
Την περασμένη Τρίτη, 6 Νοεμβρίου, τερματίστηκε η πολύ σύντομη, από τον Φεβρουάριο φέτος, συνεργασία μου με το ραδιόφωνο του «Αντένα».
Ένας αγγελιαφόρος της διοίκησης, μου ανακοίνωσε πως πάρθηκε απόφαση να γίνουν αλλαγές στο πρόγραμμα «με έμφαση στα τηλεοπτικά πρόσωπα» και στο να ανοίξουν, επίσης, γραμμές με τους ακροατές.
Γράφω με καρδιά στενάχωρη. Και σίγουρα, δεν είναι το «θέμα» μου ο συγκεκριμένος σταθμός. Γράφω, κατ’ αρχάς, γιατί αισθάνομαι πως το οφείλω στους ανθρώπους που, όλα αυτά τα χρόνια, μου δίνουν την ανείπωτη χαρά να μοιράζονται μαζί μου τις ωραίες (όπως τις νοιώθω) καθημερινές, ραδιοφωνικές μου περιπέτειες.
«Γιατί έφυγες;», με ρωτάνε πολλοί, από χθες. «Και πού θα πάς;», η αγωνία τους, που τόσο με τιμά, και στην οποία, επί του παρόντος, δεν έχω απάντηση.
Έλεγα, λοιπόν, πως το «θέμα» μου εδώ, δεν είναι ο «Αντένα», η ο κάθε «Αντένα». Ευτυχώς, άνθρωπος των συγκρούσεων δεν είμαι, και όταν φεύγω από ένα μαγαζί, θέλω πρώτα να τιμώ εκείνους που ήταν «κύριοι». Λίγοι είναι, όσο περνούν τα χρόνια, αλλά υπάρχουν, και αντιστέκονται στον συρφετό των κυνικών – εκείνων, που δεν αντέχουν ούτε να σε φωνάξουν και να συζητήσουν μαζί σου.
Στεναχωρέθηκα από τη συμπεριφορά εκείνων που είναι γαντζωμένοι στα αξιώματα, κυρίως της «τηλεοπτικής κλίκας», όπως την ονομάζω, η οποία έχει δικούς της κώδικες, που είναι δύσκολο να τους αντιληφθεί και να τους αποδεχθεί ένας νορμάλ άνθρωπος. Αλλά πάλι, αυτή η στεναχώρια, το ξέρω, είναι περαστική – δεν έχω χρόνο για άλλο πόνο, όπως λέει και το τραγούδι.
Το «θέμα» μου, η μεγάλη μου ανησυχία για το πού οδηγείται αυτό το επάγγελμα, και κυρίως το μέσον που λέγεται ραδιόφωνο. Έφτασε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, να βολοδέρνει στα χέρια, και στα κομπιούτερ, ανθρώπων που δεν το ξέρουν και δεν το αγαπούν. Και που θεωρούν ότι μια εκπομπή με έναν παραγωγό της φτήνιας, με ελεγχόμενο λόγο και μουσική, μπορεί και νάναι καλύτερη από μια εκπομπή με παραγωγό που θα έχει ειδικές γνώσεις, που θα ξοδέψει διπλάσιο χρόνο από το “take-away”. Απροετοίμαστες εκπομπές, όπου οι παραγωγοί μπαίνουν στο στούντιο χωρίς ένα χαρτάκι μπροστά τους με 5 σημειώσεις, και με κάποιους συνεργάτες-σκλάβους να τους έχουν γεμίσει την ώρα με απανωτά τηλεφωνήματα, δεν είναι ραδιόφωνο. Αρπαχτή είναι…
Και, δυστυχώς, ο κόσμος ο πολύς, όπως δείχνουν τα νούμερα, την ανταμείβει αυτήν την αρπαχτή.
Ευτυχώς, υπάρχουν αντιστάσεις. Σε αρκετά ραδιόφωνα, φωτεινές στιγμές, που σπάνε το σκοτάδι της τυποποίησης και της ευκολίας. Αλλά, λιγοστεύουν. Και κινδυνεύουν, ταυτόχρονα, να θεωρηθούν αντιστάσεις ρομαντικές και παρωχημένες, ίσως και γραφικές, …, εδώ, είναι που θυμώνω, που γίνομαι έξαλλος.
Γιατί γραφικοί, στα δικά μου μάτια, είναι όλοι αυτοί οι ψευτογιάπηδες που λένε «είμαι σε μπάτζετ μίτιγκ» και έχουν την απαίτηση να θεωρήσεις ότι κάνουν κάτι σημαντικό, ή που γενικά δίνουν εντολές «μπάμ-μπουμ» και είναι σαν να βλέπεις κάπως εξελιγμένη μορφή θλιβερού λοχαγού στη βασική εκπαίδευση.
