Friday, November 17, 2006

Εμείς οι εκκρεμείς...


ΕΚΕΙΝΟΣ: «Μου ήταν αδύνατον να πω στη Σοφία ότι δεν ήταν εντάξει. Έπρεπε, πάση θυσία, να δικαιολογήσω μέσα μου την απόφαση να με χωρίσει. Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου να της φανερώσω τον θυμό και την πίκρα που έκρυβα μέσα μου. Στα χρόνια της ασυμμάζευτης πολιτικής μου περιπλάνησης, ήταν αδιανόητο εγώ, ένας στρατιώτης της «ευρωπαϊκής Αριστεράς» (ωραία, αλήθεια, που ακουγόταν), να κάνω οτιδήποτε «μη πρέπον», πόσο μάλλον απέναντι σε γυναίκα. Και γι’ αυτό, άλλωστε, το πράγμα, ξεχωρίζαμε από τους υπόλοιπους: δηλαδή, την πλήρη υποταγή μας σ’ αυτό που δεν αισθανόμασταν!»

ΕΚΕΙΝΗ: «Κι εγώ, ήταν αδύνατον να κλάψω, για τον Δημήτρη. Ήθελα χίλιες φορές να εκδηλωθώ, αλλά το φεμινιστικό κίνημα της εποχής, σημαία και της Ανανεωτικής Αριστεράς, απαγόρευε τη δημόσια παράδοση της γυναίκας σε «υποτακτικά συναισθήματα», ένα από τα οποία ήταν και να κλαις για έναν άνδρα. Μου ήταν ευκολότερο να σε λέω «μαλάκα», παρά να σου φανερώνω τις αδυναμίες μου, που απαγορευόταν να έχω. Διαβάζαμε την Κατερίνα Γώγου, και αποστηθίζαμε κάθε «υπέροχη αυθάδειά της». «Σ’ αγαπώ», λέγαμε μόνο σε στιγμές απόλυτης σιγουριάς ότι δεν υπήρχε περίπτωση να εκληφθεί ως αδυναμία η υποταγή. Όταν τον φίλησα πρώτη φορά τον Δημήτρη, η φράση που αυθόρμητα του ψιθύρισα, η μάλλον του φώναξα, τι λέω;, ήταν «σε γουστάρω, ρε πούστη μου». Άκου «πούστη μου» τον άνδρα που λαχταρούσα να με κάνει γυναικα; Κι’ όμως, έτσι θεωρούσα πως έπρεπε…»

ΕΚΕΙΝΟΣ: «Δίκιο έχεις! Ρουφούσαμε τη γνώση αχόρταγα, και ξεχάσαμε να γνωρίσουμε πρώτα τον ίδιο μας τον εαυτό. Απ’ έξω κι’ ανακατωτά μάθαμε όλη την κουλτούρα γύρω από την ερωτική απελευθέρωση – Χριστέ μου, πόσες ταινίες ακαταλαβίστικες στην «Όπερα» και στην «Έλλη» - και τι ωραία που ξέραμε πώς να την περιγράφουμε, όχι όμως και να την ζούμε. Η, πολλές φορές, ζούσαμε και με ψευδαισθήσεις. Αποστηθίζαμε το «Αλμπατρος», και νομίζαμε πως το έγραψε για μας ο Μποντλέρ, επειδή σε κάποιον στίχο μιλάει για «τους Ρηγάδες τα’ ουρανού»! Ανακαλύψαμε τον πόνο, όταν έσβηναν τα φώτα, και είχαν φύγει όλοι μας οι σύντροφοι για καμιά ξεπέτα σε γκαρσονιέρες, ουζάδικα, μπαράκια η μπουάτ, στο κέντρο της πόλης. Ο πόνος, ήταν μεγάλη υπόθεση για τα δικά μας τα δεδομένα. Εμείς, είχαμε στόχο να πιάσουμε το μικρότερο δυνατόν ποσοστό και να μπούμε στη Βουλή. Στο τσακ, πάντα, και εάν… Βεβαίως και είχαμε όνειρα. Τον κόσμο θέλαμε να αλλάξουμε – όχι αναγκαστικά και τον εαυτό μας. Πιστεύαμε στην δικαιοσύνη – αλλά το εις βάρος μας άδικο το καταπίναμε από κομψότητα. «Μόκο, μη λες κουβέντα. Κράτα κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα».

