος, στον οποίο εξήγησα τά όσα μόλις έγιναν, μου ειπε ότι δέν πρέπει να δίνω σημασία σε τρελλούς. Εγω, όμως, έδωσα. Καί μέχ΄ρι αυτήν την στιγμή που γράφω, προσπαθώ να καταλάβω αυτό το φοβερό τηλεφώνημα.

Η κυρία, με είπε φιλοεβραίο (θεωρώντας ότι με έβριζε έτσι, αλλά εγω δεν θεωρώ προσβλητικό να είναι κάποιος φιλο-οτιδήποτε, όσον αφορά εθνικότητα, γιατί δεν μπορεί να συγκινούμαστε όταν άλλοι είναι φιλέλληνες και να βρίζουμε εκείνους που ειναι φιλοαμερικάνοι, άς πουμε, φιλοβρετανοί, φιλοιρακινοί, η φιλο-οτιδήποτε), με είπε φιλοεβραίο, λοιπόν, επειδή διάβασα ένα απόσπασμα από βιβλίο του Εντγκαρ Μορέν για τον θάνατο. Ο Εντγκαρ Μορέν, όπως επισήμανα μετά, είναι γελλικής καταγωγης Εβράιος, που έζησε μάλιστα και στη Θεσσαλονίκη.

Δεν θα προσπαθήσω να μπώ στην πολιτική σκέψη της (ο Θεός να την κάνει) εκπαιδευτικού ακροάτριας. Θα σταθώ όμως στο γεγονός ότι είναι ακροάτριά μου - αυτό με ανησυχεί και με προβληματίζει. Γιατί, άν παρακολουθει συχνά τις εκπομπές, θά έχει καταλάβει, πολύ απλά, ότι δέν την παίρνει. Ετούτο, δεν το λέω τσαμπουκαλίστικα, το λέω "εκ των πραγμάτων" Διότι, το συγκεκεριμένο μαγαζί, η εκπομπή, για να μιλήσουμε με όρους αγοραίους, δεν πουλάει το προιόν που θέλει η κυρία. Γιατί μπαινει λοιπόν στο μαγαζί; Και κυρίως, γιατί απαιτεί από αυτό να της πουλήσει ριζόγαλο, όταν το μαγαζί πουλάει μόνο ξηρούς καρπους;

Η πατροδο-υστερία ανέκαθεν μου ηταν απεχθής. Οπως κάθε είδος υστερίας. Αυτή όμως, επειδή ακριβώς κρύβεται πίσω από ιδανικά, γινεται εξαιρετικά επικίνδυνη.

Η εν λόγω κυρία -Παναγία μου, κάνε νάταν ψέμμα αυτό που μουπε ότι είναι καθηγήτρια (ποιά άτυχα παιδιά γευονται την αρρωστημένη της εθνικοφροσύνη!) - είναι, θα πρέπει να σας πω, σύνηθες είδος στα μεσα ενημέρωσης. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που γράφουν συνεχώς στις εφημερίδες η τηλεφωνούν στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις για νά πουν αυτό που εκείνοι θέλουν να διαβάσουν, να ακούσουν η να παρακολουθήσουν.

Η φωνή τους, ακόμα κι όταν είναι γραπτή, έχει έντονο τον ήχο της κακίας.

Αυτή που τηλεφωνησε σημερα, ηταν κακιά. Ούρλιαζε ότι πρέπει να φύγουμε "όλοι εσείς οι μη γνησιοι Ελληνες", από την Ελλάδα, και να αφήσουμε την χωρα μας σε ανθρωπους σαν και αυτήν.

Το σκέφτομαι. Στραπατσαρίστηκα πολύ σημερα...

Tuesday, May 02, 2006

Περί εμπνεύσεως μονόλογος...