Γραφικοί είναι όλοι αυτοί οι μη γνωρίζοντες το αντικείμενο, που όμως το διαφεντεύουν. Που μιλάνε για μάρκετιγκ, και δεν ξέρουν πως δουλεύει το «πράμα». Που δεν κατέβηκαν ούτε μια φορά στο στούντιο για να δουν τι αέρα αναπνέουν εκεί μέσα ο παραγωγός, οι ηχολήπτες, οι συνεργάτες, οι τηλεφωνήτριες. Πως «πέφτουν» τα τραγούδια; Πώς «γεννιούνται» τα τραγούδια για να συμπληρώσουν και να ενισχύσουν τον λόγο;
Γραφικοί είναι αυτοί που, εάν μια μέρα τους στερήσεις τις εφημερίδες, πέσει το ίντερνετ, και δεν δουλέψουν τηλεφωνικές γραμμές για να βγάλουν σχετικούς και άσχετους, δεν θαχουν τι να πουν. Πανικός θα τους καταβάλει, και το πιθανότερο είναι ότι θα φωνάξουν όποιον βρεθεί πρόχειρος για να ξοδέψουν μαζί, φλυαρώντας, τις ώρες που συνήθως γεμίζουν με «κλοπή» και τηλεφωνική ανακύκλωση ιδίων προσώπων.
Η πλάκα η μεγάλη, είναι πως η αγορά έξω, που συχνά την κατηγορούμε ότι εκείνη βάζει τους όρους του παιχνιδιού, πολλές φορές είναι πιο προχωρημένη από εμάς που διευθύνουμε το ραδιόφωνο, η συμμετέχουμε σε αυτό.
Πόσες και πόσες φορές δεν άκουσα από ικανά και πολύ «ψαγμένα» στελέχη διαφημιστικών εταιρειών (και σας πληροφορώ ότι υπάρχουν πολλά τέτοια), ότι υπάρχει έλλειψη νέων ιδεών στο ραδιόφωνο (όπως και στην τηλεόραση), ότι δυσκολεύονται να προτείνουν ενδιαφέρουσες εκπομπές στους πελάτες τους, και ότι εκτός από τους «μαζικούς διαφημιζόμενους» (τράπεζες, σουπερμαρκετ, κινητά, ΟΠΑΠ, κλπ) υπάρχουν και άλλοι που πάντα γυρεύουν «ένα στίγμα ιδιαίτερο».
Συχνά αναρωτήθηκα, αν ήταν δικά μου τα Ρολεξ, δικό μου το «Μερλο Χατζημιχάλης», δικό μου το Beufort σακάκι της Barbour, όλα προϊόντα με μεγάλες πωλήσεις και καταξιωμένα ποιοτικώς, σε ποια ραδιόφωνα και ποιες εκπομπές θα επέλεγα να τα διαφημίσω, και δεν έβρισκα πολλές.
Τι γίνεται, λοιπόν; Όλα για τη μάζα και για τα μαζικά προϊόντα;
Όλα για την τηλεόραση;
Εντάξει. Ισχυρό μέσο. Παντοδύναμο. Και – επιμένω ακόμα – μαγευτικό. (Όταν βρίσκεται στα χέρια ικανών, ευφάνταστων και με ήθος ανθρώπων). Αλλά η ίδια αυτοκτονεί, επιβάλλοντας το μοντέλο και την «λογική» της παντού. Ακόμα και στα πρόσωπα κουρασμένων «ραδιοφωνατζήδων».
Η θλίψη μου είναι μεγάλη για όσα μένουν πίσω, μετά από κάθε πρόχειρη αναδιοργάνωση, ανασύνταξη, αναδόμηση, και δεν ξέρω τι άλλο «ανα». Μια βόλτα εάν έκανε η ΕΣΗΕΑ σ’ αυτά τα ρημαγμένα, ραδιοφωνικά τοπία, θα αποκάλυπτε αλήθειες που ούτε φαντάζεται. Κοπέλες που μένουν έγκυες για να μην μπορούν να τις απολύσουν. Συνεργάτες που «πουλάνε» την ατζέντα τους σε κάθε βολεμένο σαν και μένα, αμειβόμενες με ψίχουλα. Ωράρια απίστευτης σκληρότητας. Συμπεριφορές απαράδεκτες, από περιστασιακούς, συνήθως, διευθυντές, αρχισυντάκτες και δεν συμμαζεύεται.
Πέρασαν λίγες μέρες, και κοιτώντας προς τα πίσω με μαλακώνουν γλυκά οι ηχοι της εκπομπής, σε έναν σταθμό «δύσκολο», πεισματικά γαντζωμένο από το λαίφσταιλ και που, παρόλα αυτά, μου έδωσε εμένα τη χαρά να «καταλάβω» τον αερα του. Ηταν, και είναι, διαφορετικοί ακροατές από εκείνους στον Δίεση. Άλλοτε πιο απότομοι, σίγουρα πιο ανυπόμονοι, λιγότερο εκφραστικοί, με πιο συντηρητικά γούστα.
Αλλά μου ζητήσανε τον τίτλο μιας ποιητικής συλλογής της Δημουλά. Περίμεναν πως-και-πως το «κλασσικό ξεκίνημα» της κάθε μέρας. Έδειξαν να απολαμβάνουν, όσο και εμείς στο στούντιο (ο Γρηγόρης, ο Δημήτρης, ο Σπύρος, η Μαρία, η Βίκυ, η Χριστίνα, η Βούλα) τα «Παιχνίδια Επικαιρότητος».
Και «συμφωνήσαμε», όλοι μαζί, πως έχουμε όλοι μας ανάγκη από «κάτι διαφορετικό».
Θα ξανασυναντηθούμε σύντομα…