Για ποιά Ιστορία, ρε γαμώτο;

Το ερώτημα, με διαφορετική χροιά και προσέγγιση, απασχολεί το Πανελλήνιο από τότε που, όλως τυχαίως, όπως συμβαίνουν τα πάντα σ’ αυτόν τον τόπο, ανακαλύφθηκαν «οι απελπιστικά ουδέτερες», όπως τις είπαν μερικοί, αναφορές στο Κυπριακό, στην Μικρασιατική Καταστροφή, στην Έξοδο του Μεσολογγίου, και δεν ξέρω που αλλού, στο επίμαχο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού.
Την απάντηση, πολλά χρόνια από την αποφοίτησή μου από δημόσιο σχολείο της Ελλάδας, την γνωρίζω και την δίδω αυθαιρέτως: την Ιστορία που, κάθε φορά, κάθε ένας από εμάς, επιλέγει να προτάξει ως εκείνη που θεωρεί ότι τον εκπροσωπεί.
Δεν θα μπω στη λεπτομέρεια του εν λόγω βιβλίου. Το έκαναν άπαντες. Ακόμα και εκείνοι που δεν το διάβασαν. Και ιδίως εκείνοι που δεν κατάλαβαν πως και γιατί γράφτηκε έτσι.
Εγώ λέω: «Εντάξει, λοιπόν, να φωτίσουμε πιο πολύ την απελπισμένη έξοδο των Ελλήνων από τη Σμύρνη, να μη σταματήσουμε να υπενθυμίζουμε, στα παιδιά μας, σε όλους, την βαρβαρότητα της συνεχιζόμενης τουρκικής εισβολής στη Κύπρο, και λοιπά, και λοιπά». Fine.
Επειδή, όμως, η Ιστορία, νομίζω, δεν είναι στατικό μέγεθος, ούτε κατ’ επιλογήν θέμα εξετάσεων που αν το απαντήσουμε σωστά πάει να πει ότι το κατέχουμε κιόλας, μήπως θα πρέπει να συμφωνήσουμε κάποτε να τα πούμε όλα;
Να πούμε, δηλαδή, και γιατί και πως φτάσαμε στην τουρκική εισβολή στη Κύπρο;
Να μιλήσουμε κάποτε για την, κατά πολλούς, προκλητική απάθεια του ελληνικού λαού στα σκοτεινά χρόνια της χούντας, όταν κάμποσοι πολιτικοί ηγέτες έκαναν κυριλέ αντίσταση στο Παρίσι, τη Ρώμη και το Λονδίνο, και ένα μεγάλο κομμάτι του λεγόμενου «απλού λαουτζίκου» απολάμβανε την οικοδομική αγυρτεία των αυθαιρέτων και της αντιπαροχής;
Δεν πρέπει κάποτε να μιλήσουμε καθαρά, στα βιβλία της Ιστορίας μας εννοώ, όχι στα μουλωχτά και «σιγά, πατριώτη, μη μας ακούσουν», για το πώς υπογράφτηκαν οι Βάρκιζες, ποιοι και πώς πρόδωσαν αγώνες της Αριστεράς, πόσοι βολεύτηκαν και είναι σήμερα, στ’ αλήθεια, επαναστάτες χωρίς καμία απολύτως αιτία;
Δεν πρέπει να ανοίξουμε κάποτε και μερικά άλλα βιβλία, όπως εκείνα του αείμνηστου του Βασίλη του Ραφαηλίδη, και να διαβάσουμε κάποιες άλλες εκδοχές του ηρωικού αγωνα του ’21; Να μάθουμε ποιοι πρόδωσαν κάποιους αγωνιστές; Πόσο «φτωχός» και «λαικός» ηταν, όντως, ο Μακρυγιάννης; Πόσοι μαχητές ηταν Αρβανίτες, Τσάμηδες; Αυτό που φοβόμαστε να μάθουμε;
Μια απέραντη και διαρκής υποκρισία καλύπτει αυτόν τον τόπο, ιδίως όταν στα στόματα των πολλών παίρνει θέση το δύσκολο και ευαίσθητο κεφάλαιο της Ιστορίας. Δύσκολο, γιατί γκρεμίζει μύθος, αλλά δυναμώνει προσωπικότητες. Αυτό, ο ευάλωτος κι ο βολεμένος, το φοβάται. Δεν το αντέχει. Και ευαίσθητο γιατί, για πολλούς, «προσδιορίζει ταυτότητα». Αίσθημα του ανήκειν.
