Monday, June 26, 2006

Ο Ελύτης και οι Σαρδέλλες

Την Παρασκευή 23 Ιουνίου 2006, στις 8 η ώρα το βράδυ, έτυχε να παραβρεθώ σε μιαν εκδήλωση που διοργάνωσαν σ’ ένα εστιατόριο στα περίχωρα της Φρανκφούρτης προς τιμήν του Οδυσσέα Ελύτη, 5 Ελληνογερμανικοί πολιτιστικοί σύλλογοι.

Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, ενώ όλος ο κόσμος καταγίνεται με το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, κάποιοι δικοί μας άνθρωποι, άνθρωποι της έξω Ελλάδας, όπως τους λέω, να μαζεύονται και να θυμούνται τον «Οδυσσέα της Ποίησης» - αυτόν που μας χάρισε την περηφάνια να λέμε ότι ερχόμαστε από μια χώρα όπου ο Θεός δεν λυπήθηκε απλόχερα να μοιράσει γαλάζιο και φως μαζί.

Η πρώτη, δυσάρεστη έκπληξή μου, ήταν ότι η εκδήλωση θα γινόταν ταυτόχρονα με φαγοπότι. Τα τραπέζια του εστιατορίου “Blau Gelb”, που σημαίνει «Γαλάζιο Κίτρινο», ήταν στρωμένα για φούλ δείπνο, και όσοι έβρισκαν την θέση τους και κάθονταν, διάλεγαν σχεδόν αμέσως από τον κατάλογο το φαγητό που προτιμούσαν, και έδιναν την παραγγελία τους στις γκαρσόνες, που όλες ήταν Ελληνοπούλες.

Όσο ερχότανε κόσμος και γέμιζαν τα τραπέζια, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε ο θόρυβος, και συνειδητοποιούσες όλο και πιο έντονα ότι όντως «η Ελλάδα είναι εδώ», όπως περήφανα διαλαλούσαν οι διοργανωτές.

Συγκέντρωσα την προσοχή μου στο να παρατηρώ πρόσωπα και συμπεριφορές. Με πολύ θετική διάθεση, και στ’ αλήθεια με πολύ αγάπη. Άλλωστε, δεν ξεχνώ ποτέ ότι ήμουν κι εγώ (και ασφαλώς παραμένω ακόμα), αυτό που λέμε «Έλληνας της διασποράς».

Η εκδήλωση άρχισε με τους συνηθισμένους σ’ αυτές τις περιπτώσεις χαιρετισμούς, και συνεχίστηκε με μία παρουσίαση της ζωής και του έργου του Ελύτη από μια κυρία. Νομίζω πως είναι ζήτημα εάν την πρόσεχαν 3-4 άτομα. Όχι επειδή ο λόγος της δεν ήταν καλός, αλλά σίγουρα επειδή εκφωνήθηκε με τρόπο στεγνό, χωρίς ίχνος συναισθήματος, και με ύφος και τόνο διδασκαλικό. Υπήρχαν πολλά παιδιά, μικρά και πιο μεγάλα, στην εκδήλωση, και δεν είδα ούτε ένα που να ακούει τον λόγο της κυρίας έστω και με λίγη προσοχή.

Αλλά και οι μεγαλύτεροι, είχαν αλλού την προσοχή τους. Όσοι δεν είχαν αρχίσει ακόμα να τρώνε, ή συζητούσαν μεταξύ τους, η προσπαθούσαν να δείξουν ότι κάπως τους ενδιέφεραν όσα άκουγαν.

Σκεφτόμουν πόσο πιο ωραίο θα ήταν – αλλά αυτό προϋποθέτει, βλέπετε, κόπο και αγάπη – εάν συμπλήρωναν την ομιλία τους με λίγες διαφάνειες, ή ακόμα και να έδειχναν μια μικρή ταινία (ίσως από εξαιρετικά αφιερώματα που έχει κάνει κατά καιρούς η ΕΡΤ), με στιγμιότυπα από την στιγμή του Ελύτη, με κάποιο απόσπασμα από την εξαιρετική ομιλία του κατά την παραλαβή του Βραβείου Νόμπελ, ή ακόμα και με απαγγελία ποιήματος από τον ίδιο.

