Τα παλιοσαραβαλάκια

Όταν ήμουν στον «Δίεση», ξυπνούσα κάθε πρωί πολύ νωρίς. Καί έως τις 6.15 περίπου ήμουν κιόλας στον δρόμο.
Είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, ετούτος ο πολύ πρωινός. Οσοι «συναντιόμασταν» σ’ εκείνην την πρωινή διαδρομή (που τους μήνες του χειμώνα ηταν σκοτεινή και δύσκολη), είμαι σίγουρος πως νοιώθαμε περίπου συγγενείςς η καλοί φίλοι. Είχε τυχει, θυμάμαι, να συναντηθώ πολλές στο ίδιο φανάρι με τον «κύριο Φίατ 127», καί με ένα νόημα της κεφαλής ν’ ανταλλάξουμε την καλημέρα μας.
Κι’ όταν, τον περασμένο Οκτώβριο πήρα το καινούργιο μου αυτοκίνητο, ακριβό και απαστράπτον, ένοιωσα άβολα που σταμάτησα δίπλα του, μη με περάσει για «ψώνιο της προχωρημένης ώρας», που βγηκε νωρίς να κάνει το κομμάτι του.
Προς έκπληξή μου μεγάλη, με αναγνώρισε και με χαιρέτισε ενθουσιωδώς ο άνθρωπος. «Με γειά, καλοτάξιδο», φώναξε από το ανοικτό του παράθυρο.
«Ευχαριστώ πολύ. Ν’ αξιωθείτε και σεις να πάρετε καινούργιο», του είπα.
«Α, μπα. Τα’ αγαπάω εγω το σαραβαλάκι μου», απάντησε. Και το πρόσωπό του είχε γλύκα και σιγουριά.
«Πως σας λένε;», φώναξα. Αλλά είχε ανάψει κιόλας το φανάρι και πρόλαβα μόνο να δώ το χέρι του να με χαιρετάει.
Εχετε δίκηο πού εκπλήττεσθε, αν δεν είστε αυτό που ονομάζουμε «πρωινοί τύποι». Καί εγω νόμιζα ότι τα Φίατ 127 δεν υπήρχαν πιά. Οπως καί άλλες παλιές μάρκες επίσης. Κάτι Οπελ θηριώδη. Κάτι BMW που οδηγούσε ό Μπάρκουλης στις ταινίες, κάνοντας τον Σούμαχερ. Κάτι Mazda σάν παλιά κατσαρολικά της γιαγιας. Κάτι Toyota κουπε, καί Honda Civic, που τα οδηγούσαν κάποτε οι πιτσιρικάδες καί κάνανε τους γκόμενους, καί κάτι Γκολφάκια της πρωτης γενιάς, που τά είχανε οί γιάπηδες της εποχής.
Λοιπόν, πρέπει νά ξυπνησετε μιά μέρα τέτοια ωρα, καί νά απολαύσετε στούς δρόμους αυτήν την πανδαισία των παλιών αυτοκινητων. Στα τιμόνια τους, άνθρωποι της πραγματικής οικονομίας, όπως τους λέει ό φιλος μου ο Γιωργος. Δηλαδή, οι μεροκαματιάρηδες. Εργάτες, μπογιατζηδες, κηπουροί, μαρμαράδες, μεταφορείς, κουβαλητάδες, απλοί υπάλληλοι σε κάποια μαγαζιά, σε κάποιες εταιρείες, σε βενζινάδικα, σε εργοστασια, και κάπου κάπου, κάποιοι πρωινοί ραδιοφωνατζήδες!
Οι πιό πολλοί οδηγοί αυτών των παλιών αυτοκινήτων, ειναι αλλοδαποί. Και έχουν, όλοι σχεδόν, από 2 και 3 συνεπιβάτες. Ελληνες είναι συνήθως μόνοι, και κατσούφηδες. Και βεβαίως, έχουν «καλύτερα» αυτοκίνητα. Δηλαδή, πιο καινούργια, και πιο ακριβά.
Τους αλλοδαπούς τους έβρισκα πιό χαμογελαστούς, κι άς είναι πιό σκληρά καί πιό ρυτιδωμένα τα αξυριστα τους, πάντα, πρόσωπα. Εδειχναν να χαίρονται που έχουν δουλειά για να πάνε. Εμείς, σαν να βλαστημάμε την ώρα και τη στιγμή.