ΕΚΕΙΝΗ: «Κι όμως, ρε συ, πιστεύαμε πως ήμασταν ευλογημένοι κάπως, έτσι δεν είναι; Διαλλακτικοί. Διαλεκτικοί. Κάτι σαν επιούσια νεολαία. Όχι τόσο γιατί το αξίζαμε, όσο γιατί οι άλλοι πράγματι ήταν «αλλού γι’ αλλού» - υποταγμένοι στο δόγμα και την εξουσία, αλαζόνες σαν τους ηγέτες και τα συστήματα που προσκυνούσαν, μονόχνοτοι και μπουνταλάδες, ακόμα και στις ερωτικές τους περιπτύξεις, αλλά τουλάχιστον αυτοί πηδούσαν σαν νορμάλ άνθρωποι, ρε σύντροφε, όχι σαν ιντελεκτουέλ ακροβάτες σε παράσταση σου Cirque de Soleil!»

ΕΚΕΙΝΟΣ: «Ωραία. Εμάς δεν μας τράβηξε ποτέ το κόμμα από το μανίκι. Ούτε μας στρατολόγησε στον μέγα αγώνα της Αλλαγής. Να, όμως, που όλοι κάπου χωθήκαμε τελικά. Πες μου πόστο σημαντικό, και θα σου πω αμέσως ποιος δικός μας τσουκου-τσούκου βρέθηκε εκεί. Και πάλι, όμως, θαρρώ πως μας ενώνει κάτι διαφορετικό από όλους τους άλλους, κάτι ίσως μοναδικό στα χρονικά μιας πολιτικής παράταξης που πρώτη ανέβασε τη σημαία της πρωτοπορίας: η αθρόα κατάληξη των περισσότερων από εμάς σε ψυχιάτρους. Να γυρεύουμε, γιατί εσύ δεν έκλαψες ποτέ που σε παράτησε ο Δημήτρης, και γιατί εγώ δεν έδειξα ποτέ στη Σοφία τον θυμό μου.»