Όταν παρατάχτηκαν επί σκηνής οι μαθητές και μαθήτριες του ελληνικού σχολείου της Φρανκφούρτης για να ερμηνεύσουν μερικά τραγούδια με ποιήματα του Ελύτη, η απογοήτευσή μου ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς αυτό που ακούστηκε από τα στόματα των παιδιών δεν ήταν τραγούδι. Δεν είχε μελωδία, δεν είχε συναίσθημα. Ήταν σαν να άκουγες μια μικρή ομάδα ανθρώπων να φωνάζουν ρυθμικά ένα σύνθημα.

Ένας από τους ωραιότερους στίχους του Ελύτη, «Η Παναγιά τα πέλαγα, κρατούσε στη ποδιά της / Τη Σίκινο, την Αμοργό, και όλα τα παιδιά της», δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από την χορωδία. Και το ρεφρέν, «ζει και ζει και ζει και ζει και ζει, ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει», που μάλιστα ερμηνεύτηκε με περισσό ενθουσιασμό, φαντασθείτε να τον ακούτε με φωνές τσιριχτές, ρυθμικά και με παλμό συνθημάτων!

Έπειτα, ήρθε η σειρά των απαγγελιών. Μερικές ήταν πολύ καλές, γιατί αυτοί που τις έκαναν, ήταν σαφές πως αγαπούν τα ποιήματα που επέλεξαν. Τα διάβασαν σαν να τα είχαν γράψει οι ίδιοι.

Όμως, και πάλι, η προσοχή από τη μεριά του κόσμου ήταν ελάχιστη. Ο θόρυβος από τα μαχαιροπίρουνα πάνω στα πιάτα, από το πήγαιν-έλα των σερβιτόρων, και από τα σχόλια, επί του φαγητού, ήταν αρκετός να σε κάνει να θέλεις να φύγεις – κάτι που με κρύα καρδιά έπραξα, περίπου μία ώρα μετά την έναρξη της εκδήλωσης, ιδίως όταν, τη στιγμή κάποιας απαγγελίας, άκουσα μια κυρία που καθόταν στο τραπέζι μου να λέει φωναχτα στην γκαρσόνα, «για μένα οι σαρδέλλες»!

Νομίζω πως η επιείκεια για «τα ξενιτεμένα μας παιδιά», έχει ένα όριο. Δεν ζούμε πια σε εποχές όπου η εργασία και παραμονή στο εξωτερικό ήταν μόνο «ένα αναγκαίο βάσανο», για να βγάλουμε λίγα λεφτά και να επιστρέψουμε στη πατρίδα. Δεν ζούμε ούτε σε εποχές όπου η επικοινωνία με τη «Μητέρα Πατρίδα» ήταν δύσκολη υπόθεση, και για να πάρεις, ας πούμε, ένα βιβλίο του Ελύτη στην Αμερική η στην Γερμανία, ήταν υπόθεση αρκετών εβδομάδων.

Ίσως ήρθε ο καιρός να σταματήσουμε να χαϊδεύουμε τα’ αυτιά των συμπατριωτών μας που ζουν στο εξωτερικό, και να τους αντιμετωπίζουμε σαν νορμάλ ανθρώπους που ζουν σε σύγχρονες κοινωνίες, πού έχουν σχεδόν όσες ανέσεις έχουμε και εμείς στην Ελλάδα, αν όχι και περισσότερες, και που οφείλουν να έχουν οι ίδιοι απαιτήσεις πρωτ’ απ’ όλα από τον ίδιο τους τον εαυτό.

Προχθές, στην εκδήλωση της Φρανκφούρτης, βίωσα μια μίζερη βραδιά, και δεν υπήρχε τρόπος να με πείσει κάποιος ότι δεν ήταν, ή ότι θα έπρεπε να ιδώ με περισσότερη συμπάθεια «μια φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλαν τα ξενιτεμένα μας παιδιά».