«Πάλι δουλειά, ρε πούστη». Σωστά! Πες το και στον άνεργο, να εισπράξεις την περιφρόνηση που σου πρέπει.
Μου λείπει πολύ αυτή η πρωινή διαδρομή. Το ντουμανιασμένο Ζάσταβα που συναντούσα στον φούρνο του Βενέτη, κοντά, εκεί στην Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής, με τους 4 αλλοδαπούς εργάτες μέσα, «άγρια» τα πρόσωπά τους, σκληρά από τη δουλειά και τα τσιγάρα. Το σαραβαλάκι τους μου θύμιζε κατσαρόλα, που’ναι έτοιμη να τινάξει το καπάκι της.
Κάποια μέρα, σκεφτόμουν, θα γίνει χύτρα ταχύτητας. Και το Ζασταβάκι, θα πάει στο νεκροταφείο της δικής μας απληστίας, και θα γίνει επιτέλους, «ένα ολοκαίνουργιο, δικό μου».
Αυτη η σκληρή, αλλά μαγική πρωινή πολιτεια, σάν νά εξαφανίζεται γύρω στις 7. Τότε, επέρχεται η λαίλαψ των καινουργων αυτοκινητών. Η κάθοδος των Ελληνων. Αλλος κόσμος.
Κόσμος που, την ώρα πιά που πηγαινω στην καινούργια μου δουλειά, στον «Αντέννα», είναι εντελώς διαφορετικός. Άλλος. Ακόμα πολύ ξένος σε μένα.
Μιλάω για τον μετά τις 9 κόσμο που εγω ονομάζω after!. Τον βλέπουμε άλλωστε καί στα σίριαλ. Που δείχνουν μιά πολή που νά κυριαρχειται από τέτοιους ανθρωπους. Ανθρωπους των καινούργιων και, κυρίως, πολύ μεγάλων αυτοκινήτων. Εκεί, γύρω στις 10, αρχίζει η επέλαση των τζίπ, στο τιμόνι των οποίων κυριαρχούν οι κυρίες. Καπνίζουσες, οι πιο πολλές, και ομιλούσες διαρκώς στα κινητά επίσης.
Δεν θα δείς ποτέ, τέτοια ωρα, την μαγική πολιτεία του χαράματος, με την υπέροχη παρέλαση του στόλου με τα παλιοσαραβαλάκια. Που δεν θάθελα να αποσυρθούν ποτέ.
Είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, ετούτος ο πολύ πρωινός. Οσοι «συναντιόμασταν» σ’ εκείνην την πρωινή διαδρομή (που τους μήνες του χειμώνα ηταν σκοτεινή και δύσκολη), είμαι σίγουρος πως νοιώθαμε περίπου συγγενείςς η καλοί φίλοι. Είχε τυχει, θυμάμαι, να συναντηθώ πολλές στο ίδιο φανάρι με τον «κύριο Φίατ 127», καί με ένα νόημα της κεφαλής ν’ ανταλλάξουμε την καλημέρα μας.
Κι’ όταν, τον περασμένο Οκτώβριο πήρα το καινούργιο μου αυτοκίνητο, ακριβό και απαστράπτον, ένοιωσα άβολα που σταμάτησα δίπλα του, μη με περάσει για «ψώνιο της προχωρημένης ώρας», που βγηκε νωρίς να κάνει το κομμάτι του.
Προς έκπληξή μου μεγάλη, με αναγνώρισε και με χαιρέτισε ενθουσιωδώς ο άνθρωπος. «Με γειά, καλοτάξιδο», φώναξε από το ανοικτό του παράθυρο.
«Ευχαριστώ πολύ. Ν’ αξιωθείτε και σεις να πάρετε καινούργιο», του είπα.
«Α, μπα. Τα’ αγαπάω εγω το σαραβαλάκι μου», απάντησε. Και το πρόσωπό του είχε γλύκα και σιγουριά.
«Πως σας λένε;», φώναξα. Αλλά είχε ανάψει κιόλας το φανάρι και πρόλαβα μόνο να δώ το χέρι του να με χαιρετάει.
