Friday, April 20, 2007

Για ποιά Ιστορία, ρε γαμώτο;


Το ερώτημα, με διαφορετική χροιά και προσέγγιση, απασχολεί το Πανελλήνιο από τότε που, όλως τυχαίως, όπως συμβαίνουν τα πάντα σ’ αυτόν τον τόπο, ανακαλύφθηκαν «οι απελπιστικά ουδέτερες», όπως τις είπαν μερικοί, αναφορές στο Κυπριακό, στην Μικρασιατική Καταστροφή, στην Έξοδο του Μεσολογγίου, και δεν ξέρω που αλλού, στο επίμαχο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού.
Την απάντηση, πολλά χρόνια από την αποφοίτησή μου από δημόσιο σχολείο της Ελλάδας, την γνωρίζω και την δίδω αυθαιρέτως: την Ιστορία που, κάθε φορά, κάθε ένας από εμάς, επιλέγει να προτάξει ως εκείνη που θεωρεί ότι τον εκπροσωπεί.
Δεν θα μπω στη λεπτομέρεια του εν λόγω βιβλίου. Το έκαναν άπαντες. Ακόμα και εκείνοι που δεν το διάβασαν. Και ιδίως εκείνοι που δεν κατάλαβαν πως και γιατί γράφτηκε έτσι.
Εγώ λέω: «Εντάξει, λοιπόν, να φωτίσουμε πιο πολύ την απελπισμένη έξοδο των Ελλήνων από τη Σμύρνη, να μη σταματήσουμε να υπενθυμίζουμε, στα παιδιά μας, σε όλους, την βαρβαρότητα της συνεχιζόμενης τουρκικής εισβολής στη Κύπρο, και λοιπά, και λοιπά». Fine.
Επειδή, όμως, η Ιστορία, νομίζω, δεν είναι στατικό μέγεθος, ούτε κατ’ επιλογήν θέμα εξετάσεων που αν το απαντήσουμε σωστά πάει να πει ότι το κατέχουμε κιόλας, μήπως θα πρέπει να συμφωνήσουμε κάποτε να τα πούμε όλα;
Να πούμε, δηλαδή, και γιατί και πως φτάσαμε στην τουρκική εισβολή στη Κύπρο;
Να μιλήσουμε κάποτε για την, κατά πολλούς, προκλητική απάθεια του ελληνικού λαού στα σκοτεινά χρόνια της χούντας, όταν κάμποσοι πολιτικοί ηγέτες έκαναν κυριλέ αντίσταση στο Παρίσι, τη Ρώμη και το Λονδίνο, και ένα μεγάλο κομμάτι του λεγόμενου «απλού λαουτζίκου» απολάμβανε την οικοδομική αγυρτεία των αυθαιρέτων και της αντιπαροχής;
Δεν πρέπει κάποτε να μιλήσουμε καθαρά, στα βιβλία της Ιστορίας μας εννοώ, όχι στα μουλωχτά και «σιγά, πατριώτη, μη μας ακούσουν», για το πώς υπογράφτηκαν οι Βάρκιζες, ποιοι και πώς πρόδωσαν αγώνες της Αριστεράς, πόσοι βολεύτηκαν και είναι σήμερα, στ’ αλήθεια, επαναστάτες χωρίς καμία απολύτως αιτία;