Τα ξενιτεμένα μας παιδιά καταβάλουν πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες στα σχολεία και στα πανεπιστήμια όπου φοιτούν στο εξωτερικό, και ξέρουν πολύ καλά ότι εκεί, μια εκδήλωση σαν αυτήν που μας παρουσίασαν προχθές, δεν θα ήταν αποδεκτή. Η καλύτερα, δεν θα γινόταν ποτέ.

Οι ευθύνες των «δικών μας» επισήμων, είναι τεράστιες. Στην εκδήλωση για τον Ελύτη παραβρέθηκε ο Πρόεδρος του ΕΟΤ στη Γερμανία, και ανεμένετο να παραβρεθεί (ίσως να πήγε όταν είχα αποχωρήσει εγώ), ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος. Επίσης, ήταν παρόντες οι δάσκαλοι και μαθητές των παιδιών. Δεν μπορεί λοιπόν όλοι αυτοί να έχουν μείνει κολλημένοι στην εποχή που τραγουδούσαμε όλοι το «ξενιτεμένο μου πουλί», η τους «μετανάστες» του Μαρκόπουλου, και έτρεχαν ποτάμια τα δάκρυα.

Ο ίδιος ο Ελύτης, εάν παραβρισκόταν σ’ αυτήν την εκδήλωση, νομίζω πως θα έφευγε και αυτός. Ίσως και να έλεγε και δυο-τρεις βαριές κουβέντες πριν φύγει.

Wednesday, June 21, 2006

Η επιδρομή των "Πορτοκαλί"




Απόγευμα Τετάρτης, 21 Ιουνίου 2006-06-21

Στο κέντρο της Φρανκφουρτης, η επέλση των «πορτοκαλί». Ειναι οι οπαδοί της Εθνικής Ολλανδίας που σε μερικές ωρες αντιμετωπίζει εδω την Εθνική Αργεντινής, σ’ ένα παιχνίδι που θα μπορουσε κάλλιστα ναναι ο τελικός.

Υπάρχουν και αρκετοί οπαδοι της Αργεντινής, αλλά λιγότερο θορυβώδεις, αφού ουτε καν μπορουν (η και θέλουν) ν΄ανταγωνιστουν τους Ολλανδους στην κατανάλωση μπίρας.

Οσο περνα η ωρα, τα πραγματα γινονται πιο δυσκολα, το αισθάνεσαι. Η μπίρα βοηθάει τον ... υπερβολικό αυθορμητισμό. Η συμπεριφορά δεν ελέγχεται, και οι αντιδράσεις γίνονται απότομες.

Ερχεται φερ ειπείν κατα πάνω σου ο υπερενθουσιώδης Ολλανδός, και σου δινει μια στη πλάτη, φιλικά μεν, δυνατά δε, έτσι που εάν δεν κατανοήσεις το «ζουμ τρια-λα-λο» της καταστάσεώς του, ευκολα θα του ζητήσεις το λόγο, και ευκολότερα ακόμα θα ανάψει καυγάς.

Οπως στεκόμουν σε μια πλατείτσα απολαμβάνοντας χορους και τραγούδια και από τα δύο μπλόκ των οπαδών, έρχεται ένας μεθυσμένος Ολλανδός και πατάει εκείνην την διαβολεμένη την κόρνα λίγα εκατοστά από το αυτί μου. Ο πόνος ηταν άμεσος, και για αρκετά λεπτά δεν άκουγα τίποτ’ απολύτως. Μεγαλύτερος ακόμα ηταν ο θυμός μου, και όπως ασυναίσθητα κινηθηκα άγρια προς τον αλλοπραμένο οπαδό, που δεν ειχε καταλάβει τίποτα, λειτούργησε μεσα μου το φρένο το γνωστο, και πρόλαβα να ηρεμήσω πρίν μπλεχτω σε περιπέτειες.