Ο μόνιμος τρόμος του καλού μου ποιητή φίλου, είναι μη του λείψει ποτέ η έμπνευση. Όταν θα φτάσουμε, λέει, στο σημείο η κάθε μέρα να μας φαίνεται ίδια, να μην μπορούμε ούτε στιγμή να δραπετεύσουμε από την απελπιστική ομοιογένεια προσώπων και πραγμάτων, τότε, ναι, όλα θάχουν τελειώσει.
Φοβούμαι πως υπάρχουν ύπουλοι μηχανισμοί στη ζωή, που δουλειά τους είναι ακριβώς αυτό το πράγμα: να ισοπεδώνουν τα πάντα. Όλα να μοιάζουν ίδια – τα τοπία, οι άνθρωποι, τα πρόσωπά τους, ανέκφραστα πλέον με τα φάρμακα που τους σκοτώνουν τα φυσιολογικά γονίδια της ωρίμανσης, τα ρούχα που φορούν, φέτος αυτό το χρώμα, του χρόνου άλλο, ό,τι προστάξει η βιομηχανία της μόδας, με την ίδια μουσική υπόκρουση πάντα, προσέξτε,…, υπόκρουση, όχι άκουσμα, λιγόστεψαν, δυστυχώς, τα τραγούδια αυτά, η μήπως υπάρχουν και δεν τα ξέρουμε;
Δεν ξέρω. Γυρεύω δύναμη να ξεγλιστράω απ’ αυτές τις ύπουλες παγίδες, να κλείνω τα μάτια μου σε θεάματα τυποποιημένα, είτε αυτά έχουν να κάνουν με μια παράσταση στο θέατρο, η ακόμα και μ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, σαν το εντελώς ξενέρωτο, ας πούμε, σύστημα που εφαρμόζει στην ομάδα μου, την ΑΕΚ, ο υπερτιμημένος Σάντος.
Όχι!, φωνάζει τότε ο γνωστός, εντός μου προβοκάτορας, και παίρνοντας το αγγλοσαξονικό του ύφος το περισπούδαστο, μου πετάει ένα consistency, my friend, consistency, και φεύγει γρήγορα, πάντα βιαστικός. Συνέπεια, λοιπόν, ωραία, …, αλλά σε τι? Στο ίδιο πράγμα? Το αενάως επαναλαμβανόμενο? Να το δεχτώ, όταν πρόκειται ας πούμε για τα φώτα της τροχαίας, που έτσι πρέπει, μονότονα, να αναβοσβήνουν – αλλά για τις απλές λειτουργίες της καθημερινής μας ζωής, πως? Πως να αποδεχτώ αδιαμαρτύρητα ακόμα και τον τυποποιημένο πια τρόπο με τον οποίο εκτελούν συνταγές εκείνοι που μας τις παρουσιάζουν στη τηλεόραση, με εξαίρεση μοναδική τον Ηλία Μαμαλάκη;
Τώρα, …, από πού ξεκίνησα πάλι, και κατέληξα εδώ? Α, ναι. Από τον φόβο του φίλου μου του ποιητή, μη λείψουν ξαφνικά τα πράγματα που μπορούν να προκαλέσουν έμπνευση σε όποιον άνθρωπο έχει ευγενική, και όχι τσιγγούνικη και τυποποιημένη ψυχή. Και σκέφτομαι με τι θα μπορούσα να τον παρηγορήσω, …, με ιστορίες ίσως ανθρώπων που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα, ίσως μια βόλτα να τον πάω σε μέρος καθημερινό που μπορεί όμως να μην το έχουμε προσέξει καλά, να του προσφέρω, λες, ένα γλυκό κουταλιού, τίγκα στη ζάχαρη και χωρίς διαφωτιστικές ταμπελίτσες για τις θερμίδες του, μια πρόσκληση ίσως ναρθει το βράδυ στο σπίτι να παίξουμε τάβλι η σκράμπλ, να μιλήσουμε λίγο, λέω, δηλαδή να με ακούσει και να τον ακούσω, και μετά, ας βάλουμε και λίγες μουσικές που δεν συνηθίζονται…