Δεν πρέπει να ανοίξουμε κάποτε και μερικά άλλα βιβλία, όπως εκείνα του αείμνηστου του Βασίλη του Ραφαηλίδη, και να διαβάσουμε κάποιες άλλες εκδοχές του ηρωικού αγωνα του ’21; Να μάθουμε ποιοι πρόδωσαν κάποιους αγωνιστές; Πόσο «φτωχός» και «λαικός» ηταν, όντως, ο Μακρυγιάννης; Πόσοι μαχητές ηταν Αρβανίτες, Τσάμηδες; Αυτό που φοβόμαστε να μάθουμε;
Μια απέραντη και διαρκής υποκρισία καλύπτει αυτόν τον τόπο, ιδίως όταν στα στόματα των πολλών παίρνει θέση το δύσκολο και ευαίσθητο κεφάλαιο της Ιστορίας. Δύσκολο, γιατί γκρεμίζει μύθος, αλλά δυναμώνει προσωπικότητες. Αυτό, ο ευάλωτος κι ο βολεμένος, το φοβάται. Δεν το αντέχει. Και ευαίσθητο γιατί, για πολλούς, «προσδιορίζει ταυτότητα». Αίσθημα του ανήκειν.
Σού λέει «άσε με να πιστεύω αυτό που έμαθα, και μη μου τους κύκλους ταραττε».
Κατανοητό, εάν μιλάμε φέρ ειπείν για τη θρησκεία. Εκεί, έχω αχαλίνωτο σεβασμό προς κάθε άνθρωπο που πιστεύει σε μιάν «άλλην», κατ’ αυτόν υπέρτατη δύναμη, που πράγματι τον κάνει καλύτερο, που τον εφωδιάζει με κουράγιο, καλωσύνη, και αγάπη, και αίσθημα ουμανισμού, ευγένεια, ταπεινότητα, και λοιπά.
Η «απορρόφηση», όμως, της «τυφλής Ιστορίας», συγγνώμη, αλλά δεν εγείρει ποτέ τέτοια αισθήματα. Περηφάνεια; Ναι. Ασφάλεια; Ισως. Υπεροχή; Δυστυχως, ναι. Αίσθηση ταυτότητος; βεβαίως, και είναι καλό αυτό. Αλλά….
Η «εθνική μας τύφλωσις», όπως λέει κι ο καθηγητής Παντείου Γιάννης Γιαννουλόπουλος, είναι σκοτάδι – τι άλλο; Είναι άρνηση διαρκής της αλήθειας. Ή, έστω, της αέναης αναζήτησής της.
Ο γιός μου, έμαθε από τα σχολικά βιβλία τι έγινε το καλοκαίρι του 1974 στη Κύπρο. Κατά το ήμισυ. Οι αναφορές στο πραξικόπημα, και στον ρόλο πολιτικών της Ελλάδας και της Κύπρου ηταν μικρότερες και πολύ πιο αστείες από τις αναφορές που ενόχλησαν «το σύμπαν» για την φυγή των Ελλήνων από τη Σμύρνη.
Η μισή αλήθεια που δεν έμαθε στο σχολείο του ο γιός μου, πρέπει να συμπληρωθει, και το μόνο που μπορώ να κάνω, ως γονιός που αρνείται να΄κλείσει οποιοδήποτε βιβλίο (πόσο μάλλον να ζητήσει την καταστροφή του), είναι να τον ενθαρρύνω σε περισσότερο διάβασμα. Να του λέω ότι ‘αν κάποια αρετή, αγόρι μου, κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, αυτή είναι η ακατάπαυστη αναζήτηση απαντήσεων σε ΚΑΘΕ ερώτηση.
Κυρίως σ’ εκείνες που μας ενοχλούν και μας φοβίζουν…