Στις δύο όχθες του ποταμού Μάϊν, έχουν στηθει δυο μεγάλες εξέδρες, χωρητικόπτητος αμφότερες 75.000 θεατών περίπου, που μαζεύονται εκεί σε κάθε αγωνα και τον παρακολουθούν από μια τεράστια γιγαντοοθόνη που έχει δυο όψεις – μία πρός την μία όχθη του ποταμού, μία πρός την άλλη.

Απίθανο τοπίο, και υπέροχη ατμόσφαιρα. Ειναι το γηπεδο εκείνων που δεν βρηκαν εισιτήριο. Δωρεάν η είσοδος, αλλά για να βρείς θέση για τον αποψινό αγωνα, π.χ., πρέπει να είσαι εκεί από τις 2 το μεσημέρι.

Ζηλεύω που η Ελλάδα δεν ειναι εδω.
Οπαδός ουδέτερος σε Μουντιάλ είναι ασχημο πράγμα. Ανοστο, σαν το βραστό λάχανο που μας ταίζαν οι Εγγλέζοι στα σχολεία μας στην Αφρική.

Νοιωθεις εντονα την ανάγκη να ανηκεις κάπου. Μερικοί ουδέτεροι, σαν και του λόγου μου, επιλέγουν, εξ ανάγκης, ομάδα δευτερης πατρίδας. Ετσι, λοιπόν, συναντώ Ελληνες Αργεντινούς, Ελληνες Βραζιλιάνους, Ελληνες Ιταλούς, Ελληνες Γδερμανούς, Ελληνες Σουηδούς, ακόμα και Ελληνες Γκανέζους.

Μου λείπουν οι Ελληνες Ελληνες...
Το τραγούδι μας, «Ελλάς ολέ-ολέ. Δεν σταματω να τραγουδω ποτέ».
Μου λείπει το γαλάζιο και το λευκό, που όποτε το βλέπω εδω, σε νοτιοκορεάτη πέφτω επάνω, και γίνομαι έξαλλος.

Μου την δίνουν οι νοιτοκορεάτες!
Ενας ταξιτζης, μου ‘έλεγε σημερα ότι ειναι οι χειρότεροι πελάτες, γιατί είναι τοσο καλά οργανωμένοι οι αθεόφοβοι, που πάνε κατα ομάδες, 30-30, 50-50, ενοικιάζουν πουλμανάκια η μεγάλα πουλμαν, τα έχουν όλη την ημερα να τους γυρνάνε στα αξιοθέατα, και τα απογευματα τους πάνε στους αγωνες. No business for taxi drivers, μου λέει ο δικός μου, που βρισκει ότι μεχρι στιγμης οι καλύτεροί του πελάτες ειναι οι Εγγλέζοι, οι οποίοι μπορει να τσιγκουνευονται για άλλα πράγματα στη ζωή τους (ακόμα και ενοίκιο από τα ίδια τους τα παιδιά παίρνουν), λλά όταν προκειται για την εθνική τους ομάδα (που εξελίσστεαι σε εθνικό τους καυμό) δεν λογαριάζουν τιποτα.

Λοιπόν, σε λιγο ετοιμάζομαι για το ματς εδω στη Φρανκφουρτη. Υποστηρίζω την Αργεντινή, συντηρωντας ένα όνειρο που εχω από τα εφηβικά μου χρόνια, να χορεψω βάλς (εγω, ο ατσουμπαλος!) κάποια μερα με κοπέλλα φλογερή στο Μπουένος Αίρες, αλλά και ευγνωμονώντας συνάμα μια σχολή ποδοσφαιρου όπου εξακολουθει να είναι μάθημα πρωτευον όχι το πρέσσιγκ και το «κλείστε όλους τους διαδρόμους», αλλά το «παίξτε όπως αγαπά η ψυχή σας», και «αφηστε και κανάν διάδρομο ανοπικτό βρε παιδιά, να γίνει παιχνίδι».

Σουηδία - Αγγλία


Ωραίο παιχνίδι, άσχημο ποδόσφαιρο!