Εχετε δίκηο πού εκπλήττεσθε, αν δεν είστε αυτό που ονομάζουμε «πρωινοί τύποι». Καί εγω νόμιζα ότι τα Φίατ 127 δεν υπήρχαν πιά. Οπως καί άλλες παλιές μάρκες επίσης. Κάτι Οπελ θηριώδη. Κάτι BMW που οδηγούσε ό Μπάρκουλης στις ταινίες, κάνοντας τον Σούμαχερ. Κάτι Mazda σάν παλιά κατσαρολικά της γιαγιας. Κάτι Toyota κουπε, καί Honda Civic, που τα οδηγούσαν κάποτε οι πιτσιρικάδες καί κάνανε τους γκόμενους, καί κάτι Γκολφάκια της πρωτης γενιάς, που τά είχανε οί γιάπηδες της εποχής.
Λοιπόν, πρέπει νά ξυπνησετε μιά μέρα τέτοια ωρα, καί νά απολαύσετε στούς δρόμους αυτήν την πανδαισία των παλιών αυτοκινητων. Στα τιμόνια τους, άνθρωποι της πραγματικής οικονομίας, όπως τους λέει ό φιλος μου ο Γιωργος. Δηλαδή, οι μεροκαματιάρηδες. Εργάτες, μπογιατζηδες, κηπουροί, μαρμαράδες, μεταφορείς, κουβαλητάδες, απλοί υπάλληλοι σε κάποια μαγαζιά, σε κάποιες εταιρείες, σε βενζινάδικα, σε εργοστασια, και κάπου κάπου, κάποιοι πρωινοί ραδιοφωνατζήδες!
Οι πιό πολλοί οδηγοί αυτών των παλιών αυτοκινήτων, ειναι αλλοδαποί. Και έχουν, όλοι σχεδόν, από 2 και 3 συνεπιβάτες. Ελληνες είναι συνήθως μόνοι, και κατσούφηδες. Και βεβαίως, έχουν «καλύτερα» αυτοκίνητα. Δηλαδή, πιο καινούργια, και πιο ακριβά.
Τους αλλοδαπούς τους έβρισκα πιό χαμογελαστούς, κι άς είναι πιό σκληρά καί πιό ρυτιδωμένα τα αξυριστα τους, πάντα, πρόσωπα. Εδειχναν να χαίρονται που έχουν δουλειά για να πάνε. Εμείς, σαν να βλαστημάμε την ώρα και τη στιγμή.
«Πάλι δουλειά, ρε πούστη». Σωστά! Πες το και στον άνεργο, να εισπράξεις την περιφρόνηση που σου πρέπει.
Μου λείπει πολύ αυτή η πρωινή διαδρομή. Το ντουμανιασμένο Ζάσταβα που συναντούσα στον φούρνο του Βενέτη, κοντά, εκεί στην Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής, με τους 4 αλλοδαπούς εργάτες μέσα, «άγρια» τα πρόσωπά τους, σκληρά από τη δουλειά και τα τσιγάρα. Το σαραβαλάκι τους μου θύμιζε κατσαρόλα, που’ναι έτοιμη να τινάξει το καπάκι της.
Κάποια μέρα, σκεφτόμουν, θα γίνει χύτρα ταχύτητας. Και το Ζασταβάκι, θα πάει στο νεκροταφείο της δικής μας απληστίας, και θα γίνει επιτέλους, «ένα ολοκαίνουργιο, δικό μου».
Αυτη η σκληρή, αλλά μαγική πρωινή πολιτεια, σάν νά εξαφανίζεται γύρω στις 7. Τότε, επέρχεται η λαίλαψ των καινουργων αυτοκινητών. Η κάθοδος των Ελληνων. Αλλος κόσμος.
Κόσμος που, την ώρα πιά που πηγαινω στην καινούργια μου δουλειά, στον «Αντέννα», είναι εντελώς διαφορετικός. Άλλος. Ακόμα πολύ ξένος σε μένα.
Μιλάω για τον μετά τις 9 κόσμο που εγω ονομάζω after!. Τον βλέπουμε άλλωστε καί στα σίριαλ. Που δείχνουν μιά πολή που νά κυριαρχειται από τέτοιους ανθρωπους. Ανθρωπους των καινούργιων και, κυρίως, πολύ μεγάλων αυτοκινήτων. Εκεί, γύρω στις 10, αρχίζει η επέλαση των τζίπ, στο τιμόνι των οποίων κυριαρχούν οι κυρίες. Καπνίζουσες, οι πιο πολλές, και ομιλούσες διαρκώς στα κινητά επίσης.
Δεν θα δείς ποτέ, τέτοια ωρα, την μαγική πολιτεία του χαράματος, με την υπέροχη παρέλαση του στόλου με τα παλιοσαραβαλάκια. Που δεν θάθελα να αποσυρθούν ποτέ.