
Κυριακή πρωί. Του Σεπτέμβρη 16, έτος 2007. Σιγά μη μας γράψει η Ιστορία!
Ως τι; Ως ανοήτως αμφισβητούντες εκείνα που δεν βολεύουν την … εθνική μας υπόσταση; Ή ως κραδαίνοντες βιβλία Ιστορίας σε κείνον κει, τον άθλιο «καθρέφτη της κοινωνίας»; Αραγε, πόσο καιρό έχει να «κοιταχτούμε»;
Εκλογές, λοιπόν. Και λοιπόν;
Κάποτε, με ενθουσιασμό η μέρα ετούτη. Και κάποτε με βαρύ αναστεναγμό η κατάληξή της. Ήμασταν, βλέπεις, πάντα στο «τσακ».
Μπαίνουμε-δεν-μπαίνουμε;
Είμαστε-δεν-είμαστε;
Θ’ αλλάξει κάτι, ή θα μείνουν πάλι όλα ίδια;
Αυτή μόνο, η τελευταία, απελπισμένη απορία με κρατούσε όρθιο, τότε, γιατί εύκολα πολύ απαντούσα «ναι». Πίστευα, ναι, ότι μπορούσαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Ξεκινώντας, πρώτα, από μας.
Τώρα, με πρόλαβε θαρρώ ο χρόνος – ο μέγας σύμμαχός μου κάποτε – και με προσπέρασε ο αφελής ενθουσιασμός που με κυρίευε όταν στριμωχνόμουν κι εγώ κάτω από μπαλκόνια, και φώναζα συνθήματα προκαθορισμένα.
Παρ’ όλ’ αυτά, το πολιτικό μου «στίγμα», δεν ξεριζώθηκε. Μέσα μου βαθιά, η λαχτάρα μου να ξημερώσει η αυριανή μέρα και μπροστά μου ν’ απλωθεί ένας κόσμος ολότελα καινούργιος (πιο δίκαιος, πιο ανεκτός να τον ζείς, πιο όμορφος να τον απολαμβάνεις), είναι πάντα εκεί. Χωρίς, ευτυχώς, τα «καθοδηγητικά της τσιφτετέλια» πιά…
Ο,τι εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια μου αυτές τις μέρες, κρατώντας σημαία, πατώντας κόρνα, και φωνάζοντας συνθήματα ρυθμικά κάτω από μπαλκόνια, είναι μακριά πολύ από αυτό μου το «στίγμα» (το παλιό, που καινούργιο διατηρώ μέσα μου), και δεν θα το ψηφίσω.
Μου είναι ψεύτικο. Μου είναι χυδαίο. Ούτε καν σαν «παραδοσιακή γραφικότητα» δεν μπορώ να το αντικρίσω.
Σίγουρα, δεν είναι και το μοναδικό μου κριτήριο – αν και συνεισφέρει και αυτό στη «ψευτιά» που πλέον δεν αντέχω.
Ο,τι βγήκε στο τηλεοπτικό παζάρι ψελλίζοντας κοινοτοπίες και βιάζοντας τον πιο απλό κανόνα της ανθρώπινης επικοινωνίας, που είναι να ΑΚΟΥΣ τον άλλον και μετά να του αποκρίνεσαι, είναι επίσης μακριά πολύ από εκείνο το λίγο, αλλά πολύτιμο, που κράτησα μέσα μου από παλιά, και ούτε αυτό θα ψηφίσω.
Τα μαθηματικά τους, σίγουρα δεν με ενδιαφέρουν. Αντίθετα, με προσβάλουν. Εάν είναι να βγάλω το κομπιουτεράκι μου για να υπολογίσω που θα ρίξω τη ψυχή μου, να πά να πνιγούν εκείνοι που μου το ζητούν, και μαζί τους και εγώ εάν ενδώσω.
Η πολυσυζητημένη «ψήφος διαμαρτυρίας», εάν δεν εμπεριέχει έστω και απόσταγμα ψυχικής αποδοχής με τον χώρο που πρεσβεύει, θαρρώ πως είναι πολύ πιο επικίνδυνη από το να κάνεις συνειδητό λάθος άλλη μια φορά.
Η λογική (;) του «δεν συμφωνώ σε τίποτα με το ΚΚΕ η τον ΣΥΡΙΖΑ, Αριστερός δεν υπήρξα ποτέ μου, αλλά θα τους ψηφίσω γιατί θέλω να φύγουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ», είναι σαν να επιλέγεις να κάνεις ψυχοθεραπεία, έχοντας εκ των προτέρων αποφασίσει ότι θα τιμωρήσεις τον εαυτό σου.