Σού λέει «άσε με να πιστεύω αυτό που έμαθα, και μη μου τους κύκλους ταραττε».
Κατανοητό, εάν μιλάμε φέρ ειπείν για τη θρησκεία. Εκεί, έχω αχαλίνωτο σεβασμό προς κάθε άνθρωπο που πιστεύει σε μιάν «άλλην», κατ’ αυτόν υπέρτατη δύναμη, που πράγματι τον κάνει καλύτερο, που τον εφωδιάζει με κουράγιο, καλωσύνη, και αγάπη, και αίσθημα ουμανισμού, ευγένεια, ταπεινότητα, και λοιπά.
Η «απορρόφηση», όμως, της «τυφλής Ιστορίας», συγγνώμη, αλλά δεν εγείρει ποτέ τέτοια αισθήματα. Περηφάνεια; Ναι. Ασφάλεια; Ισως. Υπεροχή; Δυστυχως, ναι. Αίσθηση ταυτότητος; βεβαίως, και είναι καλό αυτό. Αλλά….
Η «εθνική μας τύφλωσις», όπως λέει κι ο καθηγητής Παντείου Γιάννης Γιαννουλόπουλος, είναι σκοτάδι – τι άλλο; Είναι άρνηση διαρκής της αλήθειας. Ή, έστω, της αέναης αναζήτησής της.
Ο γιός μου, έμαθε από τα σχολικά βιβλία τι έγινε το καλοκαίρι του 1974 στη Κύπρο. Κατά το ήμισυ. Οι αναφορές στο πραξικόπημα, και στον ρόλο πολιτικών της Ελλάδας και της Κύπρου ηταν μικρότερες και πολύ πιο αστείες από τις αναφορές που ενόχλησαν «το σύμπαν» για την φυγή των Ελλήνων από τη Σμύρνη.
Η μισή αλήθεια που δεν έμαθε στο σχολείο του ο γιός μου, πρέπει να συμπληρωθει, και το μόνο που μπορώ να κάνω, ως γονιός που αρνείται να΄κλείσει οποιοδήποτε βιβλίο (πόσο μάλλον να ζητήσει την καταστροφή του), είναι να τον ενθαρρύνω σε περισσότερο διάβασμα. Να του λέω ότι ‘αν κάποια αρετή, αγόρι μου, κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, αυτή είναι η ακατάπαυστη αναζήτηση απαντήσεων σε ΚΑΘΕ ερώτηση.
Κυρίως σ’ εκείνες που μας ενοχλούν και μας φοβίζουν…
Την απάντηση, πολλά χρόνια από την αποφοίτησή μου από δημόσιο σχολείο της Ελλάδας, την γνωρίζω και την δίδω αυθαιρέτως: την Ιστορία που, κάθε φορά, κάθε ένας από εμάς, επιλέγει να προτάξει ως εκείνη που θεωρεί ότι τον εκπροσωπεί.
Δεν θα μπω στη λεπτομέρεια του εν λόγω βιβλίου. Το έκαναν άπαντες. Ακόμα και εκείνοι που δεν το διάβασαν. Και ιδίως εκείνοι που δεν κατάλαβαν πως και γιατί γράφτηκε έτσι.
Εγώ λέω: «Εντάξει, λοιπόν, να φωτίσουμε πιο πολύ την απελπισμένη έξοδο των Ελλήνων από τη Σμύρνη, να μη σταματήσουμε να υπενθυμίζουμε, στα παιδιά μας, σε όλους, την βαρβαρότητα της συνεχιζόμενης τουρκικής εισβολής στη Κύπρο, και λοιπά, και λοιπά». Fine.