Monday, April 09, 2007

Ευχές


Καλή Ανάσταση, όπως κι αν την εννοεί η την πιστεύει ο καθένας.
Χρόνια πολλά, να συναντιόμαστε εδώ και, κυρίως, να βρισκόμαστε.
Να γράφουμε. Να μοιραζόμαστε. Να διαβάζουμε. Να προτείνουμε.
Ν’ ακούμε.
Ευχαριστώ που μου δίνετε αυτήν την δυνατότητα. Εδώ, στα blogs, πιο πολύ από αλλού.

Υγεία ν’ απολαμβάνουμε. Σ’ ένα περιβάλλον καθαρό. Πολιτισμένο, και με πολιτισμό!
Ευλογία νάναι κάθε μπουκιά φαγητού που θα βάζουμε στο στόμα μας. Το νερό και το κρασί, επίσης.
Και ν’ αλλάζουμε, όσο μπορούμε.

Καλή Ανάσταση.

Friday, April 06, 2007

Τ' αληθινά μαγκάκια, και οι κότες...




Τις μέρες που πρώτο θέμα παντού ήταν ο ποδοσφαιρικός χουλιγκανισμός, με τον θάνατο ενός νέου ανθρώπου σε προκαθορισμένο ραντεβού για σφαγή μεταξύ αγρίων ζώων του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, έτυχε να παρακολουθήσω στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του «Αντένα», έναν από τους συμμετέχοντες σ’ αυτό το κτηνώδες πανηγύρι (έστω, εξ ανάγκης, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε), να κάθεται πολύ άνετα στο παράθυρο, με το κεφάλι του καλυμμένο κατά το ήμισυ με την κουκούλα ενός φούτερ, και τα μάτια του σκεπασμένα από ένα μάγκικο ζευγάρι μαύρων γυαλιών.
Όλη του η εμφάνιση, όλο του το ύφος, απέπνεε μιαν τσαμπουκαλίδικη άνεση, που εμένα με ενόχλησε πάρα πολύ. Η μόνη του έγνοια – και γι’ αυτό δέχτηκε να βγει στο παράθυρο – ήταν να διαβεβαιώσει τους «ερυθρόλευκους» ομοϊδεάτες του, ότι στην αστυνομία που τον ανέκρινε, περιέγραψε μεν τα όσα έγιναν, αλλά δεν «έδωσε» κανέναν από αυτούς. Κατανοητή η ανησυχία του. Και μπράβο του, αν θέλετε, που προστάτευσε τους φίλους του, έστω και αν έχουμε να κάνουμε εδώ με έναν φόνο. Και μάλιστα εκ προμελέτης.
Ο καθένας, σε τέτοιες περιπτώσεις, αναλαμβάνει το βάρος των πράξεών του. Οι τύψεις, που δεν σ’ αφήνουν να κοιμηθείς και σ’ ακολουθούν όλη σου τη ζωή, είναι τιμωρία που όμοιά της δεν υπάρχει άλλη. Ακόμα κι’ αν είσαι ζώο, όπως πολλοί από εκείνους που πλακωθήκανε στη Παιανία.
Το σημερινό κομμάτι το γράφω, όμως, συγκλονισμένος από ένα μικρό σημείωμα που δημοσίευσε στην «Ελευθεροτυπία», λίγες μέρες μετά τα γεγονότα, ένας παλιός μου συνάδελφος αγαπητός – ο Γιώργος ο Καστρινάκης, που πιτσιρικάδες μαζί, φερέλπιδες αθλητικοί συντάκτες, οργώναμε τα γήπεδα της Ελλάδος, και στα ενδιάμεσα ταξίδια μας ανταλλάσσαμε βιβλία, και τρέχαμε να δούμε και καμιά παράσταση της προκοπής. Μια φορά, μάλιστα, καλύπταμε έναν αγώνα της ΑΕΚ με την Κόρινθο, και κανονίσαμε να συνδυάσουμε την δουλειά μας με μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, τις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, στην Επίδαυρο. Θυμάσαι Γιώργο;
Ο Γιώργος – τον βλέπω να χαμογελάει πλατιά – κτυπήθηκε πολύ νέος από την ύπουλη ασθένεια της νεφροπάθειας, και ο ελεύθερος χρόνος του έγινε ακόμα πιο ασφυκτικός. Σχεδόν ανύπαρκτος. Όμως, δεν σταματά με τίποτα. Συνεχίζει να δημοσιογραφεί. Είναι πρόεδρος του πανελλήνιου Συνδέσμου Νεφροπαθών. Είναι αντινομάρχης Αθηνών, και μέλος του εθνικού συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ. Βεβαίως, κάθε τόσο, κάνει και την απαραίτητη του αιμοκάθαρση.
Στο κομμάτι του, λοιπόν, στην «Ελευθεροτυπία», απηύθυνε τρία αγωνιώδη ερωτήματα προς παιδιά, σαν εκείνο που είδα στο παράθυρο του Αντένα, για τα γεγονότα της Παιανίας.
1) ΕΜΕΙΣ οι νεφροπαθείς κάνουμε πεντάωρη αιμοκάθαρση (που συνεπάγεται πόνο, κόπωση και κινδύνους) προκειμένου να εξασφαλίσουμε όλες κι όλες δύο ημέρες ζωής! Και εσείς πετάτε τη ζωή σας στα σκουπίδια;;;2) ΑΝ ψάξετε γύρω σας θα δείτε ανθρώπους που περιμένουν μια φιάλη αίμα που θα τους σώσει τη ζωή, που πάνε στο άλλο άκρο της Γης για να βρουν την υγειά τους, που αναζητούν, μάταια συνήθως, μια ελπιδοφόρα είδηση για κάποιο καινούργιο φάρμακο που θα τους σώσει. Και εσείς δίνετε ραντεβού με το θάνατο;3) ΑΛΛΟΙ ξοδεύουν περιουσίες και μένουν στους πέντε δρόμους επειδή θέλουν να κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα ότι δεν θα σβήσει το καντήλι της ζωής τους ή της ζωής κάποιου αγαπημένου τους προσώπου.ΚΑΙ εσείς πάτε να κάνετε στους άλλους ή να υποστείτε εσείς οι ίδιοι αυτό που δεν θα θέλατε ποτέ να πάθει ένα δικό σας αγαπημένο πρόσωπο;