Η μπάλλα ανεβοκατέβαινε γρήγορα, υπήρχε πολλή δύναμη στις μονομαχίες μεταξύ των ποδοσφαιριστων, οι Σουηδοί δεν σταμάτησαν να τρεχουν ούτε λεπτό (ακόμα και οι αναπληρωματικοί τους, που κλήθηκαν να κάνουν ζέσταμα από το 5 λεπτό του παιχνιδιού, με κούρασαν αφάνταστα), οι Εγγλέζοι, παρά τα 2 γκόλ που έφαγαν, έδειξαν ότι έχουν άμυνα γερή, αλλά...

...αλλά έλειπε από το χθεσινό παιχνίδι, όπως και από τα περισσότερα που έχουμε δει μέχρι στιγμής, εκείνο το στοιχείο της φαντασίας που κάνει το ποδόσφαιρο ξεχωριστό και συναρπαστικό. Δεν είδαμε περίτεχνους συνδυασμούς. Δεν είδαμε ενέργεια που να μην ηταν διαβασμένη. Δεν είδαμε ντριπλα μαεστρική, πάσα «αλα Τσιάρτα», ουτε και απο εκείνες τις φοβερές προσποιήσεις που βλέπεις ξαφνικά ένα μπουλούκι να σκορίπζεται, και έναν πάικτη, αλώβητο και εγέρωχο, να βγαινει άρχοντας από την σφυχτη πολιορκία.

Ειδαμε, βεβαίως, παίκτες ασύγκριτης σωματικής δύναμης κι αντοχής (κρίμα να μήν είχε κι ο Τσιάρτας μερικά από αυτά τα χαρίσματα!...), είδαμε έναν Μπέκαμ, κατωτερο από άλλες φορές, αλλά πάλι να στέλνει την μπάλλα σε θανατερή τροχιά εντός της περιοχής, είδαμε τον Λάρσον να σπρώχνει και να σπρώχνεται με τους σκληροτράχηλους Αγγλους αμυντικούς, καί πάντα να μένει όρθιος και επικίνδυνος, και είδαμε, πάνω απ΄όλα, δυό ομάδες που δεν εγκατέλειψαν ούτε στιγμή την επιθυμία τους να σκοράρουν και να κερδίσουν το παιχνίδι.

Ωραια ατμόσφαιρα στις εξέδρες, με τους Αγγλους να υπερτερουν σε αριθμό, και τους Σουηδούς σε οργάνωση και συντονισμό. Επεισόδια δεν υπήρξαν, ακόμα και σε πολλά σημεία του γηπεδου όπου αντίπαλοι οπαδοί κάθονταν πλάι-πλάι. Φαντάζομαι τι θα γινόταν αν διοργανωναμε εμείς αυτούς τους αγωνες, και χρειαζόμασταν να καθησουμε δίπλα σε Τουρκους η Αλβανους. Πόλεμος!

Μετα τον αγωνα, μάθαμε πως μικρές ομάδες Γερμανών οπαδών προκάλεσαν Εγγλέζους, που βεβαίως ηταν κιόλας τίγκα στην μπίρα, και το κακό δεν άργησε να γίνει. Αμεση, όμως, ηταν η επέμβαση της αστυνομίας, και οι 50 περίπου συλληφθέντες είναι ηδη σε κρατητηρια, και εκεί θα μείνουν μέχρι το τέλος του Μουντιάλ.