Monday, November 13, 2006

Ολη η πολιτική, γυρω από το χρημα


Είναι παράξενο – όχι ανεξήγητο. Είναι δυσάρεστο. Και με προβληματίζει. Απ’ όπου κι αν κοιτάξεις την πολιτική σήμερα – κι ας επικεντρωθώ (για να μην πελαγοδρομήσουμε) στην δική μας, μικρή χώρα – τα πάντα, η σχεδόν τα πάντα, μοιάζουν να περιστρέφονται γύρω από το χρήμα.
Θυμηθείτε ένα δελτίο ειδήσεων που παρακολουθήσατε, η καταγράψτε μερικά από τα θέματα που κυριαρχούν στις βασικές σελίδες της πολιτικής επικαιρότητας των εφημερίδων.
«Χιλιάδες συμβασιούχοι στο έλεος της κυβέρνησης». «Οι κτηνοτρόφοι στη Καρδίτσα έχυσαν το γάλα τους στους δρόμους της πόλης, αξιώνοντας 90 λεπτά το λίτρο από 85 που παίρνουν σήμερα». «Το κατώτατο μισθό του πρωτοδιοριζόμενου δασκάλου ζητούν από την κυβέρνηση οι δάσκαλοι». «Σάλος για την απόφαση των μισθοδικείων να εγκρίνει αυθαίρετες αυξήσεις των μισθών των δικαστικών». «Ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως προειδοποίησε ότι θα παραιτηθεί εάν δεν δοθεί επίδομα ανθυγιεινής εργασίας στους αστυνομικούς». «Εξαγγελία Αλογοσκούφη για τους συμβασιούχους: μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών στο Δημόσιο για τη νέα χρονιά». «30% η μέση ανατίμηση των φαρμάκων». «Εντός του Νοεμβρίου το πόρισμα της Επιτροπής Ανταγωνισμού για το καρτέλ γάλακτος». «Ανακοίνωση του ΕΦΕΤ για τα γιαούρτια της ΦΑΓΕ». «Στους δρόμους οι εργαζόμενοι του ΟΤΕ για το σχέδιο αποκρατικοποίησης του Οργανισμού».
Όλα αυτά είναι θέματα, όχι των οικονομικών ειδήσεων, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της πολιτικής μας ατζέντας.
Είναι, όμως, μόνο αυτό η πολιτική; Εγω, έμαθα πως όχι. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα, ίσως πιο σημαντικά, χωρίς να υποτιμώνται η και να εξοστρακίζονται ετούτα που μόλις κατέγραψα από την «πολιτική επικαιρότητα των τελευταίων ημερών, η και εβδομάδων.
Πολιτική είναι και ιδέες. Είναι ζωτικά ζητήματα ανθρώπινης ύπαρξης και υπόστασης – προφέρω με τρόμο τις έννοιες που αισθάνομαι ότι περιβάλλονται από κύτταρα άρρωστα σήμερα: Ελευθερία. Δικαιοσύνη. Δημοκρατία. Πολιτισμός.
Βλέπω κιόλας κυνικά πρόσωπα να καγχάζουν! Βλέπω ειδήμονες της αλαζονείας να διαμαρτύρονται πως «αυτά είναι λυμένα ζητήματα, κύριε», και να παραπέμπουν ψυχρά σε έναν κόσμο «που προχωρεί πιά με άλλες ταχύτητες».
Είμαι ο τελευταίος που θα υποστηρίξω πως δεν έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς τα εμπρός. Αλλά ποιος στα αλήθεια μπορεί να υποστηρίξει ότι μια συζήτηση για πραγματική Δικαιοσύνη είναι ξεπερασμένη η και άνευ ουσίας; Ποιος στ’ αλήθεια πιστεύει ότι ΕΧΟΥΜΕ πραγματική Δικαιοσύνη, τέτοια, που να μην χρειάζεται καν να την συζητούμε. Ποιος μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει ότι τα σημαντικά, πράγματι, βήματα που έχουμε κάνει σε τομείς όπως η τεχνολογία, καταργεί την ανάγκη πολιτικής συζήτησης, όχι μόνο για το επίδομα ηλεκτρονικών υπολογιστών που αξιώνει ή «Χ» κοινωνική τάξη, αλλά για τον ρόλο που μπορεί να επιτελέσει η χώρα μας σ’ αυτόν τον τομέα, ΕΑΝ μπορεί να επιτελέσει.
Ποια πολιτική, αλήθεια, παράγουμε στον Πολιτισμό; Υπάρχουν νέες τάσεις στις τέχνες στη χώρα μας; Ποια μορφή έχουν; Ποιοι τις εκπροσωπούν; Τι μας έχουν δώσει, ως προβληματισμό; Εάν υπάρχουν, που τις βρίσκουμε; Μόνο στο «Αθηνόραμα», στο Μέγαρο Μουσικής και στα πληρωμένα ένθετα των τηλεοπτικών καναλιών μεταξύ σίριαλ και διαφημίσεων;
Είναι, άραγε, λυμένο στον τόπο μας το θέμα της ελευθερίας; Κάποτε, θεωρούσαμε ότι ελευθερία είναι να μπορούμε να λέμε ελεύθερα τη γνώμη μας. Επιτεύχθηκε αυτό; και εάν ναι, ποιών η γνώμη ελεύθερα ακούγεται; Όλων; Η μήπως μόνο εκείνων που έχουν πρόσβαση στα Μέσα, η εκείνων που είναι ανώδυνοι; Δηλαδή, ακίνδυνοι.
Είναι ελεύθερος ο πολίτης που ψηφίζει με ένα εκλογικό σύστημα που ενισχύει την ψήφο του υπέρ των ισχυροτέρων; Είναι Δημοκρατία αυτό; Υπάρχει έλλειμμα Δημοκρατίας; Πρέπει να το συζητήσουμε, η να το αφήσουμε να περάσει ντούκου;
Τα ερωτηματικά μου, ατέλειωτα. Ίσως και περισσότερα από τις πολιτικές ειδήσεις του σήμερα, που επιμένουν να … χρηματοποιούν τα πάντα. Στο όνομα, πάντοτε, «των προβλημάτων που απασχολούν τον απλό κοσμάκη». Χωρίς, βεβαίως, να καταλαβαίνουμε ότι, εάν πάρει ο κτηνοτρόφος την τιμή του γάλακτος που θέλει, και ο ταξιτζής το επίδομα που απαιτεί, σε ένα μελλοντικό κράτος απόλυτης απολιτικοποίησης ίσως και να μην μπορέσει κάν να τα απολαύσει!