Δεν θα λάβει, βεβαίως, απάντηση. Γιατί, η πραγματική μαγκιά στη σημερινή μας, άγρια κοινωνία, δεν είναι τα 200, 300, 500 χουλιγκάνια, που καταπίνουν ένα χαπάκι, βάζουν μια σιδηρογροθιά στη τσέπη και φεύγουν μαρσάροντας για να πλακωθούν με άλλους «πειραγμένους» σαν κι αυτούς. Μαγκιά, εκατό χιλιάδων μεγατόνων είναι όλα αυτά τα παιδιά που κάθε μέρα, πάνε σε κάποιο νοσοκομείο, βάζουν το κορμί τους σε μια πρίζα, και βιώνουν αυτό το φοβερό συναίσθημα της αλλαγής του αίματός σου.

Αυτοί οι καθημερινοί ήρωες, αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι, ίσως με λιγότερο δραματικές ιστορίες, που περνάνε κάποιο χοντρό ζόρι στη ζωή της αλλά το παλεύουν, και το παλεύουν με αξιοπρέπεια, δεν πρόκειται ποτέ να βγουν σε παράθυρο τηλεοπτικό, ούτε θα απασχολήσουν εκείνη την κοινή γνώμη που έμαθε πιά να κρέμεται από τα παράθυρα σαν οι νυχτερίδες, ανάποδα, μες τις σκοτεινές σπηλιές τους.

Βάλτε, λοιπόν, δίπλα-δίπλα, έστω μια φορά, σε ένα παράθυρο, το παιδί με την μισή κουκούλα, τα μαύρα γυαλιά και το «και καλά» υφάκι, και το παιδί της αιμοκάθαρσης, και αμέσως θα καταλάβετε ποιο από τα δύο είναι το πραγματικό μαγκάκι, και ποιο η κότα!

Tuesday, April 03, 2007

History Revisited


History revisited
with a scar of bewilderment
in the brain.
I was absent when they taught national
necessity – Yes!
Still a kid
still beyond the touch of
heroic reason. Still
beautiful days, my games within
gently tilting, always, in the wrong direction –
how, wonderful
the muddy roads I built
under the blackberry tree, singing…
or yelling rather, my patriotic anthems – ahoy!
And here we go again, right now.
History aboard, and the mud with it.
My teachers, always somewhere beyond.
“Come along now”, they protrude. It’s time for
our gay, national, merry go round
How exciting. How long the muddy road
Under the blackberry tree,
into the foreman’s shed, just beyond the visible horizon of
Illusion.
Here we go, then.
One-two-three, march.
The 25th. Run!
It’s time for me to recite my usual poem.
“My country’s flag, has the colour of the sea”.
The direction of a line which always seems straight, and yet…
Oh, yes. I remember.
It took a long time to get there.
I turned, I fell, I wept, I wondered, I found, I kept
Going
Nowhere!