Monday, June 19, 2006

Παω για Μουντιάλ


Σε λίγο αναχωρώ για Γερμανία, να ιδώ με τον γιόκα μου 4 αγώνες του Μουντιάλ. Έχω αγωνία, χαρά και λαχτάρα.
Το’πα σήμερα το πρωί από το ραδιόφωνο, και αμέσως έπεσαν 3-4 SMS να με κατασπαράξουν! Πιθανώς να υπέθεσαν ότι το’πα για να προκαλέσω εκείνους που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά αυτήν την μικρή-μεγάλη πολυτέλεια. Και θίχθηκαν!
Βγηκα έξω από το κτίριο συννεφιασμένος. Κοίταξα γύρω τις γιγαντοαφίσες, και είδα τα αντικείμενά τους σιγά-σιγά να αλλάζουν πόσα, και να μπλέκονται με τη ζωή που κυλούσε μπροστά τους δίχως ουσία καμμία.
Το τσιγάρο, περπατώντας στις άκρες της γόπας του, όπως ο ένοχος εραστής στις άκρες των ποδιών σαν επιστρέφει στο συζυγικό κρεβάτι, μπήκε απαρατήρητο στο μποτιλιάρισμα της ημέρας, και έγινε μέρος της ρουτίνας χωρίς να το καταλάβει κανείς.
Ο φουρκισμένος ακροατής απαιτούσε «περισσότερη ενημέρωση», και έτσι κατέβηκε από την επόμενη αφίσα η ξεχασμένη Στανίση και του πέταξε ένα πρωινό «ώπα» τόσο πλασματικά εντυπωσιακό, που παραξενεύτηκε ως και η Μελέτη που φιλοξενεί κάμποσα τέτοια επιφωνήματα στο δικό της, σινιέ πρωινάδικο.
Ο εκφωνητής απαριθμούσε τις εκδηλώσεις που θα γίνουν στα πλαίσια του 10ημερου αφιερώματος στον Ανδρέα Παπανδρέου, για τα 10 χρόνια που πέρασαν κιόλας από τον θάνατό του.
Ο Αμαντέους έκανε γρήγορα έναν υπολογισμό για τα 250 χρόνια, φέτος, από τη δική του γέννηση, έκανε αναγωγή στο 1 έτος που αφιερώνεται σ’ αυτόν, και αισθάνθηκε κατάφωρα αδικημένος από αυτόν που, ωραιοποιημένα δυστυχώς, μερικοί συμπατριώτες εδώ αρέσκονται να αποκαλούν «μέγα αντιφατικό».
Το ξανάπα: «δεν υπάρχει άλλος λαός που να παρουσιάζει έτσι τα κουσούρια του ως παραστρατημένα προτερήματα, όσο εμείς», αλλά άναψαν πάλι τα SMS του αέρα, και πάτησα γκάζι να φύγω γρηγορότερα από την άγρια πόλη.
Τσιγάρα, νυχτερινά κέντρα, κέντρα αδυνατίσματος, (να ξοδεύεις δέκα για να φας και είκοσι για να τα χάσεις…)κέντρα αποτρίχωσης, κέντρα εμφύτευσης μαλλιών, πώς να μην διαπρέψει σ’ ένα τέτοιο τοπίο ερημικό ένας τόσο αντιφατικός ηγέτης; Δηλαδή, ένας ηγέτης κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση εκείνων που των έβριζαν την ίδια στιγμή που τον υμνούσαν.
Σαν μικρό παιδί τρέχω να κλωτσήσω την μπάλλα με την καλπάζουσα φαντασία μου. Να καρφώσω στα δίχτυα τους μίζερους της πρωινής μου ραδιοφωνικής περιπέτειας, και να πανηγυρίσω έξαλλα τον εξαφανισμό τους μαζί με τους άλλους μου συμπαίκτες.
Τον Αμαντέους, τον Αλκίνοο, την Ελευθερία, τον Αρμστρονγκ και την Μίριαμ Μακέμπα.

Τι να πω;