Ομοίως, η προτροπή «ψηφίστε με μένα για να μην βγούνε οι άλλοι, που’ναι χειρότεροι», αισθάνομαι πως βαθύτατα με προσβάλει, αλλά και ταυτόχρονα αποκαλύπτει έλλειψη άλλων, σοβαρών επιχειρημάτων, από εκείνων που την εκφράζει.
Η πολιτική πράξη της ψηφοφορίας, είναι για μένα μια καθαρά ψυχική υπόθεση, που δεν μπορώ να την αποσυνδέσω από την λογική. Μεγάλωσα πιά, λιγάκι, και δυσκολεύομαι να διασπάσω την οντότητά μου…
Εκλογές, λοιπόν.
Και λοιπόν;
Αυτό το τελευταίο ερώτημα απαντάται ΜΟΝΟ με μια φωτογραφία της καμένης Ελλάδας. Σ’ αυτήν, περικλείονται όλες οι απαντήσεις μου σε τούτο το μετέωρο «και λοιπόν;». Διότι υπάρχουν, στη φωτογραφία, χιλιάδες πιο καίριες ερωτήσεις.
Ποιος συστηματικά πυρπολεί τον τόπο μου; Ποιος βιάζει το περιβάλλον του; Ποιος πετάει τσιγάρο και σκουπίδια σκεπτόμενος «μικρό το κακό», η και μη σκεπτόμενος καθόλου; Ποιος σχεδιάζει, οργανώνει και εξασφαλίζει την προφύλαξη των δασών μας; Ποιος μιλούσε για αυτά τα πράγματα πολύ πριν όλοι οι άλλοι βάλουν άρον-άρον την οικολογία στα ψηφοδέλτιά τους, και τους οικολόγους σε εκλόγιμες θέσεις; Ποιος συντηρεί και αφήνει άλυτο το θέμα των χωματερών; Ποια κόμματα, ακόμα και Αριστερά, έχουν στηρίξει Δημάρχους που έχουν εκχωρήσει καμένη γη σε οικοπεδοφάγους; Ποιος ζήτησε συγγνώμη για τον θάνατο 67 ανθρώπων και της μισής Ελλάδας; Ποιος ψηφίζει και στηρίζει αυτούς τους πολιτικούς και αυτούς τους δημάρχους; Ποιος ψηφίζει τον Νομάρχη της Ηλείας που ούρλιαζε από τα ραδιόφωνα «που είναι το κράτος;», όταν γύρω του καιγόταν το σύμπαν; Ποιος τον επέλεξε; Ποιος ουρλιάζει για τα βιβλία της Ιστορίας μας, και δεν λέει κουβέντα για την έλλειψη περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στα σχολεία; Ποιος, μέσα στο έτσι κι αλλιώς παιδικό του πρόγραμμα, δεσμεύεται ότι το κόμμα του, εάν εκλεγεί, θα «ενδιαφερθεί για την ανακύκλωση»; (Ετος 2007, Ευρωπη!). Ποιος ρύπανε, προεκλογικώς, την Ελλάδα με χαρτομάνι σε όλες τις κολώνες; Ποιοι διαδηλώνουν επιβαρρύνοντας τη ζωή και το περιβάλλον των άλλων;
Αμέτρητες ερωτήσεις.
Και από τις απαντήσεις που δίνω στον εαυτό μου, μη βγάζοντας ούτε στιγμή από μπροστά μου το κόκκινο της φωτιάς και το μαύρο του τοπίου, θα αναδυθεί η σημερινή μου ψήφος.
Πάλι με τους λίγους. Αυτούς που και αύριο, εκτός Βουλής, δεν θα ξεχάσουν τη φωτογραφία. Μιας κάποτε πράσινης Ελλάδας.
HAROLD PINTER
Ποίημα
Μην κοιτάς.
Eτοιμος είν' ο κόσμος να διαλυθεί.
Μην κοιτάς.
Ο κόσμος τα φώτα του ετοιμάζεται να σβήσει
και στου σκοταδιού του το πηγάδι να μας μαντρώσει,
εκείνο το μαύρο και χοντρό κι αποπνικτικό χώρο
όπου θα σκοτώσουμε ή θα πεθάνουμε ή θα χορέψουμε ή θα κλάψουμε
ή θα φωνάξουμε ή θα κλαψουρίσουμε ή θα τσιρίξουμε σαν πο ντίκια
για να διαπραγματευτούμε ξανά την αρχική τιμή μας.