Επειδή, όμως, η Ιστορία, νομίζω, δεν είναι στατικό μέγεθος, ούτε κατ’ επιλογήν θέμα εξετάσεων που αν το απαντήσουμε σωστά πάει να πει ότι το κατέχουμε κιόλας, μήπως θα πρέπει να συμφωνήσουμε κάποτε να τα πούμε όλα;
Να πούμε, δηλαδή, και γιατί και πως φτάσαμε στην τουρκική εισβολή στη Κύπρο;
Να μιλήσουμε κάποτε για την, κατά πολλούς, προκλητική απάθεια του ελληνικού λαού στα σκοτεινά χρόνια της χούντας, όταν κάμποσοι πολιτικοί ηγέτες έκαναν κυριλέ αντίσταση στο Παρίσι, τη Ρώμη και το Λονδίνο, και ένα μεγάλο κομμάτι του λεγόμενου «απλού λαουτζίκου» απολάμβανε την οικοδομική αγυρτεία των αυθαιρέτων και της αντιπαροχής;
Δεν πρέπει κάποτε να μιλήσουμε καθαρά, στα βιβλία της Ιστορίας μας εννοώ, όχι στα μουλωχτά και «σιγά, πατριώτη, μη μας ακούσουν», για το πώς υπογράφτηκαν οι Βάρκιζες, ποιοι και πώς πρόδωσαν αγώνες της Αριστεράς, πόσοι βολεύτηκαν και είναι σήμερα, στ’ αλήθεια, επαναστάτες χωρίς καμία απολύτως αιτία;
Δεν πρέπει να ανοίξουμε κάποτε και μερικά άλλα βιβλία, όπως εκείνα του αείμνηστου του Βασίλη του Ραφαηλίδη, και να διαβάσουμε κάποιες άλλες εκδοχές του ηρωικού αγωνα του ’21; Να μάθουμε ποιοι πρόδωσαν κάποιους αγωνιστές; Πόσο «φτωχός» και «λαικός» ηταν, όντως, ο Μακρυγιάννης; Πόσοι μαχητές ηταν Αρβανίτες, Τσάμηδες; Αυτό που φοβόμαστε να μάθουμε;
Μια απέραντη και διαρκής υποκρισία καλύπτει αυτόν τον τόπο, ιδίως όταν στα στόματα των πολλών παίρνει θέση το δύσκολο και ευαίσθητο κεφάλαιο της Ιστορίας. Δύσκολο, γιατί γκρεμίζει μύθος, αλλά δυναμώνει προσωπικότητες. Αυτό, ο ευάλωτος κι ο βολεμένος, το φοβάται. Δεν το αντέχει. Και ευαίσθητο γιατί, για πολλούς, «προσδιορίζει ταυτότητα». Αίσθημα του ανήκειν.
Σού λέει «άσε με να πιστεύω αυτό που έμαθα, και μη μου τους κύκλους ταραττε».
Κατανοητό, εάν μιλάμε φέρ ειπείν για τη θρησκεία. Εκεί, έχω αχαλίνωτο σεβασμό προς κάθε άνθρωπο που πιστεύει σε μιάν «άλλην», κατ’ αυτόν υπέρτατη δύναμη, που πράγματι τον κάνει καλύτερο, που τον εφωδιάζει με κουράγιο, καλωσύνη, και αγάπη, και αίσθημα ουμανισμού, ευγένεια, ταπεινότητα, και λοιπά.
Η «απορρόφηση», όμως, της «τυφλής Ιστορίας», συγγνώμη, αλλά δεν εγείρει ποτέ τέτοια αισθήματα. Περηφάνεια; Ναι. Ασφάλεια; Ισως. Υπεροχή; Δυστυχως, ναι. Αίσθηση ταυτότητος; βεβαίως, και είναι καλό αυτό. Αλλά….
Η «εθνική μας τύφλωσις», όπως λέει κι ο καθηγητής Παντείου Γιάννης Γιαννουλόπουλος, είναι σκοτάδι – τι άλλο; Είναι άρνηση διαρκής της αλήθειας. Ή, έστω, της αέναης αναζήτησής της.
Ο γιός μου, έμαθε από τα σχολικά βιβλία τι έγινε το καλοκαίρι του 1974 στη Κύπρο. Κατά το ήμισυ. Οι αναφορές στο πραξικόπημα, και στον ρόλο πολιτικών της Ελλάδας και της Κύπρου ηταν μικρότερες και πολύ πιο αστείες από τις αναφορές που ενόχλησαν «το σύμπαν» για την φυγή των Ελλήνων από τη Σμύρνη.
Η μισή αλήθεια που δεν έμαθε στο σχολείο του ο γιός μου, πρέπει να συμπληρωθει, και το μόνο που μπορώ να κάνω, ως γονιός που αρνείται να΄κλείσει οποιοδήποτε βιβλίο (πόσο μάλλον να ζητήσει την καταστροφή του), είναι να τον ενθαρρύνω σε περισσότερο διάβασμα. Να του λέω ότι ‘αν κάποια αρετή, αγόρι μου, κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, αυτή είναι η ακατάπαυστη αναζήτηση απαντήσεων σε ΚΑΘΕ ερώτηση.
Κυρίως σ’ εκείνες που μας ενοχλούν και μας φοβίζουν…