Είναι μέρες τώρα, που δεν ξέρω τι να γράψω εδώ. Υπάρχουν πολλά θέματα που παιδεύουν το μυαλό μου – λίγα όμως πράγματα να πω.
Να μιλήσω για την Παιδεία; Θα επαναληφθώ. Και στα μάτια εκείνων που βλέπουν μόνο εκεί που θέλουν, θα φανώ ίσως και αντιδραστικός. Γιατί εγώ δεν βρίσκω αυθόρμητο, σε τούτη τη συγκεκριμένη φάση, τον έπαινο και το χαΐδεμα των αυτιών «των παιδιών μας που σπουδάζουν».
Δεν έχει πολλά χρόνια που πέρασα από τα μονοπάτια όπου βαδίζουν σήμερα. Και κοιτώντας πίσω, με την αναθεωρητική, ελπίζω, ματιά ενός ανθρώπου που ακόμα αισθάνεται νεότατος, βλέπω ότι και ο δικός μας ξεσηκωμός, τότε, για την απόσυρση του νόμου 815 για την Παιδεία (που απεσύρθη, μάλιστα, από τον δερβέναγα Καραμανλή), είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με τις σημερινές κινητοποιήσεις:
1. Άγνοια για το τι πραγματικά θέλουμε. Και,
2. Άρνηση για να αλλάξει το παραμικρό.
Όταν όλα γύρω μου μοιάζουν απελπιστικά στατικά, σαν κάτι να με πνίγει, και να εκφραστώ να μη μπορώ.
Σε λίγα χρόνια, θέλουμε-δεν θέλουμε, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι εδώ. Όπως θα απελευθερωθεί και το επάγγελμα του ταξιτζή, όπως έπαψε να είναι κλειστό κλαμπ εκείνο των ορκωτών λογιστών, όπως και απελευθερώθηκε η αεροπορική αγορά πριν καμιά δεκαριά χρόνια.
Διαπρέπουν εκείνοι που ετοιμάζονται για τις αλλαγές. Καταρρέουν εκείνοι που τις φοβούνται.
Δείτε την καημένη την Ολυμπιακή (που κάποτε νόμιζες πως κυβερνούσε τη χώρα), πως σέρνεται τώρα πίσω από τις εξελίξεις, εκλιπαρώντας τον εκάστοτε Επίτροπο να της δώσει μια μικρή, ακόμα, παράταση ζωής.
Δεν μπορώ να σας πω πόσο στενοχωριέμαι, στ’ αλήθεια, βλέποντας άλλες εταιρείες, κρατικές και μη, να πανηγυρίζουν σήμερα επάνω στα ερείπια της Ολυμπιακής, και να ακολουθούν, αυτοί τώρα, μια πολιτική τσαμπουκά.
Σήμερα, φεύγω για το Μουντιάλ στη Γερμανία, και πληρώνω 300 ευρω παραπάνω για να ταξιδέψω με την Λουφτχάνσα, επειδή δεν ξέρω αν και πότε θα φύγει η Ολυμπιακή.
Μου τη δίνει, όσο δεν φαντάζεσθε, η αλαζονεία των γερμανών, που λένε «τόσο κάνει, άμα θέλετε», όταν τους επισημαίνεις πόσο ακριβό είναι το εισιτήριό τους.
Σαν να σου λένε «πήγαινε, αν θες με την Ολυμπιακή», και τους βλέπω να κρυφογελάνε κιόλας.
Επειδή, δεν θέλω λοιπόν να καταντήσει έτσι και η Παιδεία μας, γι’ αυτό και γίνομαι έξαλλος τώρα όταν ακούω φοιτητές και καθηγητές να παπαγαλίζουν συνθήματα και, σε μια εποχή που σε άλλες χώρες συζητούν στα πανεπιστήμια για έρευνα και κανούργια διδακτικά προγράμματα, εμείς ακόμα κάνουμε καταλήψεις για το αν θα μεταφέρουμε ένα, δύο ή δέκα μαθήματα.
Δεν ξέρω τι να γράψω, γιατί βαριέμαι να εξηγώ σε γνωστούς και άγνωστους ότι είναι αρρώστια να φοβάσαι αυτό που δεν ξέρεις. Μάθε το! Ερεύνησέ το! Αμφισβητήσέ το!
Μην του γυρνάς τη πλάτη σου, όπως κάνουμε χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο, και καταντήσαμε να είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο όπου μεταδίδονται από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση τα θέματα των εισαγωγικών εξετάσεων, και ακολουθεί στα δελτία ειδήσεων ο γνώριμος σχολιασμός για το εάν ήταν βατά η όχι!